Τι μάθαμε κοντά σε έναν μεγάλο
Μαρξιστή επαναστάτη
Γιάννης-Βλαδίμηρος Βερούχης
|
Ο
Γιάννης-Βλαδίμηρος Βερούχης (που στις 4 Ιουνίου συμπληρώνονται 5 χρόνια από τον
θάνατό του) υπήρξε το υπόδειγμα του ολοκληρωμένου επαναστάτη: ιδεολογικά, πολιτικά,
οργανωτικά, αγωνιστικά, αλλά και σε ό,τι αφορά τη στάση ζωής του, την ταξική
ηθική, τη συντροφικότητα. Καθώς και σε ό,τι αφορά τη βαθιά πίστη στο σκοπό, την
τόλμη, την αποφασιστικότητα, την ντομπροσύνη. Tα περισσότερα από αυτά που μας δίδαξε δεν είναι από
εκείνα που καταγράφονται σε μια κόλλα χαρτί αλλά από εκείνα που διαμορφώνουν
βαθιά τους ανθρώπους και μένουν για πάντα μέσα τους. Γι’ αυτό και το άρθρο μας
εκ των πραγμάτων θα περιοριστεί στη σταχυολόγηση ορισμένων κατασταλαγμάτων, που
νομίζουμε όμως ότι είναι ενδεικτικά.
Μακριά
από μας κάθε αντίληψη «αγιοποίησης» των ανθρώπων, που και ο ίδιος μισούσε όσο
τίποτα. Αν ο Γιάννης ο Βερούχης υπήρξε ένας μεγάλος επαναστάτης δεν έχει να
κάνει μόνο με τις δικές του αρετές και ικανότητες, αλλά και με το ότι υπήρξε δημιούργημα
ενός μεγάλου επαναστατικού κινήματος. Διαμορφώθηκε από μικρή ηλικία μέσα σε ένα
τέτοιο περιβάλλον, μέσω του πατέρα του, ο οποίος τον επηρέασε καταλυτικά (αν
και τον έζησε μόνο λίγο, καθώς στα 1944 τον δολοφόνησαν οι σταλινικοί). Ο
Γιάννης ο Βερούχης υπήρξε γιος του μεγάλου Κομμουνιστή-Τροτσκιστή επαναστάτη
Σταύρου Βερούχη, ηγέτη της πανίσχυρης Γενικής Συνομοσπονδίας Αναπήρων &
Θυμάτων Πολέμου και στελέχους της προπολεμικής οργάνωσης των Ελλήνων
Κομμουνιστών-Τροτσκιστών (ΚΟΜΛΕΑ)· που ιδρύθηκε με παρέμβαση του ίδιου του
Λέοντα Τρότσκυ και στελεχώθηκε από ανθρώπους που μπήκαν στο κίνημα υπό την
άμεση επιρροή της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Ο
Γιάννης, λοιπόν, είχε την τιμή να κρατήσει ενωμένο το «κόκκινο νήμα» της
επαναστατικής συνέχειας ανάμεσα στην ηρωική εκείνη πρώτη γενιά των Ελλήνων
Μπολσεβίκων επαναστατών, τις μεταγενέστερες γενιές, που έδωσαν μεγάλες μάχες
όλη τη δεκαετία του ’50 και του ’60 και κατά της Χούντας, και, τέλος, τις ακόμα
νεότερες γενιές, που μπήκαν στο κίνημα τις τελευταίες δεκαετίες. Η αλήθεια
είναι ότι αυτό το «κόκκινο νήμα» χρειάστηκε κάποιες φορές να το κρατήσει σχεδόν
μόνος του, και το γεγονός ότι ακόμα και τότε δεν απογοητεύθηκε, ήταν από μόνο
του ένα τεράστιο μάθημα.
