Τετάρτη 2 Αυγούστου 2023

Φιλοσοφία του Ιστορικού Γίγνεσθαι του Δημήτρη Ντούσα

 Η εισήγηση του Ιωάννη Νικολάου-Μπράζιου από την παρουσίαση του βιβλίου στην Καλλιθέα στις 17 Μαΐου

 

Είναι προφανές ότι ένα βιβλίο 1.000 σχεδόν σελίδων όπως αυτό που παρουσιάζουμε δεν μπορεί να εξαντληθεί σε μια ομιλία, γι’ αυτό και θα αναφερθώ μονάχα σε κάποια από τα σημαντικότερα ζητήματα ορισμένων κεφαλαίων του βιβλίου, αφήνοντας να ανακαλύψετε τα υπόλοιπα μόνοι σας. Πρόκειται για ένα βιβλίο βασισμένο στη μαρξιστική σκέψη, με τη στενή έννοια του όρου, στη σκέψη δηλαδή των Μαρξ- Ένγκελς, και όχι των διαφόρων επιγόνων τους. Έχοντας ξεκαθαρίσει αυτό, μπορούμε να περιδιαβούμε το «σώμα» του βιβλίου.

Στο 3ο κεφάλαιο, «Η φιλοσοφία του ανθρώπου και ο αλλοτριωμένος άνθρωπος», ο συγγραφέας πραγματεύεται, μεταξύ άλλων πολύ σημαντικών ζητημάτων, όπως είναι η αλλοτρίωση-αποξένωση του ανθρώπου, τη φύση του ανθρώπου, την οποία αναγνωρίζει ως διαρκώς μεταβαλλόμενη. Γράφει χαρακτηριστικά: «Μια αιώνια αλήθεια για την ανθρώπινη φύση θα μπορούσε να είναι ότι η ανθρώπινη φύση αλλάζει αδιάκοπα»… «Αλλάζοντας όμως η φύση του ανθρώπου, αλλάζουν και οι αντιλήψεις μας για τη φύση του ανθρώπου» (σελ. 169). Λίγο πιο κάτω συμπληρώνει: «Αλλάζοντας οι φυσικές και οι οικονομικές συνθήκες ζωής των ανθρώπων, αλλάζουν και οι βιολογικές και οι κοινωνικές ανάγκες του ανθρώπου». Αναδεικνύει έτσι τον κυρίαρχο ρόλο που παίζουν οι συνθήκες ζωής, οικονομικές πρώτα από όλα, για τη διαμόρφωση των αναγκών μας και της ίδιας της φύσης μας. Για τον Δ. Ντούσα «το ποια είναι η φύση του ανθρώπου αποκαλύπτεται μέσα στην κοινωνία, στη συγκεκριμένη κοινωνία, στην κάθε συγκεκριμένη κοινωνία» και όχι ιδεατά, «έξω από τον χώρο και χρόνο». Επομένως, «στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, στην ανάπτυξη του ανθρωπογενούς υλικού και κοινωνικού περιβάλλοντος αποκαλύπτονται οι δημιουργικές δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης, δυνατότητες που ήταν σε λανθάνουσα κατάσταση και που τώρα εκδηλώνονται στην πρακτική δράση και δημιουργία. Η ιστορία ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων είναι η ιστορία ανάπτυξης της ανθρώπινης φύσης, είναι η ιστορία της ανθρώπινης φύσης και των δυνατοτήτων της που έγιναν ικανότητες».

Στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο τώρα, το οποίο έχει τίτλο «Οι υποκειμενικοί παράγοντες της ιστορίας», ο Δ. Ντούσας ασχολείται, όπως και ο τίτλος δηλώνει, με τους παράγοντες εκείνους που δημιουργούν την ιστορία. Την ιστορία για εκείνον την δημιουργούν όλοι οι δρώντες, μέσα στην κοινωνία, άνθρωποι και κανένα υπερφυσικό, εξωιστορικό ον όπως ο θεός. Όλοι οι άνθρωποι, οι κοινωνικές τάξεις, οι λαοί και οι αντίστοιχες οργανώσεις τους (κόμματα, κυβερνήσεις, κράτη) είναι οι υποκειμενικοί παράγοντες της ιστορίας. 

