ΕΝΘΕΤΟ Νο 148, από τη
Σοσιαλιστική Προοπτική Ιουλίου-Αυγούστου 2013
Σε μια εποχή που οι λαϊκές
εξεγέρσεις πυκνώνουν σε διάφορα σημεία του πλανήτη, που η λυσσασμένη επίθεση
των Ευρωπαίων καπιταλιστών στην πανευρωπαϊκή εργατική τάξη μας δημιουργεί το
έδαφος για εξεγέρσεις και στην ήπειρό μας, δεν υπάρχει τίποτα πιο επίκαιρο από
αυτό το εξαίσιο απόσπασμα από την «Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης» του Λέοντα
Τρότσκυ. Πραγματεύεται τη σχέση αυθόρμητου και συνειδητού σε μια επαναστατική
διαδικασία και τον κεφαλαιώδη ρόλο της ηγεσίας. Το να γνωρίζουμε με ποιες ιδέες
και μεθόδους η εργατική μας τάξη πέτυχε μεγάλες νίκες στην ιστορία της είναι
προϋπόθεση για να ξαναπετύχουμε τέτοιες.
Απόσπασμα από το Κεφάλαιο ΧΧ («Η
τέχνη της εξέγερσης»)
Οι άνθρωποι δεν κάνουν την επανάσταση καλόκαρδα, το ίδιο όπως και τον
πόλεμο. Η διαφορά βρίσκεται ωστόσο σε τούτο, ότι στον πόλεμο ο αποφασιστικός
ρόλος πέφτει στον καταναγκασμό· στην επανάσταση δεν υπάρχει καταναγκασμός,
εκτός από τον καταναγκασμό των περιστάσεων. Η επανάσταση παρουσιάζεται όταν δεν
απομένει άλλος δρόμος. Η εξέγερση, που υψώνεται πάνω από την επανάσταση σαν μια
βουνοκορφή στην «οροσειρά» των γεγονότων της, δεν μπορεί να προκληθεί
αυθαίρετα, το ίδιο όπως και η επανάσταση στο σύνολο της. Οι μάζες, επανειλημμένα,
επιτίθενται και υποχωρούν, πριν αποφασίσουν να κάνουν την τελευταία έφοδο.
Η συνωμοσία συνήθως αντιτίθεται στην εξέγερση, όπως η προμελετημένη επιχείρηση
μιας μειοψηφίας απέναντι στη στοιχειακή κίνηση της πλειοψηφίας. Και πραγματικά:
μια νικηφόρα εξέγερση, που δεν μπορεί να είναι παρά το έργο μιας τάξης
προορισμένης να τεθεί επικεφαλής του έθνους, από την ιστορική της σημασία κι
απ’ τις μεθόδους της ξεχωρίζει βαθιά από ένα πραξικόπημα συνωμοτών που ενεργούν
πίσω από τις πλάτες των μαζών.
Πραγματικά, σε κάθε ταξική κοινωνία υπάρχουν αρκετές αντιφάσεις για να
μπορεί κανείς να εξυφάνει, μέσα από τις ρωγμές της, μια συνωμοσία. Η ιστορική
πείρα αποδεικνύει, ωστόσο, πως χρειάζεται ακόμα η κοινωνία να είναι άρρωστη σε
κάποιο βαθμό –όπως στην Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Νότια Αμερική– για να
μπορεί η πολιτική των συνωμοτών να βρίσκει διαρκώς να τρέφεται. Στην καθαρή της
κατάσταση, η συνωμοσία, ακόμα και σε περίπτωση νίκης, το μόνο που μπορεί να δώσει
είναι η διαδοχή στην άσκηση της εξουσίας διαφόρων κλικών της ίδιας, κυρίαρχης
τάξης, ή, λιγότερο ακόμα, αντικαταστάσεις πολιτικών προσώπων. Η νίκη ενός
κοινωνικού συστήματος πάνω σ’ ένα άλλο δεν έχει γίνει στην ιστορία παρά μόνο με
μαζική εξέγερση. Ενώ οι περιοδικές συνωμοσίες είναι συχνότατα η έκφραση του
μαρασμού και της σήψης της κοινωνίας, η λαϊκή εξέγερση, αντίθετα, αναφαίνεται
συνήθως σαν αποτέλεσμα μιας προηγούμενης γοργής εξέλιξης, που σπάζει την παλιά
ισορροπία του έθνους. Οι χρόνιες «επαναστάσεις» στις νοτιοαμερικανικές
δημοκρατίες δεν έχουν τίποτα κοινό με τη διαρκή επανάσταση· απεναντίας, με
κάποιαν έννοια είναι το ολότελα αντίθετό της.
Αυτό που ειπώθηκε πιο πάνω δεν σημαίνει ωστόσο καθόλου ότι λαϊκή εξέγερση
και συνωμοσία αποκλείουν η μια την άλλη σ’ όλες τις περιπτώσεις. Ένα στοιχείο
συνωμοσίας, σ’ αυτό ή σε κείνο το μέτρο, περνάει σχεδόν πάντα στην εξέγερση.
Σταθμός ιστορικά προσδιορισμένος της επανάστασης, η εξέγερση των μαζών δεν
είναι ποτέ καθαρά στοιχειακή. Ακόμα κι όταν ξεσπάει απροσδόκητα για τους
περισσότερους συμμέτοχούς της, γονιμοποιείται από ιδέες στις οποίες οι
εξεγερμένοι βλέπουν μια διέξοδο από τα βάσανα της ζωής. Όμως η εξέγερση των
μαζών μπορεί να προβλεφτεί και να προετοιμαστεί. Μπορεί να οργανωθεί από τα
πριν. Σ’ αυτή την περίπτωση, η συνωμοσία είναι υποταγμένη στην εξέγερση, την
υπηρετεί, διευκολύνει την πορεία της, επιταχύνει τη νίκη της. Όσο υψηλότερο
είναι το πολιτικό επίπεδο ενός επαναστατικού κινήματος, όσο σοβαρότερη είναι η
διεύθυνσή του, τόσο μεγαλύτερη είναι η θέση που κρατάει η συνωμοσία στη λαϊκή
εξέγερση.
Είναι απαραίτητο να καταλάβουμε σωστά τη σχέση ανάμεσα στην εξέγερση
και τη συνωμοσία, τόσο σε ό,τι τις φέρνει σε αντίθεση όσο και σε ό,τι τις
συμπληρώνει αμοιβαία, κι αυτό τόσο πιο πολύ όσο η ίδια η χρήση της λέξης
«συνωμοσία» έχει στη μαρξιστική φιλολογία όψη αντιφατική – είτε πρόκειται για
ανεξάρτητη επιχείρηση μιας μειοψηφίας που παίρνει την πρωτοβουλία, είτε
πρόκειται για προπαρασκευή από τη μειοψηφία του ξεσηκωμού της πλειοψηφίας.