Πίστη και βεβαιότητα
Κάθε
φορά που το κίνημα υφίστατο μια ήττα ή υποχώρηση, πρώτος έβρισκε την ψυχραιμία
ν’ αρχίσει πάλι να βάζει σε δοκιμή σχέδια για την επόμενη φάση, λέγοντας
χαρακτηριστικά: «Αυτό που χρειαζόμαστε είναι θεμέλια απ’ την αρχή». Τι υπήρχε
πίσω απ’ όλο αυτό: «Πίστη και βεβαιότητα». Όπως μας έλεγε: «Πίστη και
βεβαιότητα στην επαναστατική ιδεολογία, στον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης,
στην επαναστατική οργάνωση». Για τον Γιάννη η ζωή του επαναστάτη είναι μια
δοκιμασία συνεχής και ισόβια. Και σε αυτή φαίνεται και ο γενικός «εξοπλισμός»
του επαναστάτη αλλά και οι εσωτερικές ηθικές του δυνάμεις ως ανθρώπου.
Ο
Γιάννης επαναλάμβανε πάντα ότι η μεγαλύτερη τιμή για έναν άνθρωπο είναι να
μπορέσει να γίνει κοινωνικός επαναστάτης· και θεωρούσε ότι η ηθική ικανοποίηση
που αντλεί κανείς από το ότι υπηρετεί τη μεγαλύτερη ιδέα που μπορεί να υπάρξει,
την κοινωνική απελευθέρωση της ανθρωπότητας, αξίζει όλες τις θυσίες και όλους
τους κινδύνους. Μας έλεγε συχνά ότι δεν μπορεί κανείς να υπηρετεί αυτή την
υπόθεση αν δεν την «πονάει» βαθιά. Ο πόνος, λοιπόν, για την υπόθεση της
εργατικής τάξης είναι ένα εντελώς αναντικατάστατο στοιχείο για να είναι κάποιος
πραγματικός επαναστάτης.
Ο
Γιάννης ήταν ο πιο τολμηρός άνθρωπος που έχουμε γνωρίσει. Ποιος άλλος θα
δραπέτευε από την καταδίωξη της Χούντας ταξιδεύοντας μ’ ένα βαρκάκι από την
Αττική μέχρι την Ιταλία, δίνοντας μάχη επί 17 ημέρες με τα κύματα της ανοιχτής
θάλασσας; Κι ωστόσο, πίστευε ότι κάθε άνθρωπος έχει μέσα του το φυσικό
συναίσθημα του φόβου, μόνο που θα πρέπει κανείς να εκπαιδευτεί να το ελέγχει.
Οργανωτής, συνδικαλιστής και μαχητής
Ο
Γιάννης ήταν ένας σπεσιαλίστας στη στρατολογία. Πίστευε ότι δεν μπορεί να
υπάρχει επαναστάτης που να μη φλέγεται να διαδώσει τις ιδέες του. «Από θέση
δύναμης και αλήθειας γίνεται η στρατολογία», μας έλεγε. «Η στρατολογία πρέπει να
στηρίζεται στη μετάδοση της φυσικής επαναστατικής αισιοδοξίας και της βαθιάς
πίστης στον επαναστατικό σκοπό και να διεξάγεται στη βάση της αλήθειας, δηλαδή
του ηρωικού και δραματικού στοιχείου - και η μεγάλη αυτή αλήθεια πρέπει να
διαπερνά προπαγανδιστή και προπαγανδιζόμενο».