Το ζήτημα της μετανάστευσης και της επιρροής της στην ιστορική εξέλιξη είναι ένα ζήτημα που έχει πραγματευτεί και στο παρελθόν ο Δ. Ντούσας, ωστόσο στο παρόν βιβλίο χρησιμοποιεί πηγές και κείμενα που μελετούν τη μετανάστευση από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων έως και τη σύγχρονη μετανάστευση (αναγκαστική τις περισσότερες φορές). Μέσα από αυτήν την ιστορική μελέτη αναδεικνύει τις νομοτέλειες που διέπουν τη μετανάστευση, σε αντίστιξη με τις ιδεαλιστικές απόψεις που ανάγουν το ζήτημα σε απλές υποκειμενικές αποφάσεις. Έτσι εξάγει, μάλιστα, ορισμένους πρωτότυπους και πρωτοδιατυπωμένους νόμους. Θα αναφέρω μόνο τον νόμο της εξαγωγής γηγενών εργατών, που σχετίζεται με την εκτόνωση ταξικών, πολιτικών, κοινωνικών πιέσεων, και όχι μόνο. Νομίζω πως οι εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών κάνουν το ζήτημα ιδιαίτερα επίκαιρο.

Στο 6ο κεφάλαιο, «Οι νομοτέλειες του ιστορικο-κοινωνικού γίγνεσθαι», ο συγγραφέας μελετά και αναλύει μια σειρά ιστορικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς νόμους, καθώς κατά την άποψή του αυτοί εκφράζουν τη «βαθύτερη ουσία των σχέσεων» και όχι μόνο είναι ανεξάρτητοι από τη θέληση και τη συνείδηση των ανθρώπων αλλά αντίθετα τις καθορίζουν. Στις 180 περίπου σελίδες αυτού του κεφαλαίου αναφέρεται τόσο σε νόμους που κυριαρχούν σε όλους τους οικονομικο-κοινωνικούς σχηματισμούς που γνώρισε η ανθρωπότητα όσο και σε νόμους που είχαν ισχύ σε μερικούς ή και μόνο σε έναν από αυτούς τους σχηματισμούς. Αναγκαστικά θα σταθώ μόνο σε έναν. Στον νόμο της αξίας, που κυριαρχεί επάνω στην εμπορευματική παραγωγή και ανταλλαγή. Εκκινώντας από τη μαρξιστική θέση ότι το μέτρο των αξιών των διαφόρων εμπορευμάτων είναι ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος για την παραγωγή τους, περιδιαβαίνει ολόκληρη την ανθρώπινη εμπορική ιστορία, από τότε δηλαδή που αναπτύχθηκε το εμπόριο μεταξύ των πρωτόγονων φυλών που ζούσαν σε κοινότητες έως το σύγχρονο, ανεπτυγμένο σε κολοσσιαίο βαθμό διεθνές εμπόριο. Σε αυτό το διάβα των χιλιετιών, ο Δ. Ντούσας αναλύει το πώς ο νόμος της αξίας επηρέαζε και επηρεάζει τις πράξεις και τις αποφάσεις των ανθρώπων και πώς συντέλεσε σε όλα τα μέχρι σήμερα γνωστά περάσματα της κοινωνίας από τον έναν τρόπο παραγωγής στον άλλο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ανάλυση του Δ. Ντούσα είναι ιδιαίτερα προωθημένη, καθώς οι περισσότεροι μελετητές εξειδικεύουν τις αναλύσεις τους επί του νόμου της αξίας μόνο στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Αλλά ο νόμος της αξίας επέδρασε σε όλες τις εποχές, και μάλιστα καταλυτικά, όπως στο πέρασμα από τον πρωτόγονο κοινοτικό τρόπο παραγωγής στον δουλοκτητικό, από τον φεουδαρχικό στον καπιταλιστικό και από εκεί στον σοσιαλιστικό. Μάλιστα, ο νόμος της αξίας είναι σε μεγάλο βαθμό υπαίτιος και για την κατάρρευση των ίδιων των σοσιαλιστικών χωρών. Ο Δ. Ντούσας μελετά και την τεράστια επιρροή του νόμου της αξίας στη διαμόρφωση του λεγόμενου πλασματικού κεφαλαίου που κυριαρχεί στην εποχή μας, καθώς επίσης και στο ξέσπασμα των κρίσεων. Με μια κρίση να είναι σύμφωνα με πολλούς οικονομολόγους προ των πυλών, φαντάζομαι πως το συγκεκριμένο κεφάλαιο κεντρίζει το ενδιαφέρον κάθε αναγνώστη.