Η ιστορία δείχνει, είναι αλήθεια, πως μια λαϊκή εξέγερση μπορεί, κάτω
από ορισμένους όρους, να νικήσει ακόμα και χωρίς συνωμοσία. Ξεπηδώντας με μια
«στοιχειακή» ώθηση από μια γενική αγανάκτηση, από διάφορες διαμαρτυρίες,
διαδηλώσεις, απεργίες, οδομαχίες, η εξέγερση μπορεί να παρασύρει ένα μέρος του
στρατού, να παραλύσει τις δυνάμεις του εχθρού και ν’ ανατρέψει την παλιά
εξουσία. Έτσι έγινε ως έναν βαθμό το Φλεβάρη του 1917 στη Ρωσία. Είχαμε πάνω κάτω
τον ίδιο «πίνακα» στο ξετύλιγμα της γερμανικής και αυστροουγγρικής επανάστασης
το φθινόπωρο του 1918. Στο μέτρο που σ’ αυτές τις δυο περιπτώσεις δεν υπήρχε
επικεφαλής των εξεγερμένων κόμμα βαθιά διαποτισμένο από τα συμφέροντα και τους
σκοπούς της εξέγερσης, η νίκη της αναπόφευκτα θα μεταβίβαζε την εξουσία στα
χέρια εκείνων των κομμάτων που ως την τελευταία στιγμή είχαν εναντιωθεί στην
εξέγερση.
Να ανατρέψεις την παλιά εξουσία είναι ένα πράγμα. Να πάρεις την εξουσία
στα χέρια σου είναι ένα άλλο πράγμα. Η μπουρζουαζία σε μιαν επανάσταση μπορεί
να καταλάβει την εξουσία όχι γιατί είναι επαναστατική μα γιατί είναι η
μπουρζουαζία: έχει στα χέρια της την ιδιοκτησία, την παιδεία, τον Τύπο, ένα δίκτυο
από σημεία στήριξης, την ιεραρχία των θεσμών. Τα πράγματα είναι διαφορετικά με
το προλεταριάτο: στερημένο από τη φύση του από κάθε κοινωνικό προνόμιο, το
εξεγερμένο προλεταριάτο δεν μπορεί να υπολογίζει παρά μόνο στον αριθμό του, στη
συνοχή του, στα στελέχη του, στο επιτελείο του.
Όπως ο σιδεράς δεν μπορεί να πιάσει με γυμνό χέρι το πυρωμένο σίδερο,
έτσι και το προλεταριάτο δεν μπορεί με γυμνά τα χέρια να καταλάβει την εξουσία:
του χρειάζεται οργάνωση κατάλληλη γι’ αυτή τη δουλειά. Στο συνδυασμό της
μαζικής εξέγερσης με τη συνωμοσία, στην υποταγή της συνωμοσίας στην εξέγερση,
στην οργάνωση της εξέγερσης διαμέσου της συνωμοσίας, βρίσκεται ο περίπλοκος και
βαρύς σε ευθύνες τομέας της επαναστατικής πολιτικής που ο Μαρξ και ο Ένγκελς
αποκαλούσαν «τέχνη της εξέγερσης».
Αυτό προϋποθέτει σωστή γενική διεύθυνση των μαζών, ευλυγισία προσανατολισμού
απέναντι στις ευμετάβολες περιστάσεις, μελετημένο σχέδιο επίθεσης, σύνεση στην
τεχνική προετοιμασία και τόλμη στο χτύπημα.
Οι ιστορικοί και οι πολιτικοί άνδρες αποκαλούν συνήθως εξέγερση των «στοιχειακών»
δυνάμεων ένα κίνημα των μαζών που, έχοντας δεθεί στη βάση της εχθρότητάς του απέναντι
στο παλιό καθεστώς, δεν έχει καθαρές βλέψεις, ούτε επεξεργασμένες μεθόδους
πάλης, ούτε διεύθυνση που να οδηγεί συνειδητά στη νίκη. Η εξέγερση των
στοιχειακών δυνάμεων αναγνωρίζεται πρόθυμα από τους επίσημους ιστορικούς,
τουλάχιστον από τους δημοκράτες, σαν αναπόφευκτη θεομηνία που η ευθύνη της
πέφτει πάνω στο παλιό καθεστώς. Η αληθινή αιτία αυτής της επιείκειας είναι ότι
οι εξεγέρσεις των «στοιχειακών» δυνάμεων δεν μπορούν να βγουν από τα πλαίσια
του αστικού καθεστώτος.
Στον ίδιο δρόμο βαδίζει και η σοσιαλδημοκρατία: δεν αρνιέται την
επανάσταση γενικά, σαν κοινωνική καταστροφή, όπως δεν αρνιέται τους σεισμούς,
τις εκρήξεις των ηφαιστείων, τις εκλείψεις του ήλιου και τις επιδημίες της
πανούκλας. Κείνο που αρνιέται, σαν «μπλανκισμό» ή, ακόμα χειρότερα, «μπολσεβικισμό»,
είναι η συνειδητή προπαρασκευή της εξέγερσης, το σχέδιο, η συνωμοσία. Με άλλα
λόγια, η σοσιαλδημοκρατία είναι πρόθυμη να επικυρώσει, με καθυστέρηση είναι
αλήθεια, τα πραξικοπήματα που μεταβιβάζουν την εξουσία στα χέρια της
μπουρζουαζίας, καταδικάζοντας ταυτόχρονα με αδιαλλαξία εκείνες μόνο τις μεθόδους
που μπορούν να μεταβιβάσουν την εξουσία στο προλεταριάτο. Κάτω από μια ψεύτικη
αντικειμενικότητα, κρύβεται μια πολιτική υπεράσπισης της καπιταλιστικής
κοινωνίας.
Από τις παρατηρήσεις του και τους διαλογισμούς του γύρω από τις
αποτυχίες πολλών εξεγέρσεων στις οποίες πήρε μέρος ή στάθηκε μάρτυράς τους, ο
Αύγουστος Μπλανκί(1) βγάζει ορισμένους κανόνες τακτικής που χωρίς
αυτούς η νίκη της εξέγερσης γίνεται εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Ο Μπλανκί
απαιτούσε την έγκαιρη δημιουργία τακτικών επαναστατικών αποσπασμάτων, τη
συγκεντρωτική τους διεύθυνση, τον καλό τους ανεφοδιασμό, καλοϋπολογισμένη
κατανομή των οδοφραγμάτων, που η κατασκευή τους να έχει προβλεφτεί, συστηματική
–και όχι επεισοδιακή– υπεράσπισή τους. Όλοι αυτοί οι κανόνες, που εκπορεύονται
από τα στρατιωτικά προβλήματα της εξέγερσης, πρέπει, εννοείται, να
μεταβάλλονται άφευκτα μαζί με τους κοινωνικούς όρους και τη στρατιωτική
τεχνική· όμως αυτοί καθαυτοί δεν είναι καθόλου «μπλανκισμός», με την έννοια που
δίνουν πάνω κάτω οι Γερμανοί στον «πραξικοπηματισμό» ή τον «επαναστατικό
τυχοδιωκτισμό».
