Σε μια χρονιά που
χαρακτηρίζεται από απανωτές εκλογικές διαδικασίες σε όλη την Ευρώπη, οι
προεδρικές εκλογές της Γαλλίας είναι με διαφορά οι πιο σημαντικές. Η Γαλλία
αυτή τη στιγμή είναι το κέντρο της παγκόσμιας πολιτικής κατάστασης, για μια
σειρά λόγους. Είναι η πολιτική επιρροή που ασκεί η χώρα πανευρωπαϊκά, είναι το
πάντα ισχυρό εργατικό της κίνημα, είναι το γεγονός ότι μιλάμε για τη δεύτερη
οικονομική και πρώτη στρατιωτική δύναμη της Ευρωζώνης. Είναι κυρίως όμως το
γεγονός ότι στη Γαλλία θα κριθεί η κομβική
μάχη που έχει ξεκινήσει μέσα στον παγκόσμιο καπιταλισμό ανάμεσα στις δυνάμεις
των «ανοιχτών αγορών» και τις δυνάμεις του «εθνικού προστατευτισμού».
Η παγκόσμια οικονομική κρίση
που ξεκίνησε το 2008 ανέδειξε αφ’ ενός την πλήρη παρακμή του καπιταλισμού, που
δεν μπορεί να δώσει πια κανένα μακρύ κύμα ανάπτυξης, και αφ’ ετέρου το ιστορικό
αδιέξοδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτά ειδικά στη Γαλλία εκφράζονται με έναν
εκρηκτικό τρόπο. Αν η Γαλλία επιλέξει το
στρατόπεδο του «εθνικού προστατευτισμού», τότε μιλάμε για το τέλος της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν η Γαλλία παραμείνει πιστή στις νεοφιλελεύθερες
πολιτικές και στο σημερινό στάτους κβο της Ε.Ε., τότε θα μεταβληθεί σε έναν φτωχό συγγενή του γερμανικού ιμπεριαλισμού, η
θέση της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας θα υποχωρήσει περαιτέρω και θα
υποχρεωθεί εκ των πραγμάτων σε δραματική συρρίκνωση του δημόσιου τομέα και
χτύπημα των εργατικών και κοινωνικών κατακτήσεων ενός αιώνα. Μόνο που τα δύο τελευταία δεν είναι και
τόσο εύκολα σε μια χώρα με το πιο ανήσυχο εργατικό κίνημα της Ευρώπης, όπως
επίσης σε μια χώρα που γέννησε την ίδια την έννοια της «κρατικής
γραφειοκρατίας» (Ναπολέων).
Δεν είναι τυχαίο ότι κατά την
προεκλογική περίοδο σχεδόν όλοι οι υποψήφιοι πρόεδροι έκαναν αγωνιώδεις
προσπάθειες να διαφοροποιηθούν από τη γερμανική πολιτική, ενώ προέβησαν σε
άφθονες επιδείξεις «πατριωτισμού». Όλοι γνώριζαν πολύ καλά ότι ο «εθνικός προστατευτισμός», πέρα από την
εργατική και τη μικροαστική τάξη, έχει κερδίσει έδαφος και μέσα στην ίδια την
αστική τάξη. Ωστόσο, για τους δύο τουλάχιστον από τους τέσσερις βασικούς
υποψηφίους, Φιγιόν και Μακρόν, όλα αυτά ήταν καθαρά επικοινωνιακά.