Στο 7ο κεφάλαιο ο συγγραφέας μελετά τις κινητήριες δυνάμεις της ιστορίας. Σε αντίθεση με την κυρίαρχη ιδεολογία, η οποία αναδεικνύει ως τελικά κινητήρια αίτια τα άμεσα κίνητρα που εμφανίζονται στα μυαλά των ανθρώπων, ο Δ. Ντούσας, αναγνωρίζοντας ότι προτού ο άνθρωπος πραγματοποιήσει οποιαδήποτε θεωρητική σκέψη (φιλοσοφική, θρησκευτική, πολιτική) θα πρέπει να εξασφαλίσει τα προς το ζην, σημειώνει χαρακτηριστικά: «Κάθε φιλοσοφία της ιστορίας πρέπει να ξεκινάει από τις βιολογικές ανάγκες του ανθρώπου και την τροποποίησή τους στη διάρκεια της ιστορικής πορείας από τη δράση των ανθρώπων» (σελ. 562). Με βάση αυτήν την αρχή βλέπει ξανά και αναλύει το φαινόμενο των ατομικών θελήσεων και τις δυνάμεις που κρύβονται πίσω τους, που τις καθορίζουν. Με αναλυτική σκέψη φτάνει στις τελικά κινητήριες δυνάμεις που κινούν ολόκληρους λαούς και έθνη. Όπως ήδη αναφέραμε, ο συγγραφέας στηρίζεται στη σκέψη των Μαρξ-Ένγκελς, ωστόσο η πρωτοτυπία του στο συγκεκριμένο κεφάλαιο έγκειται στο γεγονός ότι συγκεντρώνει και παραθέτει τις απόψεις τους με κρυστάλλινη καθαρότητα, τεράστια ακρίβεια και γενικότερα με έναν τρόπο που δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα. Έτσι ο αναγνώστης θα συναντήσει ως κινητήριες δυνάμεις: α) την αντίφαση παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων, β) την πάλη των τάξεων, υψηλότερη μορφή της οποίας αποτελεί η ταξική επανάσταση, και γ) τις φυλετικές συγκρούσεις.

Με όλα τα παραπάνω συνδέεται αναπόφευκτα και η έννοια της βίας, γι’ αυτό και αποτελεί το αντικείμενο του αμέσως επόμενου, του 8ου κεφαλαίου. Σε αυτό αναλύεται διεξοδικά η έμφυλη, η διαφυλετική και φυσικά η ταξική βία. Η τελευταία μάλιστα εμφανίζεται με δύο τρόπους: ως βία των κυρίαρχων τάξεων απέναντι στις καταπιεζόμενες τάξεις και ως βία των ανερχόμενων-επαναστατικών τάξεων απέναντι στις πρώτες. Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο αναλύεται και το ιδιαίτερα επίκαιρο φαινόμενο του μιλιταρισμού. Η στρατιωτικοποίηση της οικονομίας, οι κούρσες εξοπλισμών, με τα πλέον σύγχρονα και τελειοποιημένα όπλα μαζικής καταστροφής, που σπέρνουν τον θάνατο σε κάθε γωνιά του πλανήτη, οι μόνιμοι επαγγελματίες του στρατού, αλλά και ο δανεισμός, το γονάτισμα των λαών και των κρατικών προϋπολογισμών για την εξυπηρέτηση όλων των παραπάνω είναι κάποιες από τις εκφάνσεις του μιλιταρισμού που εξετάζονται ενδελεχώς στο βιβλίο. Οι πόλεμοι, και επομένως η άμεσα συνδεδεμένη με αυτούς ανάπτυξη του μιλιταρισμού, δεν είναι απλώς ένα προϊόν πράξεων της βούλησης αλλά των αντίθετων, ανταγωνιστικών ταξικών και εθνικών συμφερόντων. Το πρωταρχικό στοιχείο είναι η οικονομική υπεροχή, όχι η βία αυτή καθαυτή (σελ. 636). Με βάση αυτήν την παραδοχή, δίνει και ο Δ. Ντούσας την απάντηση για το πώς μπορούν να σταματήσουν οι πόλεμοι και ο μιλιταρισμός. Δεν έχετε παρά να την ανακαλύψετε μέσα στο βιβλίο.