Η εξέγερση είναι τέχνη και όπως κάθε τέχνη έχει τους νόμους της. Οι
κανόνες του Μπλανκί ήταν απαιτήσεις του επαναστατικοπολεμικού ρεαλισμού. Το λάθος
του Μπλανκί δεν βρισκότανε στο άμεσο θεώρημα του, μα στην αντιστροφή του. Από
το γεγονός ότι η τακτική αδεξιότητα καταδίκαζε την εξέγερση στην αποτυχία, ο
Μπλανκί έβγαζε το συμπέρασμα ότι η τήρηση των κανόνων της εξεγερσιακής τακτικής
ήταν ικανή από μόνη της να εξασφαλίσει τη νίκη. Μόνο από αυτό το σημείο και
πέρα είναι θεμιτό ν’ αντιπαραθέτουμε τον μπλανκισμό στον μαρξισμό. Η συνωμοσία
δεν υποκαθιστά την εξέγερση. Η δραστήρια μειοψηφία του προλεταριάτου, όσο καλά
οργανωμένη κι αν είναι, δεν μπορεί να καταλάβει την εξουσία ανεξάρτητα από τη
γενική κατάσταση της χώρας: σ’ αυτό ο μπλανκισμός είναι καταδικασμένος από την
ιστορία. Μα μόνο σ’ αυτό. Το άμεσο θεώρημα διατηρεί όλη του τη δύναμη. Για την
κατάκτηση της εξουσίας δεν αρκεί στο προλεταριάτο μια εξέγερση των στοιχειακών
δυνάμεων. Του χρειάζεται αντίστοιχη οργάνωση, του χρειάζεται σχέδιο, του
χρειάζεται η συνωμοσία. Έτσι θέτει το ζήτημα ο Λένιν.
Η κριτική του Ένγκελς, που στρεφόταν ενάντια στον «φετιχισμό του
οδοφράγματος», στηριζόταν πάνω στην εξέλιξη της γενικής τεχνικής και της
στρατιωτικής τεχνικής. Η εξεγερσιακή τακτική του μπλανκισμού ανταποκρινόταν στον
χαρακτήρα του παλιού Παρισιού, με το μισοσυντεχνιακό προλεταριάτο, τους στενούς
δρόμους και το στρατιωτικό σύστημα του Λουδοβίκου Φιλίππου. Το λάθος αρχής του
μπλανκισμού βρίσκεται στη συνταύτιση επανάστασης και εξέγερσης. Το τεχνικό
λάθος του μπλανκισμού συνίσταται στη συνταύτιση της εξέγερσης με το οδόφραγμα.
Η μαρξιστική κριτική είχε στραφεί ενάντια και στα δύο λάθη. Πιστεύοντας, μαζί
με τον μπλανκισμό, ότι η εξέγερση είναι τέχνη, ο Ένγκελς αποκάλυπτε όχι μόνο τη
δευτερότερη θέση της εξέγερσης μέσα στην επανάσταση, μα και τον παρακμάζοντα
ρόλο του οδοφράγματος στην εξέγερση. Η κριτική του Ένγκελς δεν είχε τίποτα το
κοινό με την απάρνηση των επαναστατικών μεθόδων προς όφελος του καθαρού
κοινοβουλευτισμού, όπως δοκίμασαν να το αποδείξουν στον καιρό τους οι
φιλισταίοι της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, με τη συνδρομή της λογοκρισίας του
Χοεντσόλερν(2). Για τον Ένγκελς το ζήτημα των οδοφραγμάτων παράμενε
πρόβλημα ενός τεχνικού στοιχείου της εξέγερσης. Ωστόσο, οι ρεφορμιστές, από την
άρνηση της αποφασιστικής αξίας του οδοφράγματος, επιχειρούσαν να καταλήξουν
στην άρνηση της επαναστατικής βίας γενικά. Είναι πάνω κάτω το ίδιο σαν να
βγάζεις το συμπέρασμα για την κατάρρευση του μιλιταρισμού από την ενδεχόμενη
μείωση της σημασίας του χαρακώματος στον μελλοντικό πόλεμο.
Η οργάνωση που με τη βοήθειά της το προλεταριάτο όχι μόνο μπορεί ν’
ανατρέψει το παλιό καθεστώς μα και να το αντικαταστήσει με το δικό του, είναι
τα σοβιέτ. Κείνο που έγινε αργότερα αντικείμενο ιστορικού πειράματος ήταν ως
την εξέγερση του Οκτώβρη μόνο θεωρητική πρόγνωση, που στηριζόταν, είναι
αλήθεια, πάνω στο προκαταρκτικό πείραμα του 1905. Τα σοβιέτ είναι όργανα
προετοιμασίας των μαζών για την εξέγερση, τα όργανα της εξέγερσης και, υστέρα
απ’ τη νίκη, τα όργανα της εξουσίας.
Ωστόσο, τα σοβιέτ από μόνα τους δεν λύνουν το πρόβλημα. Ανάλογα με το
πρόγραμμα και τη διεύθυνσή τους μπορούν να χρησιμεύσουν για διάφορους σκοπούς.
Το πρόγραμμα το δίνει στα σοβιέτ το κόμμα. Αν τα σοβιέτ, στις περιστάσεις μιας
επανάστασης –κι έξω από την επανάσταση είναι γενικά ανέφικτα–, αγκαλιάζουν
ολόκληρη την τάξη, εκτός από τα ολότελα καθυστερημένα, παθητικά και διεφθαρμένα
στρώματα, το επαναστατικό κόμμα είναι αυτό που τίθεται επικεφαλής της τάξης. Το
πρόβλημα της κατάκτησης της εξουσίας μπορεί να λυθεί μόνο από το συνδυασμό του
κόμματος με τα σοβιέτ, ή με άλλες μαζικές οργανώσεις ισοδύναμες λίγο πολύ με τα
σοβιέτ.
Το σοβιέτ, έχοντας επικεφαλής του ένα επαναστατικό κόμμα, τείνει
συνειδητά και έγκαιρα στην κατάληψη της εξουσίας. Ξεκινώντας από τις μεταστροφές
της πολιτικής κατάστασης και τις διαθέσεις των μαζών, προετοιμάζει τα σημεία
στήριξης της εξέγερσης, δένει τα αποσπάσματα κρούσης με την ενότητα του σκοπού,
επεξεργάζεται από τα πριν το σχέδιο της επίθεσης και της τελευταίας εξόρμησης:
αυτό σημαίνει ίσα ίσα ότι εισάγει την οργανωμένη συνωμοσία στη μαζική εξέγερση.