Οι σημαντικές εξελίξεις είχαν
ξεκινήσει ήδη πριν από την προεκλογική περίοδο. Τα αδιέξοδα του γαλλικού
καπιταλισμού προκάλεσαν μια βαθιά κρίση
στα δύο βασικά κόμματα εξουσίας, το δεξιό και το σοσιαλιστικό. Η δεξιά
κατέβηκε τελικά με έναν υποψήφιο βουτηγμένο στα σκάνδαλα, τον Φιγιόν, ο οποίος από τη μια δεσμευόταν
για φουλ επίθεση στην εργατική τάξη και από την άλλη προσπαθούσε να κερδίσει
συντηρητικές ψήφους με κάποια φραστική σκλήρυνση στο μεταναστευτικό. Θα πρέπει
να είναι και πολύ ευχαριστημένος με το 20% που πήρε. Στο σοσιαλιστικό κόμμα,
μετά την εντελώς αποτυχημένη προεδρία Ολάντ, η βάση απαίτησε αριστερή στροφή,
ανέδειξε υποψήφιο τον Αμόν, αλλά αυτός
εγκαταλείφθηκε από τον κομματικό του μηχανισμό, που ουσιαστικά στήριξε Μακρόν.
Τελικά, με ένα πρόγραμμα που έμοιαζε με άτολμη καρικατούρα του προγράμματος του
Μελανσόν, οι σοσιαλιστές κατέρρευσαν στο 6,4%.
Βλέποντας η μεγαλοαστική
τάξη, και ιδίως το κυρίαρχο τραπεζικό-χρηματιστικό κεφάλαιο, ότι δεν είχε πού
να στηριχτεί, έβγαλε μπροστά τον Μακρόν,
ένα τραπεζικό στέλεχος. Το μεγάλο
πλεονέκτημά του για τα αφεντικά του είναι ότι πρόκειται για ένα πολιτικό
μηδενικό, που μπορούν να το πλάσουν όπως θέλουν. Τον παρουσίασαν, λοιπόν,
ως «ριζοσπάστη μεταρρυθμιστή» (η πιο ριζοσπαστική πρότασή του είναι να μπουν
βιολογικά προϊόντα στα κυλικεία των σχολείων), «αντισυστημικό» (ενώ το
πρόγραμμά του είναι ξεκάθαρα δεξιό νεοφιλελεύθερο και βαθιά αντεργατικό),
«πατριώτη», «αντιρατσιστή», εκπρόσωπο της «νέας γενιάς» και ό,τι άλλο ήθελαν.
Με τις ψήφους των αστικών στρωμάτων του Παρισιού, της λιγότερο βιομηχανικής
δυτικής Γαλλίας, των φοβισμένων έναντι της Λεπέν και του Μελανσόν μικροαστών
και με λυσσαλέα υποστήριξη από τα αστικά μέσα ενημέρωσης, κατάφερε να περάσει
πρώτος στον δεύτερο γύρο, με 24%. Είναι το φαβορί για να γίνει πρόεδρος της Γαλλίας,
αλλά η προεδρία του όχι μόνο δεν θα
σταθεροποιήσει τον γαλλικό καπιταλισμό αλλά θα εντείνει όλα τα αδιέξοδά του.
Απέναντι στον Μακρόν στέκεται
η εθνικίστρια Λεπέν, η οποία έκανε
μεγάλη προσπάθεια να αποστασιοποιηθεί από τις φασίζουσες καταβολές του πατέρα
της. Με θέσεις όπως δημοψήφισμα για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, περιορισμό
της μετανάστευσης και της διείσδυσης του Ισλάμ στη γαλλική κοινωνία, προστασία
της εγχώριας βιομηχανίας, μείωση ηλικίας συνταξιοδότησης κ.λπ., πήρε 21,3% και
μπαίνει με αξιώσεις στον δεύτερο γύρο. Το ποσοστό της δεν είναι μεγάλο, σε
σχέση με το τι έπαιρνε στις δημοσκοπήσεις, είναι
σημαντικό όμως ότι κυριαρχεί στην παλιά βιομηχανική βορειοανατολική Γαλλία,
καθώς και στον νότο.
Εδώ θα πρέπει να
ξεκαθαρίσουμε ότι το κόμμα της Λεπέν δεν είναι φασιστικό, αλλά ούτως ή άλλως δεν υπάρχει μεγαλύτερη ηλιθιότητα από το να
πιστεύει κανείς ότι θα σταματήσει τη Λεπέν ψηφίζοντας τον νεοφιλελεύθερο
Μακρόν, δίνοντάς του δηλαδή πράσινο φως για να επιτεθεί στην εργατική τάξη.