Το 10ο κεφάλαιο έχει τίτλο «Η αντικειμενική λογική της ιστορίας». Μεταξύ άλλων ο συγγραφέας εξετάζει την αναγκαιότητα –και όχι τυχαιότητα, όπως πολλοί νομίζουν– που κρύβεται πίσω από την εμφάνιση τόσο των μεγάλων προσωπικοτήτων σε κρίσιμες στιγμές της ιστορίας όσο και των πρωτοπόρων ιδεών. Επίσης εξετάζει τη διαλεκτική σχέση τυχαίου και αναγκαίου, καθώς και τις προοπτικές αυτής της σχέσης. Εντούτοις, θα σταθώ περισσότερο στο ζήτημα που βρίσκεται εγγύτερα στον τίτλο του κεφαλαίου. Στο ζήτημα της «λογικής της ιστορίας». Ποια είναι η λογική της ιστορίας και σε τι συνίσταται; Ο συγγραφέας γράφει επάνω σε αυτό: «Αυτό που τώρα θα διερευνήσουμε είναι αν η πραγματική ιστορία διέπεται ή κυριαρχείται από κάποια λογική, από κάποιους λογικούς αντικειμενικούς νόμους. Αν η πραγματική ιστορία διέπεται ή κυβερνιέται από τέτοιους λογικούς νόμους, τότε αυτοί οι νόμοι είναι πριν από όλα αντικειμενικοί λογικοί νόμοι, νόμοι που υπάρχουν ανεξάρτητα από το ανθρώπινο λογικό»... «Αν δηλαδή η πραγματική ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας διέπεται ή πειθαρχεί σε αντικειμενικούς διαλεκτικούς νόμους, τότε η αντικειμενική λογική της ιστορίας είναι η διαλεκτική λογική, δηλαδή η κίνηση της κοινωνίας γίνεται με βάση τους διαλεκτικούς νόμους». Λίγο παρακάτω συνεχίζει: «Αν η αντικειμενική ιστορική πραγματικότητα κυβερνιέται και από άλλους γενικούς, μερικούς ή ειδικούς οικονομικούς και κοινωνικούς νόμους, θα πρέπει να εξετάσουμε αν οι νόμοι αυτοί είναι λογικοί νόμοι και τι είδους νόμοι είναι. Αν ο καθένας από αυτούς τους νόμους είναι λογικός νόμος, τότε θα πρέπει να δούμε ποιες πλευρές της οικονομικής και κοινωνικής ζωής κυβερνά». Είδαμε πριν ότι υπάρχουν πράγματι πολλαπλοί οικονομικοί και κοινωνικοί νόμοι που «επιβάλλονται στην κίνηση της ιστορίας» και οι οποίοι, για τον Δ. Ντούσα, «συγκροτούν τη λογική φυσική αναγκαιότητα, διαμορφώνουν τη λογική της κίνησης της ιστορίας» και αποτελούν το «εσωτερικό λογικό» της κοινωνικής εξέλιξης. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η λογική της ιστορίας είναι «η κοινή συνισταμένη των επιμέρους λογικών των διαφόρων νόμων που δρουν σε μια κοινωνία». Η λογική της ιστορίας, λοιπόν, «είναι ο μεγάλος ιστορικός-λογικός νόμος της κίνησης της κοινωνίας». Η ιστορία δεν είναι άλογη, αλλά πέρα για πέρα λογική και μάλιστα μέσα από τους νόμους της, που διαμορφώνουν τη λογική της, χαράζει και τα πλαίσια εντός των οποίων οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να κινηθούν και να δράσουν, με τρόπο που θυμίζει την κοίτη των ποταμών εντός της οποίας τα νερά κινούνται.

Δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ και στο εξαιρετικά ενδιαφέρον παράρτημα με το οποίο κλείνει ο συγγραφέας το βιβλίο του και το οποίο τιτλοφορείται «Κριτικός έλεγχος σε φιλοσοφίες της ιστορίας». Σε έκταση περίπου 120 σελίδων, ο Δ. Ντούσας ασκεί μαρξιστική κριτική σε τέσσερις φιλοσόφους της ιστορίας. Σε δύο Έλληνες και δύο Σοβιετικούς. Πρόκειται για τους Φίοντορ Κωνσταντίνοφ, Κορνήλιο Καστοριάδη, Βίκτωρα Βαζιούλιν και την καθηγήτρια φιλοσοφίας του Ε.Κ.Π.Α. Βάσω Κιντή. Επέλεξα να σταθώ στον Κορνήλιο Καστοριάδη, ο οποίος γεννήθηκε το 1922 στην Κωνσταντινούπολη, μεγάλωσε και σπούδασε νομικά και οικονομικά στην Αθήνα, ενώ μετά το 1945 και μέχρι τον θάνατό του το 1997 έζησε στη Γαλλία. Ο Δ. Ντούσας ασκεί κριτική στο διάσημο βιβλίο του Καστοριάδη «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας». Στο βιβλίο αυτό, σύμφωνα με τον Ντούσα, ο Καστοριάδης διαστρεβλώνει ή παρασιωπά τις θέσεις του Μαρξ και της υλιστικής φιλοσοφίας της ιστορίας που αυτός συνδιαμόρφωσε με τον Ένγκελς. Η κριτική του Δ. Ντούσα στον Καστοριάδη μπορεί να συνοψιστεί στα εξής:

1ον) Επί της ουσίας ο Καστοριάδης δεν ασκεί κριτική στον ίδιο τον Μαρξ αλλά στους επιγόνους του (Μάο, Τίτο, Κάστρο κ.λπ.) και στα σοσιαλιστικά κράτη της εποχής του. Ο Ντούσας γράφει χαρακτηριστικά: «Έτσι όμως οδηγείται σε μια ναζιστική αντίληψη περί συλλογικής ευθύνης – λες και ο Μαρξ φταίει για αυτά που έγιναν ή γράφτηκαν εκατό χρόνια μετά» (σελ. 843).

2ον) Παρουσιάζει τον Μαρξ να θεωρεί ως κινητήριες δυνάμεις μόνο τις παραγωγικές δυνάμεις και μάλιστα μονάχα την τεχνική, η οποία τεχνική μάλιστα έχει και αυτόνομη εξέλιξη. Έτσι ξεχνά ότι για τον Μαρξ είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι που φτιάχνουν την ιστορία τους, έστω και σε συνθήκες που δεν επέλεξαν οι ίδιοι. Ξεχνά ότι καμία αυτονομία δεν έχει η τεχνική, αφού είναι και αυτή δημιούργημα των ανθρώπων. Ο Μαρξ, σε αντίθεση με όσα τον κατηγορεί ο Καστοριάδης, έλεγε ότι: «Από όλα τα μέσα παραγωγής η μεγαλύτερη παραγωγική δύναμη είναι αυτή η ίδια η επαναστατική τάξη». Οι άνθρωποι είναι αυτοί που μεταβάλλουν τις παραγωγικές σχέσεις, αλλάζουν ολόκληρη την κοινωνία και δίνουν έτσι μια άνευ προηγουμένου ανάπτυξη στις παραγωγικές δυνάμεις, δηλαδή στα μέσα παραγωγής, στην εργατική δύναμη που κινεί αυτά τα μέσα, στην επιστημονική και κοινωνική γνώση, στη γλώσσα, τον πολιτισμό, ακόμα και στον ελεύθερο χρόνο.

3ον) Ο Καστοριάδης εξισώνει τον μαρξισμό με έναν οικονομικό ντετερμινισμό που μετατρέπει όλες τις κοινωνικές σχέσεις σε οικονομικές σχέσεις. Την καλύτερη απάντηση σε αυτή την κατηγορία την έχει δώσει ο Ένγκελς μέσω ενός γράμματος προς τον Γιόζεφ Μπλοχ. Εκεί ξεκαθαρίζει ότι: «Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ο καθοριστικός παράγοντας στην ιστορία είναι, σε τελευταία ανάλυση, η παραγωγή και η αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής. Ούτε ο Μαρξ ούτε εγώ βεβαιώσαμε ποτέ τίποτα παραπάνω». Και αμέσως μετά: «Αν, ύστερα, κάποιος βασανίζει αυτήν την πρόταση για να την κάνει να πει ότι ο οικονομικός παράγοντας είναι ο μόνος προσδιοριστικός, τη μεταβάλλει σε μια φράση κούφια, αφηρημένη, παράλογη». Είναι σαν να φωτογραφίζει τις κατηγορίες του Καστοριάδη 80 και βάλε χρόνια πριν προλάβει να τις γράψει.

4ον) Ο Καστοριάδης κατηγορεί τον Μαρξ για την υποτιθέμενη θεώρηση της φύσης του ανθρώπου ως αναλλοίωτης, ενώ εκείνος, όπως ήδη αναφέραμε, τη θεωρεί ως διαρκώς μεταβαλλόμενη.

Πέρα από αυτές αλλά και άλλες διαστρεβλώσεις, ο Δ. Ντούσας επισημαίνει και μια σειρά ανορθολογικές, ακόμα και ιδεαλιστικές θέσεις του Έλληνα φιλοσόφου, τις οποίες ελπίζω να ανακαλύψετε διαβάζοντας το βιβλίο, όπως και όλα όσα δεν ανέφερα και αποτελούν μεγάλο μέρος του βιβλίου.