Οι μπολσεβίκοι, χρειάστηκε πάνω από μια φορά, καιρό ακόμα πριν από την
εξέγερση του Οκτώβρη, να ανασκευάσουν τις κατηγορίες για συνωμοτικές
μηχανορραφίες και μπλανκισμό που απευθύνονταν εναντίον τους από τους εχθρούς
τους. Κι όμως, κανένας δεν έκανε πάλη τόσο αδιάλλακτη εναντίον του συστήματος
της καθαρής συνωμοσίας όσο ο Λένιν. Οι οπορτουνιστές της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας
πήραν πάνω από μια φορά υπό την προστασία τους την παλιά σοσιαλεπαναστατική
τακτική της ατομικής τρομοκρατίας ενάντια στους πράκτορες του τσαρισμού,
απαντώντας στην αδυσώπητη κριτική των μπολσεβίκων, που αντέτασσαν στον
τυχοδιωκτικό ατομικισμό της διανόησης τη μαζική εξέγερση. Όμως, αποκρούοντας
όλες τις παραλλαγές του μπλανκισμού και της αναρχίας, ο Λένιν δεν υποκλινόταν
ούτε για μια στιγμή μπροστά στην «ιερή» στοιχειακή δύναμη των μαζών. Νωρίτερα
και πιο βαθιά από άλλους, είχε μελετήσει τη σχέση ανάμεσα στους αντικειμενικούς
και υποκειμενικούς παράγοντες, ανάμεσα στο κίνημα των στοιχειακών δυνάμεων και
την πολιτική του κόμματος, ανάμεσα στις λαϊκές μάζες και την προχωρημένη τάξη,
ανάμεσα στο προλεταριάτο και την πρωτοπορία του, ανάμεσα στα σοβιέτ και το
κόμμα, ανάμεσα στην εξέγερση και τη συνωμοσία.
Αν είναι όμως αλήθεια πως δεν μπορείς να προκαλέσεις έναν ξεσηκωμό
όποτε θέλεις και πως για τη νίκη χρειάζεται συνάμα να οργανώσεις έγκαιρα την
εξέγερση, απ’ αυτό το ίδιο μπαίνει μπροστά στην επαναστατική διεύθυνση το
πρόβλημα μιας σωστής διάγνωσης: πρέπει έγκαιρα ν’ αντιληφθούμε την εξέγερση που
φουντώνει, για να την ολοκληρώσουμε με τη συνωμοσία. Η μαιευτική επέμβαση στον
τοκετό, αν και γίνεται κατάχρηση αυτής της εικόνας, μένει πάντα η πιο ζωντανή
απεικόνιση της συνειδητής ανάμειξης σε μια στοιχειακή διαδικασία. Ο Χέρτσεν
κατηγορούσε άλλοτε τον φίλο του τον Μπακούνιν ότι έπαιρνε απαράλλαχτα, σ’ όλες
τις επαναστατικές του πρωτοβουλίες, το δεύτερο μήνα της εγκυμοσύνης για τον
ένατο. Όσο για το Χέρτσεν, ήταν μάλλον διατεθειμένος ν’ αρνηθεί την εγκυμοσύνη
ακόμα και στον ένατο μήνα. Τον Φλεβάρη [σ.σ. του 1917] το ζήτημα της
ημερομηνίας του τοκετού δεν έμπαινε σχεδόν καθόλου, στο μέτρο που η εξέγερση
είχε ξεσπάσει «με τρόπο απροσδόκητο»,
δίχως συγκεντρωτική διεύθυνση. Μα ίσα ίσα γι’ αυτό η εξουσία πέρασε όχι σε
κείνους που είχαν κάνει την εξέγερση μα σε κείνους που την είχαν φρενάρει. Ήταν
ολότελα διαφορετικά με την καινούργια εξέγερση [σ.σ. του Οκτώβρη του ’17]: αυτή
την είχε συνειδητά προετοιμάσει το μπολσεβίκικο κόμμα. Έτσι, το καθήκον του να
πιάσεις την καλή στιγμή για να δώσεις το σύνθημα της επίθεσης, έπεφτε στο
μπολσεβίκικο επιτελείο.
Τη λέξη «στιγμή» δεν πρέπει να την παίρνουμε πάρα πολύ κατά γράμμα, σαν
μια καθορισμένη μέρα και ώρα: ακόμα και για τη γέννα η φύση έχει αφήσει
σημαντικές χρονικές διαφορές, που τα όριά τους δεν ενδιαφέρουν μόνο τη
μαιευτική τέχνη, μα και την περιπτωσιολογία του κληρονομικού δικαίου. Ανάμεσα
στη στιγμή όπου η απόπειρα να προκαλέσεις έναν ξεσηκωμό θα αποδεικνυόταν αναπόφευκτα
πρόωρη και θα οδηγούσε σε επαναστατική άμβλωση, και τη στιγμή όπου η ευνοϊκή
κατάσταση θα θεωρούνταν κιόλας ανεπίστρεπτα χαμένη, μεσολαβεί κάποια φάση της
επανάστασης –μπορεί να υπολογιστεί σε μερικές εβδομάδες, καμιά φορά σε μερικούς
μήνες– που στη διάρκειά της η εξέγερση μπορεί να συντελεστεί, με μεγαλύτερες ή
μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας. Να διακρίνεις αυτή τη σχετικά σύντομη περίοδο
και να διαλέξεις έπειτα μιαν ορισμένη στιγμή, με την ακριβή έννοια της μέρας
και της ώρας, για να καταφέρεις το τελευταίο χτύπημα, αυτό είναι για την
επαναστατική διεύθυνση το πιο υπεύθυνο καθήκον. Μπορεί κανείς πολύ σωστά να το
αποκαλέσει κομβικό σημείο του προβλήματος, γιατί συνδέει την επαναστατική
πολιτική με την τεχνική της εξέγερσης. Πρέπει μήπως να θυμίσουμε ότι η
εξέγερση, το ίδιο όπως και ο πόλεμος, είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα
μέσα;
Η διαίσθηση και η πείρα είναι αναγκαίες για την επαναστατική διεύθυνση,
όπως και για όλους τους άλλους τομείς της δημιουργικής τέχνης. Αυτό, όμως, δεν
φτάνει. Και η τέχνη του εμπειρικού γιατρού μπορεί, όχι δίχως επιτυχία, να
στηριχτεί στη διαίσθηση και την πείρα. Η τέχνη του πολιτικού θεραπευτή δεν αρκεί,
ωστόσο, παρά για εποχές και περιόδους όπου κυριαρχεί η ρουτίνα. Μια εποχή
μεγάλων ιστορικών καμπών δεν ανέχεται τα έργα των εμπειρικών. Η πείρα, ακόμα
και εμπνευσμένη από τη διαίσθηση, δεν φτάνει. Χρειάζεται μια υλιστική μέθοδος
που να σου επιτρέπει να ανακαλύψεις πίσω από τις σκιές των προγραμμάτων και των
συνθημάτων την πραγματική κίνηση των κοινωνικών σωμάτων.
Οι βασικοί όροι της επανάστασης συνίστανται σε τούτο, ότι το υπάρχον
κοινωνικό καθεστώς στέκεται ανίκανο να λύσει τα θεμελιακά προβλήματα της
ανάπτυξης του έθνους. Η επανάσταση γίνεται, ωστόσο, δυνατή μόνο στην περίπτωση
όπου στη σύνθεση της κοινωνίας υπάρχει μια καινούργια τάξη ικανή να μπει
επικεφαλής του έθνους για να λύσει τα προβλήματα που βάζει η ιστορία. Η
προπαρασκευαστική διαδικασία της επανάστασης συνίσταται στο ότι τα
αντικειμενικά καθήκοντα, τα συνυφασμένα με τις αντιφάσεις της οικονομίας και
των τάξεων, ανοίγουν δρόμο μέσα στη συνείδηση των ζωντανών ανθρώπινων μαζών,
μεταβάλλουν τις εκδηλώσεις τους και δημιουργούν καινούργιες σχέσεις πολιτικών
δυνάμεων.
