ΗΠΑ και Βρετανία τραβούν τον παγκόσμιο καπιταλισμό σε
μια νέα φάση, με
κυρίαρχο στοιχείο την εγκατάλειψη της αυταπάτης ότι οι
«ανοιχτές αγορές»
θα έλυναν όλα τα προβλήματα |
Η επικράτηση του Brexit στο
βρετανικό δημοψήφισμα και η νίκη Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές εγκαινιάζουν
μια ριζικά διαφορετική κατάσταση μέσα στον παγκόσμιο καπιταλισμό. Η
νεοφιλελεύθερη στρατηγική των «ανοιχτών αγορών» και των «ανοιχτών συνόρων»
υπέστη δύο απανωτές συντριπτικές ήττες σε δύο κομβικές χώρες. Κάτω από αυτό
υπάρχει ένα αντικειμενικό υπόβαθρο. Είναι η ιστορική παρακμή του καπιταλιστικού
συστήματος, το οποίο έχει φάει εδώ και καιρό τα ψωμιά του. Έκφραση αυτής της
πραγματικότητας είναι η πρωτοφανής
όξυνση της αντίθεσης ανάμεσα στις διεθνοποιημένες παραγωγικές δυνάμεις και τον
ρόλο του έθνους-κράτους, από το οποίο ο καπιταλισμός δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί. Η
τωρινή διαίρεση μέσα στις κυρίαρχες αστικές τάξεις παίρνει τη μορφή μιας
σύγκρουσης ανάμεσα στους οπαδούς της «παγκοσμιοποίησης» και τους οπαδούς του
εθνικού προστατευτισμού. Γιατί, όμως, συμβαίνει συγκεκριμένα όλο αυτό;
Η καπιταλιστική παλινόρθωση
στην ΕΣΣΔ, την Ανατολική Ευρώπη και την Κίνα, οι νέες δυνατότητες που έδωσε η
πρόοδος της τεχνολογίας (πληροφορική, διαδίκτυο, επικοινωνίες κ.λπ.), καθώς και
άλλοι παράγοντες, οδήγησαν σε μια φάση
«ανοίγματος» των αγορών, αλλά και προσπαθειών για υπέρβαση των εθνικών συνόρων
(Ευρωπαϊκή Ένωση, NAFTA κ.λπ.). Όμως, αυτή η στρατηγική βρήκε πολύ γρήγορα
τοίχο. Τα «απελευθερωμένα» κεφάλαια φούσκωσαν χρηματοπιστωτικές «φούσκες», που άρχισαν να σκάνε, με αποκορύφωμα την
παγκόσμια κρίση που ξεκίνησε το 2008. Από την άλλη, το άνοιγμα των αγορών
εξυπηρέτησε κυρίως το πολύ μεγάλο
διεθνοποιημένο κεφάλαιο (και σε έναν βαθμό τις «αναδυόμενες οικονομίες» της
περιφέρειας). Αντίθετα, στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, τα εργατικά και
μικροαστικά στρώματα, αλλά και τα λιγότερο εξωστρεφή και λιγότερο
συγκεντροποιημένα κεφάλαια, υπέστησαν βαριά πλήγματα. Η Ευρώπη, υπό τον
ζουλομανδύα της Ευρωπαϊκής «Ένωσης», συνολικά
υποχώρησε στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και οι αντιθέσεις στο
εσωτερικό της οξύνθηκαν. Οι μαζικές μεταναστευτικές ροές, που τις ενθάρρυνε το διεθνοποιημένο κεφάλαιο για να εξισώσει προς τα
κάτω τα παγκόσμια εργατικά κόστη, αποδείχθηκε στην πράξη ότι δεν ήταν
αφομοιώσιμες. Η κοινωνική ανισότητα πήρε πρωτοφανείς διαστάσεις. Η αστική
δημοκρατία εξευτελίστηκε τελείως μπροστά στις αποφάσεις υπερεθνικών κέντρων. Αυτή η κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί
χωρίς το σύστημα να ρισκάρει πλέον εξεγέρσεις και εμφυλίους πολέμους στις
καπιταλιστικές μητροπόλεις.
Το καμπανάκι χτύπησε στον πιο
έμπειρο καπιταλισμό του πλανήτη, τον βρετανικό, και τον πιο ισχυρό, τον
αμερικανικό. Η Βρετανία επλήγη υπέρμετρα από την τελευταία κρίση και δεν μπορούσε
να γιατρέψει τις πληγές της υπακούοντας σε «οδηγίες» από τις Βρυξέλλες και το
Βερολίνο. Οι ΗΠΑ δεν είχαν σκοπό να ρισκάρουν περαιτέρω άνοδο της Κίνας αλλά
και απώλεια της εθνικής βιομηχανικής τους βάσης. Και στις δύο αυτές χώρες συγκεκριμένες αστικές δυνάμεις μπήκαν μπροστά
και επέβαλαν την αλλαγή προσανατολισμού, εκφράζοντας όμως ευρύτερες τάσεις
και όχι κάποιον «λαϊκισμό», όπως ισχυρίζονται τα αστικά επιτελεία που έχουν
μείνει κολλημένα στο χθες.
Ούτως ή άλλως, όλοι
ανεξαιρέτως οι καπιταλιστές κοιτάνε πώς θα καρπωθούν περισσότερα κέρδη εις
βάρος των ανταγωνιστών τους και πώς θα φορτώσουν σε αυτούς τις συνέπειες της
κρίσης. Αυτή είναι η δυναμική του
ανταγωνισμού μέσα στον καπιταλισμό. Γι’ αυτό και η νεοφιλελεύθερη ιδέα ενός
«επωφελούς για όλους» ανοίγματος των αγορών και των συνόρων ήταν σκέτη ουτοπία. Από την άλλη, η
«αγκαλιά» του έθνους-κράτους δεν πρόκειται να γλιτώσει τον καπιταλισμό από το
ιστορικά του αδιέξοδα, αντίθετα θα
οξύνει ακόμα περισσότερο τους ανταγωνισμούς.
Οι καπιταλιστές θα κοιτάξουν να
φορτώσουν σε εμάς, στην εργατική τάξη και γενικά τα καταπιεζόμενα στρώματα, το
κόστος του «προστατευτισμού» τους, όπως πριν μας φόρτωσαν τις παρενέργειες της
«διεθνοποίησής» τους. Όμως, το γεγονός
ότι ο ταξικός μας εχθρός θα είναι διαιρεμένος (και ιδεολογικά-πολιτικά εντελώς
διαψευσμένος) θα διευκολύνει τη διαμόρφωση ενός πιο ευνοϊκού συσχετισμού για
την πάλη μας. Φτάνει να κινηθούμε έξυπνα για να εκμεταλλευτούμε τις αντιθέσεις
στο στρατόπεδο του αντιπάλου. Και αυτό προϋποθέτει πρώτ’ απ’ όλα την ανάδειξη
μιας αποφασισμένης ηγεσίας, που δεν μπορεί να είναι τίποτ’ άλλο από επαναστατική
μαρξιστική. Οι νέες συνθήκες θα βοηθήσουν και σε αυτό.
Πάρις Δάγλας