Ελάχιστοι
έχουν μελετήσει και κυρίως αφομοιώσει τόσο βαθιά όσο ο Γιάννης τον λενινισμό. Κάθισε
και διάβασε τα Άπαντα του Λένιν (μέχρι και την τελευταία λέξη), αποδεικνύοντας
κατ’ αρχάς ότι κι ένας εργάτης χωρίς ακαδημαϊκή μόρφωση μπορεί να κατακτήσει
την επαναστατική θεωρία. Ήταν, όμως, ήδη ένας ειδικός στο οργανωτικό ζήτημα, το
οποίο, μέσα από τους αγώνες των λιθογράφων εργατών των οποίων ο ίδιος ηγήθηκε,
το έφτασε σε ένα πρωτοφανέρωτο επίπεδο. Στα βήματα του Λένιν, επεξεργάστηκε τακτικές
και μεθόδους δράσης μελετώντας στρατιωτικά γραπτά, και τ’ αξιοποίησε όλα αυτά
για να συμβάλει σε μερικές από τις μεγαλύτερες νίκες στην πρόσφατη ιστορία του
ελληνικού εργατικού κινήματος. Αλλά και για να πάει μπροστά το επαναστατικό
κίνημα σε δύσκολες εποχές. Και να φανταστεί κανείς ότι σήμερα η λεγόμενη
«αριστερά» είναι γεμάτη από υποτιθέμενα «στελέχη» που δεν έχουν διαβάσει ούτε
μια σελίδα του Λένιν και που σνομπάρουν απερίσκεπτα το οργανωτικό ζήτημα, που
είναι το μεγαλύτερο πολιτικό ζήτημα που υπάρχει. Πώς είναι δυνατόν κάποιος να
δηλώνει επαναστάτης, να δηλώνει ότι πιστεύει στη σύγκρουση με το αστικό κράτος,
και να μην τον έχει απασχολήσει ποτέ το πώς η εργατική τάξη θ’ αντιμετωπίσει
τον τεράστιο και πανίσχυρο μηχανισμό της αστικής τάξης; Μα σήμερα ακριβώς αυτές
τις λενινιστικές αντιλήψεις, που ο Γιάννης τίμησε όσο κανείς, το κίνημα τις
έχει ανάγκη όπως το ξερό χωράφι τη βροχή!
Για
τον Γιάννη, κάθε συνδικαλιστική διεκδίκηση, κάθε πολιτική αντιπαράθεση, κάθε
πολιτική και αγωνιστική δραστηριότητα, χωρίς εξαίρεση, νοούνταν ως μάχη και
έπρεπε να διεξάγεται με όλους τους κανόνες της μάχης και με την αντίστοιχη
προετοιμασία. «Άμυνα και επίθεση, αξιοποίηση των εφεδρειών την κατάλληλη στιγμή,
πλευροκόπηση του αντιπάλου, εξαπάτηση του αντιπάλου και ψυχολογικός πόλεμος,
λογικές και “παράλογες” τακτικές», όλα αυτά ήταν καθημερινό λεξιλόγιο για τον
Γιάννη - και το θεωρούσε κάτι πολύ φυσικό, αφού γι’ αυτόν ο επαναστάτης
μαρξιστής ήταν πρώτ’ απ’ όλα ένας μαχητής.
Ενότητα και εργατική τάξη
Αλλά
και το ζήτημα του εσωτερικού καθεστώτος της επαναστατικής οργάνωσης, του τόσο
δυσφημισμένου από τους σταλινικούς «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού», ο Γιάννης μάς
το εξηγούσε με τον πιο απλό τρόπο, μέσα από την ίδια τη λογική της μάχης. «Η
πρώτη φάση είναι ο σχεδιασμός της μάχης. Εκεί απαιτείται απόλυτη δημοκρατία,
ώστε να εκφραστούν και να επικρατήσουν οι καλύτερες προτάσεις. Η δεύτερη φάση
είναι η διεξαγωγή της μάχης. Εκεί απαιτείται απόλυτη πειθαρχία. Και η τρίτη
φάση είναι ο απολογισμός της μάχης. Εκεί απαιτείται και πάλι απόλυτη
δημοκρατία, ώστε να βγουν τα κατάλληλα συμπεράσματα, είτε από την ήττα είτε από
τη νίκη. Άρα δημοκρατία και πειθαρχία, ενώ φαίνονται αντίθετες, στην
πραγματικότητα είναι αλληλένδετες και αλληλοσυμπληρώνονται».