Οι ιθύνουσες τάξεις, σαν αποτέλεσμα της ολοφάνερης ανικανότητας τους να
βγάλουν τη χώρα από το αδιέξοδο, χάνουν την αυτοπεποίθησή τους, τα παλιά
κόμματα αποσυντίθενται, λυσσασμένη πάλη ξεσπάει ανάμεσα στις ομάδες και τις
κλίκες, οι ελπίδες μεταφέρονται στο θαύμα, ή στον θαυματουργό. Όλα αυτά αποτελούν
έναν από τους πολιτικούς όρους της εξέγερσης, εξαιρετικά σημαντικό, αν και
παθητικό.
Μια μανιασμένη εχθρότητα απέναντι στην καθιερωμένη κοινωνική τάξη και η
πρόθεση ν’ αποτολμήσουν τις πιο ηρωικές προσπάθειες, να δώσουν θύματα για να
τραβήξουν τη χώρα στο δρόμο της ανόρθωσης – τέτοια είναι η καινούργια πολιτική
συνείδηση της επαναστατικής τάξης, που αποτελεί τον κύριο ενεργητικό όρο της
εξέγερσης.
Τα δύο κύρια στρατόπεδα –οι μεγαλοϊδιοκτήτες και το προλεταριάτο– δεν
αντιπροσωπεύουν, ωστόσο, το σύνολο του έθνους. Ανάμεσά τους παρεμβάλλονται
πλατιά στρώματα της μικρομπουρζουαζίας, που παίρνουν όλα τα χρώματα του
οικονομικοπολιτικού φάσματος. Η δυσαρέσκεια των ενδιάμεσων στρωμάτων, η
απογοήτευσή τους από την πολιτική της ιθύνουσας τάξης, η ανυπομονησία τους και ο
ξεσηκωμός τους, η διάθεσή τους να υποστηρίξουν την τολμηρά επαναστατική
πρωτοβουλία του προλεταριάτου, αποτελούν τον τρίτο πολιτικό όρο της εξέγερσης· εν
μέρει παθητικό, στο μέτρο που εξουδετερώνει τις κορυφές της μικρομπουρζουαζίας,
εν μέρει ενεργητικό, στο μέτρο που σπρώχνει τη βάση της να παλέψει άμεσα πλάι πλάι
με τους εργάτες.
Η καθοριστική αμοιβαιότητα αυτών των όρων είναι φανερή: όσο πιο
αποφασιστικά και με σιγουριά δρα το προλεταριάτο τόσο πιο πολύ έχει τη
δυνατότητα να παρασύρει τα ενδιάμεσα στρώματα, τόσο πιο πολύ απομονώνεται η
κυρίαρχη τάξη και τόσο πιο πολύ εντείνεται η αποθάρρυνση στους κόλπους της. Κι
αντίστροφα, το ξεχαρβάλωμα των ιθυνόντων ρίχνει νερό στο μύλο της επαναστατικής
τάξης.
Το προλεταριάτο δεν μπορεί, όσον αφορά την εξέγερση, να διαποτιστεί από
την απαραίτητη σιγουριά στις ίδιες του τις δυνάμεις παρά μόνο στην περίπτωση
που απλώνεται μπροστά του μια ξάστερη προοπτική, αν έχει τη δυνατότητα να
επαληθεύσει ενεργητικά το συσχετισμό των δυνάμεων που αλλάζει προς όφελός του,
αν νιώθει από πάνω του μια διεύθυνση διορατική, σταθερή και τολμηρή. Αυτό μας
οδηγεί στον, τελευταίο στην απαρίθμηση μα όχι και στη σπουδαιότητα, όρο της
κατάκτησης της εξουσίας: στο επαναστατικό κόμμα σαν πρωτοπορία της τάξης,
σφιχτοδεμένη και ατσαλωμένη.
Χάρη σ’ έναν ευνοϊκό συνδυασμό των ιστορικών συνθηκών, τόσο εσωτερικών
όσο και διεθνών, το ρωσικό προλεταριάτο βρέθηκε να έχει επικεφαλής του ένα
κόμμα εξαιρετικά προικισμένο με πολιτική καθαρότητα και επαναστατικό ατσάλωμα
δίχως προηγούμενο: είναι αυτό μόνο που επέτρεψε σε μια νεαρή και ολιγάριθμη
τάξη να επιτελέσει ιστορικό έργο ανήκουστης έκτασης. Γενικά, όπως το μαρτυράει
η ιστορία –της Κομμούνας του Παρισιού, της γερμανικής και αυστριακής
επανάστασης του 1918, των σοβιέτ της Ουγγαρίας και της Βαυαρίας, της ιταλικής
επανάστασης του 1919, της γερμανικής κρίσης του 1923, της κινέζικης επανάστασης
του 1925-1927, της ισπανικής επανάστασης του 1931–, ο πιο αδύνατος κρίκος στην
αλυσίδα των αναγκαίων όρων στάθηκε ως τώρα ο κρίκος του κόμματος: το πιο
δύσκολο πράγμα για την εργατική τάξη είναι να δημιουργήσει μιαν επαναστατική
οργάνωση που να στέκεται στο ύψος των ιστορικών καθηκόντων της. Στις πιο παλιές
και πιο πολιτισμένες χώρες, τεράστιες δυνάμεις δουλεύουν για να εξασθενήσουν
και ν’ αποσυνθέσουν την επαναστατική πρωτοπορία. Σημαντικό μέρος αυτής της
εργασίας το βλέπουμε στην πάλη της σοσιαλδημοκρατίας εναντίον του
«μπλανκισμού», ονομασία κάτω από την οποία φιγουράρει η επαναστατική ουσία του
μαρξισμού.
Όσο πολυάριθμες κι αν υπήρξαν οι μεγάλες κοινωνικοπολιτικές κρίσεις, τη
σύμπτωση όλων των απαραίτητων όρων για μια προλεταριακή εξέγερση νικηφόρα και
σταθερή δεν την απαντήσαμε ίσαμε τώρα στην ιστορία παρά μόνο μια φορά: τον
Οκτώβρη του 1917 στη Ρωσία. Η επαναστατική κατάσταση δεν είναι αιώνια. Απ’
όλους τους βασικούς όρους της εξέγερσης, ο λιγότερο σταθερός είναι η ψυχική
κατάσταση της μικρομπουρζουαζίας. Σε περίοδο εθνικών κρίσεων, αυτή βαδίζει πίσω
από την τάξη που όχι μόνο με τον λόγο μα και με την πράξη τής εμπνέει
εμπιστοσύνη. Ικανή για παρορμητικά τινάγματα, ακόμα και για επαναστατική μανία,
η μικρομπουρζουαζία δεν έχει αντίσταση, χάνει εύκολα το θάρρος της σε περίπτωση
αποτυχίας, κι από τις φλογερές ελπίδες της πέφτει στην απογοήτευση. Είναι αυτές
ίσα ίσα οι βίαιες και γοργές μεταλλαγές στην ψυχική της κατάσταση που δίνουν
τόση αστάθεια σε κάθε επαναστατική κατάσταση. Αν το επαναστατικό κόμμα δεν
είναι αρκετά αποφασιστικό για να μεταβάλει έγκαιρα την προσδοκία και τις
ελπίδες των λαϊκών μαζών σε επαναστατική δράση, τη θέση της πλημμυρίδας την
παίρνει σε λίγο η άμπωτις: τα ενδιάμεσα στρώματα αποστρέφουν το βλέμμα τους από
την επανάσταση και ζητάνε το σωτήρα τους στο αντίθετο στρατόπεδο. Όπως στη
φουσκονεριά το προλεταριάτο παρασέρνει πίσω του τη μικρομπουρζουαζία, έτσι στη
φυρονεριά η μικρομπουρζουαζία παρασέρνει πίσω της σημαντικά στρώματα του
προλεταριάτου. Τέτοια είναι η διαλεκτική των κομμουνιστικών και φασιστικών
κυμάτων στην πολιτική εξέλιξη της μεταπολεμικής Ευρώπης.
