Η κυβέρνηση επιτίθεται όχι μόνο στη μορφή της δημόσιας εκπαίδευσης αλλά και στο περιεχόμενο της |
Τα νέα αυτά προγράμματα σπουδών δεν πρόκειται να αντιμετωπίσουν τα γενικότερα προβλήματα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, όπως είναι, μεταξύ άλλων, ο αποσπασματικός-κατακερματισμένος χαρακτήρας των παρεχόμενων γνώσεων, η εξετασιοκεντρική λογική του –με συνέπεια την έμφαση στην αποστήθιση– και η εντατικοποίηση των σπουδών. Άλλωστε, αυτά τα προβλήματα του ελληνικού σχολείου ενισχύονται από τη σημερινή κυβέρνηση, με τους αντιεκπαιδευτικούς νόμους που ήδη έχει ψηφίσει (τράπεζα θεμάτων, αυτονομία σχολικής μονάδας, κατηγοριοποίηση σχολείων, εξετάσεις τύπου PISA στην Στ΄ Δημοτικού και την Γ΄ Γυμνασίου, πολλαπλό βιβλίο κ.λπ.). Νόμοι που ευνοούν τους καπιταλιστές-εμπόρους της ιδιωτικής εκπαίδευσης και εξυπηρετούν τη δημιουργία φθηνού, ευέλικτου εργατικού δυναμικού –που να ανταποκρίνεται στις σημερινές τριτοκοσμικές συνθήκες της αγοράς εργασίας στη χώρα μας– καθώς και την επιβολή των αντιδραστικών ιδεολογημάτων του νεοφιλελευθερισμού.
Το σχέδιό τους μιλάει για αυτονομία-αξιολόγηση, για «ήπιες» και «ψηφιακές δεξιοτήτες», για μετάβαση από ένα «κλειστό, συγκεντρωτικό» εκπαιδευτικό σύστημα στο «αυτόνομο και ευέλικτο σχολείο» της «ανοιχτής σκέψης» κ.λπ. Αυτά στην πράξη σημαίνουν ότι τα νέα προγράμματα σπουδών θα εστιάζουν κυρίως στην εκμάθηση δεξιοτήτων (soft skills) σε βάρος της μόρφωσης και θα στοχεύουν σε περισσότερες αποσπασματικές, κατακερματισμένες πληροφορίες, στον εξοβελισμό της στέρεας και ολοκληρωμένης γνώσης και στο σπάσιμο του ενιαίου χαρακτήρα της εκπαίδευσης.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, συνεχίζει την επίθεσή της στη δημόσια παιδεία, επιδιώκοντας να αλλάξει όχι μόνο τη μορφή της (με τα ήδη ψηφισμένα αντιεκπαιδευτικά της μέτρα) αλλά και το περιεχόμενό της. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής θα είναι το σχολείο να γίνει πιο ταξικό, πιο εξοντωτικό για τους μαθητές και να πάψει να εξυπηρετεί τις μορφωτικές τους ανάγκες. Γι’ αυτό και ο ενωτικός αγώνας μαθητών, εργαζόμενων γονέων και εκπαιδευτικών είναι επιτακτικός.
Μ. Σάκος