Σε
μια κατάσταση που ήταν το πιο συνηθισμένο οι μικρές οργανώσεις της
επαναστατικής αριστεράς να διασπώνται για ψύλλου πήδημα (συνήθως από
κακομαθημένους αρχηγίσκους μικροαστικής νοοτροπίας), ο Γιάννης επανέφερε πρώτος
το ζήτημα «της χιλιάκριβης ενότητας». «Όπως οι αρχαίοι Αθηναίοι», μας έλεγε,
«κάποτε απαγόρευσαν ακόμα και την αναφορά της λέξης “πόλεμος” στην εκκλησία του
δήμου, έτσι κι εμείς πρέπει να απαγορεύσουμε στο εσωτερικό μας ακόμα και την
αναφορά της λέξης “διάσπαση”». Ήξερε πολύ καλά ότι η ενότητα της εργατικής
τάξης και η ενότητα της επαναστατικής ηγεσίας της βρίσκονται σε μια αξεδιάλυτη
ενότητα μεταξύ τους. Και ήξερε επίσης ότι το καλύτερο «συγκολλητικό» υλικό κάθε
επαναστατικού «εμβρύου» ήταν μια εργατική κοινωνική σύνθεση. «Οι εργάτες δεν
ανέχονται τη διάσπαση. Έχουν διδαχθεί από την καθημερινή καταπίεση που
υφίστανται από τον εργοδότη ότι η ενότητα είναι η μόνη δύναμή τους».
Ο
Γιάννης ο Βερούχης, εκτός από την ιδιότητα του επαναστάτη μαρξιστή, χαρακτήριζε
με περηφάνια τον εαυτό του «συνειδητό εργάτη». Πίστευε βαθιά, ανυπόκριτα,
σταθερά στην εργατική τάξη, στον ιστορικό της ρόλο, χωρίς να ωραιοποιεί την
κατάστασή της. Αναγνώριζε και ήξερε να καλλιεργεί το στοιχείο της ταξικής
συνείδησης ακόμα και σε μέτρια πολιτικοποιημένους, μη αριστερούς εργάτες. «Μόνο
η βαθιά, υπομονετική δουλειά μέσα στην εργατική τάξη φέρνει αποτελέσματα. Οι
δεσμοί με την τάξη, η συμμετοχή στη συγκεκριμένη πάλη της εργατικής τάξης είναι
το κύριο κριτήριο της δύναμής μας». Κι αυτό χωρίς να υποτιμά καθόλου τον σπουδαίο
ρόλο των διανοουμένων. Πίστευε, επίσης, ότι η εργατική τάξη είναι πολύ πιο
αριστερή απ’ όσο πιστεύουμε και είχε την τιμή να το αποδείξει στην πράξη, με
τον θρίαμβο της μεγάλης απεργίας των λιθογράφων εργατών στα 1977.
Αυτό
στο οποίο επέμενε πάρα πολύ ο Γιάννης, και το θυμόμαστε ειδικά στις σημερινές
συνθήκες είναι ότι: «Δεν μπορείς να είσαι επαναστάτης μαρξιστής χωρίς να
διακινδυνεύεις προοπτικές, χωρίς να ρισκάρεις προβλέψεις». Θεωρούσε αυτούς που
τα λένε και έτσι κι αλλιώς, που τοποθετούνται μόνο με γενικές αναλύσεις,
άμαχους, ακατάλληλους για να ηγηθούν της εργατικής τάξης. Πίστευε ότι ένας
μαχητής είναι προτιμότερο να διαψευσθεί παρά να μην τολμήσει.
Θα
επανέλθουμε, όμως, στο επόμενο φύλλο μας, με άλλες πτυχές της πολύπλευρης δράσης
και προσφοράς του αγαπημένου συντρόφου και δασκάλου.
Πάρις Δάγλας