Δοκιμάζοντας να στηριχτούν στον αφορισμό του Μαρξ, ότι κανένα καθεστώς
δεν εξαφανίζεται από τη σκηνή προτού εξαντλήσει όλες τις δυνατότητές του, οι
μενσεβίκοι θεωρούσαν απαράδεκτη την πάλη για τη δικτατορία του προλεταριάτου
στην καθυστερημένη Ρωσία, όπου ο καπιταλισμός ήταν μακριά ακόμα από το να έχει εξαντληθεί
ολότελα. Σ’ αυτό το συλλογισμό υπήρχαν δυο λάθη, και τα δύο μοιραία. Ο
καπιταλισμός δεν είναι σύστημα εθνικό, είναι σύστημα παγκόσμιο. Ο
ιμπεριαλιστικός πόλεμος και τα επακόλουθά του έδειξαν ότι το καπιταλιστικό
καθεστώς έχει εξαντληθεί σε παγκόσμια κλίμακα. Η επανάσταση στη Ρωσία ήταν το
σπάσιμο του πιο αδύνατου κρίκου στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.
Μα η ψευτιά της μενσεβίκικης αντίληψης αποκαλύπτεται και από εθνική
άποψη. Αν σταθεί κανείς σε μιαν οικονομική αφαίρεση, μπορεί, ας το δεχτούμε, να
βεβαιώσει πως ο καπιταλισμός στη Ρωσία δεν είχε εξαντλήσει τις δυνατότητές του.
Όμως οι οικονομικές εξελίξεις δεν ξετυλίγονται στους αιθέρες, μα σε
συγκεκριμένο ιστορικό περιβάλλον. Ο καπιταλισμός δεν είναι αφαίρεση: είναι
ζωντανό σύστημα ταξικών σχέσεων, που έχει ανάγκη προπαντός από κρατική εξουσία.
Ότι η μοναρχία, που κάτω απ’ την προστασία της είχε διαμορφωθεί ο ρωσικός
καπιταλισμός, είχε εξαντλήσει τις δυνατότητές της, αυτό δεν το αρνιόνταν οι
μενσεβίκοι. Η Φεβρουαριανή Επανάσταση προσπάθησε να εγκαθιδρύσει ένα ενδιάμεσο
κρατικό σύστημα. Παρακολουθήσαμε βήμα βήμα την ιστορία της: μέσα σε κάπου οχτώ
μήνες, εκείνο το καθεστώς είχε ολότελα εξαντληθεί. Ποια κρατική εξουσία
μπορούσε, κάτω απ’ αυτούς τους όρους, να εξασφαλίσει την παραπέρα ανάπτυξη του
ρωσικού καπιταλισμού;
«Η αστική δημοκρατία, που την
υπεράσπισαν μόνο οι μετριοπαθείς σοσιαλιστές, οι οποίοι δεν έβρισκαν πια
στήριγμα στις μάζες,... δεν μπορούσε να διατηρηθεί. Όλη η ουσία μέσα της είχε
φαγωθεί, δεν έμενε παρά το τσόφλι». Αυτή η σωστή εκτίμηση ανήκει στον
Μιλιούκοφ. Η τύχη αυτού του εξατμισμένου συστήματος θα ήταν, κατά τη γνώμη του,
ίδια με την τύχη του τσαρισμού: «Και
το ένα και το άλλο είχαν προετοιμάσει το έδαφος για την επανάσταση· και το ένα
και το άλλο δεν είχαν βρει ούτε έναν υπερασπιστή τη μέρα της επανάστασης».
Από τον Ιούλιο-Αύγουστο, ο Μιλιούκοφ χαρακτήριζε την κατάσταση μ’ ένα
δίλημμα ανάμεσα σε δυο ονόματα: Κορνίλοφ ή Λένιν. Μα ο Κορνίλοφ είχε κάνει
κιόλας την πρώτη δοκιμή του, που είχε τελειώσει με αξιοθρήνητη αποτυχία. Για το
καθεστώς του Κερένσκι(3), όπως και να ’ναι, δεν έμενε πια χώρος. Όσο
ποικίλες κι αν ήταν οι ψυχικές διαθέσεις, μαρτυράει ο Σουχάνοφ, «δεν υπήρχε ενότητα παρά μόνο στο μίσος για
τον κερενσκισμό». Το ίδιο όπως η τσαρική μοναρχία είχε γίνει τελικά
αδύνατη για τις κορυφές των ευγενών κι ακόμα για τους μεγάλους δούκες, έτσι και
η κυβέρνηση του Κερένσκι κατάντησε μισητή ακόμα και για τους εμπνευστές του
καθεστώτος, τους «μεγάλους δούκες» των συμφιλιωτικών κορυφών. Σ’ αυτή τη γενική
δυσαρέσκεια, σ’ αυτή την έντονη πολιτική δυσφορία όλων των τάξεων, βρίσκεται
ένα από τα σπουδαιότερα συμπτώματα μιας επαναστατικής κατάστασης που έχει
φτάσει στην ωριμότητά της. Έτσι, κάθε μυώνας, κάθε νεύρο, κάθε ίνα του
οργανισμού είναι αφόρητα τεντωμένα την παραμονή του ανοίγματος ενός μεγάλου
αποστήματος.
Η απόφαση του μπολσεβίκικου συνεδρίου του Ιουλίου, που προφύλασσε τους
εργάτες από τις πρόωρες συγκρούσεις, υποδείκνυε ταυτόχρονα πως θα έπρεπε να
δεχτούν την πάλη «όταν η κρίση
ολόκληρου του έθνους και ο βαθύς ενθουσιασμός των μαζών θα δημιουργούσαν όρους
ευνοϊκούς για την προσχώρηση των φτωχών στοιχείων της πόλης και του κάμπου στην
υπόθεση των εργατών». Αυτή η στιγμή έφτασε τον Σεπτέμβρη-Οκτώβρη.
