Η κυρίαρχη αστική
ιδεολογία, από απόψεως προσαρμοστικότητας στις συνθήκες της κάθε περιόδου και στις εκάστοτε επιδιώξεις της άρχουσας τάξης, έχει ικανότητες χαμαιλέοντα. |
Η κυρίαρχη εδώ και τρεις
δεκαετίες τάση του παγκόσμιου καπιταλισμού,
ταυτισμένη με τις «ανοιχτές αγορές»,
έχει υποστεί μια στρατηγική ήττα, μετά
το Brexit και την εκλογή
Τραμπ. Τα πιο συνειδητά αστικά επιτελεία
ανά τον κόσμο, κατανοώντας ότι η νέα
κατάσταση μπορεί να δημιουργήσει έναν
καλύτερο συσχετισμό για την εργατική
τάξη, παίζουν το χαρτί του εκφοβισμού,
χρησιμοποιώντας τον μπαμπούλα του
εθνικισμού και του φασισμού. Δυστυχώς,
σε αυτή την κατεύθυνση κινείται και
το μεγαλύτερο μέρος της λεγόμενης
«αριστεράς», τις ηγεσίες της
οποίας
σέρνει από τη μύτη η άρχουσα καπιταλιστική
τάξη. Απαιτείται, λοιπόν, ένα ξεκαθάρισμα
της βασικής μαρξιστικής τοποθέτησης
έναντι όλων αυτών των εννοιών.
Κατ’ αρχάς, για τον
εθνικισμό. Ο εθνικισμός είναι ο
οργανωτικός πυρήνας της αστικής
ιδεολογίας. Η γένεση της κάθε αστικής
τάξης ιστορικά είναι αξεδιάλυτη από
την οικοδόμηση του εθνικού της κράτους,
την οριοθέτηση της εθνικής αγοράς και
την επικράτηση μιας εθνικής γλώσσας
και κουλτούρας. Στη διαδικασία αυτή όλο
το έθνος διαπαιδαγωγείται στην πεποίθηση
ότι μοιράζεται τα ίδια συμφέροντα με
την κυρίαρχη τάξη του. Αυτή είναι η
βάση του εθνικισμού, που υπάρχει για να
αναπαράγει την κυριαρχία και επομένως
την κερδοφορία της κυρίαρχης τάξης.
Είναι εντελώς αδύνατον να υπάρχει
αστικό κόμμα ή αστικό καθεστώς που να
μην είναι εθνικιστικό. Όμως, από την
άλλη, η αστική ιδεολογία είναι ιδιαίτερα
ευέλικτη. Έτσι συχνά μπορεί να
εμφανίζεται ως εξαιρετικά «ανεκτική»,
κοσμοπολίτικη, μέχρι και «διεθνιστική»!
Όλα αυτά, όμως, πάντα στην υπηρεσία
συγκεκριμένων επιδιώξεων της εθνικής
αστικής τάξης (π.χ., ανοίγματα σε νέες
αγορές, εισαγωγή ξένων εργατών για το
χτύπημα της ντόπιας εργατικής τάξης,
συμμετοχή σε πολυεθνικούς ιμπεριαλιστικούς
σχηματισμούς κ.λπ.). Εννοείται ότι, αν
οι επιδιώξεις αυτές αλλάξουν, ο
κοσμοπολιτισμός δίνει κατευθείαν τη
θέση του στον πιο άγριο σωβινισμό.
Ομοίως, ο ρατσισμός
αποτελεί συστατικό μέρος της κυρίαρχης
αστικής ιδεολογίας. Μια κοινωνία που
βασίζεται στην εκμετάλλευση ανθρώπου
από άνθρωπο δεν μπορεί παρά να είναι
ρατσιστική. Η κυρίαρχη μορφή ρατσισμού
μιας ταξικής κοινωνίας, από την οποία
παράγονται όλες οι άλλες (π.χ.
εθνοτικός-φυλετικός, έναντι των γυναικών
κ.λπ.), είναι ο ρατσισμός έναντι των
καταπιεζόμενων και εκμεταλλευόμενων
κοινωνικών στρωμάτων. Στην αστική
κοινωνία οι εργάτες, οι φτωχοί θεωρούνται
συλλήβδην από την κυρίαρχη τάξη
«αποτυχημένοι», «αμόρφωτοι», «τεμπέληδες»,
«απολίτιστοι», άξιοι μόνο να βγάζουν
χρήμα για τα αφεντικά. Ο ρατσισμός
εξυπηρετεί καίρια τη νομιμοποίηση της
κυριαρχίας της αστικής τάξης και τη
διαίρεση και περιθωριοποίηση της
εργατικής. Εδώ, όμως, χρειάζεται μια
προσοχή στο τι είναι πραγματικά ρατσισμός
και τι δεν είναι. Δεν είναι ρατσισμός
το να λες ότι η εισαγωγή ξένων εργατών
βολεύει μόνο το κεφάλαιο. Ή το να
αναγνωρίζεις την ιστορική καθυστέρηση
που εκφράζουν θεοκρατικές και άλλες
προκαπιταλιστικές ιδεολογίες. Από την
άλλη, το να λοιδορείς ως «ρατσιστές»
τους εργάτες που αντιτίθενται στην
αντικατάστασή τους από εισαγόμενους
εργάτες, αυτό είναι σίγουρα ρατσισμός!
Τέλος, ο φασισμός έχει
μια στενή σχέση με τον εθνικισμό και
τον ρατσισμό, αλλά μπορεί να αποκτήσει
δύναμη μόνο κάτω από πολύ συγκεκριμένες
συνθήκες. Υπάρχουν κοινωνίες ιδιαίτερα
ρατσιστικές (π.χ. ΗΠΑ) που δεν εμφάνισαν
ποτέ κανένα μαζικό φασιστικό κόμμα. Το
πιο βασικό γνώρισμα του φασισμού είναι
ότι αυτός δεν είναι κοινοβουλευτικό
κόμμα αλλά κοινωνικό κίνημα.
Συγκεκριμένα, είναι αντιδραστικό
κοινωνικό κίνημα της μικροαστικής
τάξης, το οποίο υιοθετείται από την
αστική τάξη προκειμένου να συντριβεί
ολοκληρωτικά το εργατικό κίνημα, να
εξοντωθεί η πρωτοπορία του και να
ξεριζωθεί κάθε θεσμός εργατικής
δημοκρατίας (π.χ. συνδικάτα). Βάσει αυτών,
τα διάφορα δεξιά εθνικιστικά/αντι-μεταναστευτικά
κόμματα που ενισχύονται τώρα στην Ευρώπη
κατά κανόνα δεν είναι φασιστικά –
ούτε και βλέπουμε αυτή τη στιγμή
προϋποθέσεις μετατροπής τους σε τέτοια.
Το να μην παρασύρεται
από την αστική «κοινή γνώμη», το να
τοποθετείται με συγκεκριμένο και
επιστημονικό –δηλαδή, μαρξιστικό–
τρόπο απέναντι στην πραγματικότητα, το
να εμπιστεύεται το αισθητήριο της
εργατικής τάξης, είναι για την αριστερή
πρωτοπορία εντελώς αυτονόητα πράγματα,
αν δεν θέλει να είναι νεροκουβαλητής
της «φιλελεύθερης» αστικής τάξης. Και
κυρίως, αν θέλει στα σοβαρά να εκμεταλλευτεί
τις αντιθέσεις στο στρατόπεδο του
αντιπάλου και να οδηγήσει την τάξη σε
πραγματικές νίκες.
Πάρις Δάγλας