Οι δήθεν «δημοκράτες» και «προοδευτικοί» που ουρλιάζουν για ψήφο στον Μακρόν
προκειμένου να ηττηθεί η Λεπέν, στην
πραγματικότητα κάνουν τη Λεπέν πιο ελκυστική στα χτυπημένα εργατικά και
μικροαστικά στρώματα. Με αυτή την έννοια, είναι σπουδαία παρακαταθήκη για
όλη τη γαλλική αριστερά το ότι ο Μελανσόν (όπως και οι δύο υποψήφιοι της άκρας
αριστεράς, Αρτώ και Πουτού) δεν δέχθηκε να μπει σε αυτό το δίλημμα.
Ο Μελανσόν τώρα, χωρίς να έχει ουσιαστικά κανένα κόμμα από πίσω του,
έκανε μια εξαιρετική εμφάνιση και προκάλεσε… εμφράγματα στους καπιταλιστές
πανευρωπαϊκά (με 19,6% έφτασε κοντά στο να μπει στον δεύτερο γύρο). Το γεγονός
ότι ένας πρώην σοσιαλδημοκράτης υπουργός κατέβηκε με πρόγραμμα για φορολογικό συντελεστή 90% στους πολύ
πλούσιους, εθνικοποιήσεις, 275 δις δημόσιες επενδύσεις, γενικευμένο 35ωρο,
έξοδο από το ΝΑΤΟ, εγκατάλειψη του «συμφώνου σταθερότητας» της Ε.Ε., δημοψήφισμα
για έξοδο από την Ε.Ε. αν η Γερμανία δεν δεχθεί υποτίμηση του ευρώ… δείχνει την
τεράστια ταξική πόλωση που υπάρχει
στη Γαλλία. Και επιβεβαιώνει έμπρακτα τη βασική μας θέση, ότι η σύγκρουση ανάμεσα στον νεοφιλελευθερισμό
και τον «εθνικό προστατευτισμό» δημιουργεί μεγάλες ευκαιρίες για την αριστερά,
ειδικά σε χώρες όπως η Γαλλία.
Η γαλλική εργατική τάξη δεν
πάει δεξιά, όπως λένε διάφοροι απαισιόδοξοι, που ερμηνεύουν εντελώς μηχανιστικά
τις εργατικές ψήφους υπέρ της Λεπέν. Οι εργάτες που ψήφισαν Λεπέν δεν είναι
χαμένοι για το γαλλικό εργατικό κίνημα. Μια
τολμηρή, μαχητική, ενωτική γραμμή πάλης, με ξεκάθαρες θέσεις π.χ. κατά της
αντιδραστικής Ε.Ε., μπορεί να τους κερδίσει. Η Γαλλία έχει ακατάβλητες ταξικές
και επαναστατικές παραδόσεις και υπάρχουν δυνάμεις οι οποίες έχουν τη
δυνατότητα –και φυσικά το καθήκον– να ξαναδυναμώσουν τον μαρξιστικό
προσανατολισμό μέσα στο εργατικό κίνημα.
Σε κάθε περίπτωση, ό,τι και να γίνει στον δεύτερο γύρο
των εκλογών, το στρατηγικό αδιέξοδο του γαλλικού καπιταλισμού και η κρίση μέσα
στην Ε.Ε. θα ενταθούν. Αν η γαλλική εργατική τάξη καταφέρει να βγει μπροστά και
να πετύχει έστω και μικρές νίκες, θα ενθαρρύνει όλο το ευρωπαϊκό προλεταριάτο
να περάσει στην αντεπίθεση.
Πάρις Δάγλας
Σημ. της σύνταξης: Το άρθρο γράφτηκε πριν από τον
δεύτερο γύρο των γαλλικών εκλογών.