Η εξέγερση δικαιούνταν από κει και πέρα να υπολογίζει στην επιτυχία,
αφού μπορούσε να στηριχτεί πάνω σε ατόφια λαϊκή πλειοψηφία. Δεν πρέπει,
εννοείται, να το πάρουμε αυτό τυπικά. Αν στο ζήτημα της εξέγερσης είχε γίνει προηγουμένως
ένα δημοψήφισμα, αυτό θα έδινε αποτελέσματα εξαιρετικά αντιφατικά και αβέβαια.
Η εσώτερη διάθεση να υποστηρίξεις την εξέγερση δεν μπορεί καθόλου να ταυτιστεί
με την ικανότητα να αντιλαμβάνεσαι καθαρά από τα πριν την αναγκαιότητα της
εξέγερσης. Πέρα απ’ αυτό, οι απαντήσεις θα εξαρτιόνταν σε πολύ μεγάλο βαθμό από
τον ίδιο τον τρόπο που τίθεται το ζήτημα, από το όργανο που θα κατεύθυνε την
έρευνα ή, για να μιλήσουμε πιο απλά, από την τάξη που θα βρισκόταν στην
εξουσία.
Οι μέθοδοι της δημοκρατίας έχουν τα όριά τους. Μπορείς να ρωτήσεις
όλους τους επιβάτες ενός τρένου ποιος τύπος βαγονιού τους αρέσει καλύτερα, μα
δεν μπορείς να πας να τους ρωτήσεις όλους αν πρέπει να φρενάρεις ένα τρένο που
κινδυνεύει να εκτροχιαστεί. Κι όμως, αν η σωτήρια ενέργεια γίνει επιδέξια και
έγκαιρα, είσαι σίγουρος ότι έχεις την έγκριση των επιβατών.
Οι κοινοβουλευτικές γνωμοδοτήσεις του λαού γίνονται ταυτόχρονα. Ωστόσο,
τα διάφορα λαϊκά στρώματα σε καιρό επανάστασης φτάνουν σε ένα και το αυτό
συμπέρασμα με αναπόφευκτη καθυστέρηση, καμιά φορά πολύ μικρή, το ένα από το
άλλο. Ενώ η πρωτοπορία φλεγόταν από επαναστατική ανυπομονησία, τα καθυστερημένα
στρώματα μόλις άρχιζαν να σηκώνουν κεφάλι. Στην Πετρούπολη και τη Μόσχα όλες οι
μαζικές οργανώσεις ήταν κάτω από τη διεύθυνση των μπολσεβίκων· στο κυβερνείο
του Ταμπόφ, που είχε πάνω από τρία εκατομμύρια κατοίκους, δηλαδή πάνω κάτω
όσους και οι δύο πρωτεύουσες μαζί, μπολσεβίκικη φράξια εμφανίζεται στο Σοβιέτ
για πρώτη φορά λίγο μόνο πριν από την εξέγερση του Οκτώβρη.
Οι συλλογισμοί της αντικειμενικής εξέλιξης δεν συμπίπτουν καθόλου –μέρα
τη μέρα– με τους συλλογισμούς της σκέψης των μαζών. Κι όταν μια μεγάλη πρακτική
απόφαση, από την πορεία των πραγμάτων, γίνεται επείγουσα, αυτή επιτρέπει
λιγότερο από καθετί ένα δημοψήφισμα. Οι διαφορές επίπεδου και ψυχικής
κατάστασης στα διάφορα λαϊκά στρώματα περιορίζονται με τη δράση: τα
πρωτοποριακά στοιχεία τραβάνε τους διστακτικούς και απομονώνουν εκείνους που
αντιστέκονται. Η πλειοψηφία δεν μετριέται, κατακτιέται. Η εξέγερση φουντώνει
ίσα ίσα όταν η λύση των αντιφάσεων δεν φαίνεται πια παρά στο δρόμο της άμεσης
δράσης.
Ανίκανη να βγάλει η ίδια από τον πόλεμό της με τους ευγενείς τα
αναγκαία πολιτικά συμπεράσματα, η αγροτιά, από το ίδιο το γεγονός του ξεσηκωμού
της, έσμιγε ωστόσο προκαταβολικά με την εξέγερση στις πόλεις, την καλούσε και
τη ζητούσε. Εξέφραζε τη θέλησή της όχι με λευκό ψηφοδέλτιο, μα με τον «κόκκινο κόκορα»: ήταν αυτό ένα
δημοψήφισμα πιο σοβαρό. Στα όρια όπου η υποστήριξη της αγροτιάς ήταν απαραίτητη
για την εγκαθίδρυση της σοβιετικής δικτατορίας, ήταν εκεί. «Αυτή η δικτατορία», απαντούσε ο Λένιν στους
αναποφάσιστους, «θα έδινε τη γη στους χωρικούς και όλες τις εξουσίες στις
τοπικές αγροτικές επιτροπές. Πώς μπορεί κανείς, αν δεν έχει χάσει το μυαλό του,
να αμφιβάλει ότι οι χωρικοί θα υποστήριζαν αυτή τη δικτατορία;». Για να
μπορούν οι στρατιώτες, οι χωρικοί, οι καταπιεζόμενες εθνότητες, που παράδερναν
μέσα στη χιονοθύελλα των ψηφοφοριών, να γνωρίσουν τους μπολσεβίκους στο έργο,
χρειαζόταν οι μπολσεβίκοι να πάρουν την εξουσία.
Ποιος έπρεπε λοιπόν να είναι ο συσχετισμός των δυνάμεων που θα επέτρεπε
στο προλεταριάτο να καταλάβει την εξουσία; «Την αποφασιστική στιγμή, στο αποφασιστικό σημείο, πρέπει να έχεις
συντριπτική υπεροχή» έγραφε αργότερα ο Λένιν, σχολιάζοντας την εξέγερση
του Οκτώβρη. «Αυτός ο νόμος της
στρατιωτικής επιτυχίας είναι και νόμος της πολιτικής επιτυχίας, προπαντός σ’
αυτό τον μανιασμένο, τον κοχλάζοντα πόλεμο των τάξεων που ονομάζεται
επανάσταση. Οι πρωτεύουσες, και γενικά τα μεγάλα εμποροβιομηχανικά κέντρα,...
αποφασίζουν κατά μεγάλο μέρος για τα πολιτικά πεπρωμένα του λαού, εννοείται με
τον όρο ότι τα κέντρα υποστηρίζονται από αρκετές τοπικές αγροτικές δυνάμεις,
ακόμα κι αν η υποστήριξη δεν έρχεται αμέσως». Μ’ αυτή τη δυναμική έννοια
μιλούσε ο Λένιν για πλειοψηφία του λαού και ήταν η μόνη πραγματική έννοια της
ιδέας της πλειοψηφίας.
Οι δημοκρατικοί αντίπαλοι παρηγοριόνταν με τη σκέψη ότι ο λαός που
ακολουθούσε τους μπολσεβίκους δεν ήταν παρά η πρώτη ύλη, ο εύπλαστος άργιλος
της ιστορίας: τα χωματοκάλουπα δεν θα έπαυαν μ’ αυτό να είναι οι δημοκράτες, σε
συνεργασία με τους μορφωμένους αστούς. «Αυτοί
οι άνθρωποι δεν βλέπουν», ρωτούσε η εφημερίδα των μενσεβίκων, «ότι ποτέ το
προλεταριάτο και η φρουρά της Πετρούπολης δεν είχαν τόσο απομονωθεί απ’ όλα τ’
άλλα κοινωνικά στρώματα;». Η «δυστυχία» για το προλεταριάτο και τη
φρουρά βρισκόταν σε τούτο, ότι ήταν «απομονωμένοι» από τις τάξεις από τις
οποίες ετοιμάζονταν να αφαιρέσουν την εξουσία.
Μπορούσε κανείς, πραγματικά, να υπολογίζει σοβαρά στη συμπάθεια και την
υποστήριξη των απαίδευτων μαζών της επαρχίας και του μετώπου; «Ο μπολσεβικισμός
τους», έγραφε ο Σουχάνοφ με περιφρόνηση, «δεν ήταν άλλο από μίσος για τον συνασπισμό και βουλιμία για γη και για
ειρήνη». Σαν να μην έφταναν αυτά! Το μίσος για τον συνασπισμό σήμαινε
προσπάθεια να αφαιρέσουν την εξουσία από την μπουρζουαζία. Η βουλιμία για γη
και για ειρήνη ήταν ένα μεγαλειώδες πρόγραμμα, που οι χωρικοί και οι στρατιώτες
ετοιμάζονταν να πραγματοποιήσουν κάτω από τη διεύθυνση των εργατών. Η
μηδαμινότητα των δημοκρατών, ακόμα και κείνων που βρίσκονταν πιο αριστερά,
εκπορευόταν από την έλλειψη εμπιστοσύνης των «μορφωμένων» σκεπτικιστών απέναντι
στις άσημες μάζες, που παίρνουν τα φαινόμενα χοντρικά, χωρίς να μπουν στις
λεπτομέρειες και τις αποχρώσεις. Στάση διανοουμενίστικη, ψευτοαριστοκρατική,
περιφρονητική απέναντι στο λαό, ήταν ξένη στον μπολσεβικισμό, αντίθετη στην
ίδια του τη φύση. Οι μπολσεβίκοι δεν ήταν άνθρωποι με άσπρα χέρια, φίλοι του εργαζόμενου
λαού από το γραφείο τους, σχολαστικοί. Δεν φοβόνταν τα καθυστερημένα στρώματα
που για πρώτη φορά ανέβαιναν από τα τρίσβαθα της κοινωνίας. Οι μπολσεβίκοι έπαιρναν
τον λαό όπως τον είχε φτιάξει η ιστορία, όπως ήταν προορισμένος να κάνει την
επανάσταση. Οι μπολσεβίκοι θεωρούσαν αποστολή τους να τεθούν επικεφαλής του
λαού. Ενάντια στην εξέγερση τάσσονταν «όλοι», εκτός από τους μπολσεβίκους. Μα
οι μπολσεβίκοι ήταν ο λαός.
Σημειώσεις της σύνταξης
1. Αύγουστος Μπλανκί (1805-1881): Γάλλος επαναστάτης,
πήρε μέρος σε πολλές εξεγέρσεις και επαναστατικά κινήματα του 19ου αιώνα. Οι
ιδέες του επηρέασαν αποφασιστικά την Κομμούνα του Παρισιού (1871), στην οποία
όμως ο ίδιος πρακτικά δεν μπόρεσε να πάρει μέρος, καθώς ήταν φυλακισμένος από
την αντίδραση. Η πολιτική του σκέψη, γνωστή ως «μπλανκισμός», επικεντρωνόταν
στη δυνατότητα κατάληψης της εξουσίας για λογαριασμό της εργατικής τάξης από
έναν στενό κύκλο συνωμοτών επαναστατών, κατάλληλα προετοιμασμένων για αυτό το
σκοπό. Η αντίληψη αυτή απορρίφθηκε από τον επιστημονικό σοσιαλισμό των
Μαρξ-Ένγκελς. Καθώς, όμως, τα σοσιαλδημοκρατικά εργατικά κόμματα ενσωματώνονταν
σταδιακά στον αστικό κοινοβουλευτισμό, έφτασαν στο σημείο να απορρίπτουν
συνολικά σαν «μπλανκισμό» κάθε σκέψης βίαιης κατάληψης της εξουσίας, να απορρίπτουν
δηλαδή την ίδια την επανάσταση.
2. Χοεντσόλερν λεγόταν η δυναστεία στην οποία ανήκαν οι
βασιλείς της Πρωσίας και, στη συνέχεια, οι αυτοκράτορες της Γερμανίας, μέχρι
την κατάρρευση της αυτοκρατορίας στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου (1918).
Εδώ ο Τρότσκυ εννοεί (βλ. και προηγούμενη σημείωση) ότι οι ηγέτες της
σοσιαλδημοκρατίας που είχαν υποταχθεί στον αστικό κοινοβουλευτισμό, προκειμένου
να δικαιολογήσουν τη στάση τους, αλλοίωναν σημαντικά κείμενα του Ένγκελς (για
παράδειγμα την περίφημη εισαγωγή του στον «Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία» του Μαρξ)
ώστε να τον εμφανίσουν ως εχθρό των επαναστατικών μεθόδων. Για αυτή την αισχρή
πρακτική τους, επικαλούνταν κάποιες φορές τη λογοκρισία που ίσχυε στην
αυτοκρατορική Γερμανία. Μετά τη νίκη της Ρωσικής Επανάστασης (1917), ο
Μπολσεβίκος Ριαζάνοφ απέδειξε με κατηγορηματικό τρόπο τις πλαστογραφίες αυτές
και τις πολιτικές σκοπιμότητές τους.
3. Ο Πάβελ Μιλιούκοφ ήταν Ρώσος αστός πολιτικός, ιδρυτής
και ηγέτης του κόμματος των Συνταγματικών Δημοκρατών (Καντέ), το οποίο υποστήριζε
μια συνταγματική μοναρχία για τη Ρωσία. Την περίοδο ανάμεσα στον Φλεβάρη και
τον Οκτώβρη του ’17, χρημάτισε για λίγο υπουργός Εξωτερικών. Οι επαναστατικές
εξελίξεις ξεπέρασαν κι αυτόν και το αντιδραστικό κόμμα του.
Ο Λαβρέντι Κορνίλοφ ήταν τσαρικός αξιωματικός, που επιχείρησε να
ανατρέψει το καθεστώς που είχε εγκαθιδρύσει η Φεβρουαριανή Επανάσταση του 1917
και να ξαναφέρει τον τσάρο. Με την αποφασιστική συμβολή τους στην αντιμετώπιση
του πραξικοπήματος του Κορνίλοφ, οι Μπολσεβίκοι κέρδισαν οριστικά την
εμπιστοσύνη των ρωσικών μαζών και άνοιξαν τον δρόμο για την κατάληψη της
εξουσίας.
Ο Αλεξάντρ Κερένσκι ήταν ο τελευταίος πρωθυπουργός της Προσωρινής
Κυβέρνησης, που ανετράπη από τους Μπολσεβίκους τον Οκτώβρη του ’17.