1. Η τωρινή διεθνής συγκυρία
Η περίοδος των τελευταίων δυόμισι ετών ήταν η πιο πυκνή σε γεγονότα, σε παγκόσμιο επίπεδο, εδώ και δεκαετίες.
Ο κορωνοϊός και η διαχείρισή του καθώς και ο πόλεμος στην Ουκρανία λειτούργησαν και λειτουργούν ως επιταχυντές καταλυτικών εξελίξεων μέσα στον παγκόσμιο καπιταλισμό και γενικά μέσα στην ανθρωπότητα, αποκαλύπτοντας ευρύτερες τάσεις. Εδώ και αρκετά χρόνια ως Κομμουνιστική-Τροτσκιστική Ένωση επισημάναμε την αμετάκλητη παρακμή του καπιταλισμού ως κοινωνικού συστήματος και θεωρούμε ότι οι τελευταίες εξελίξεις γενικά μας δικαιώνουν. […]…Με αφορμή την επιδημία, το σύστημα χτύπησε διεθνώς βασικά ατομικά και συλλογικά δικαιώματα. Βρισκόμαστε μπροστά στο φάσμα ενός ανερχόμενου ολοκληρωτισμού, που, πέρα από την επιδημία, θα τραφεί επίσης από αντίστοιχες απαγορεύσεις με περιβαλλοντικά ή άλλα προσχήματα, από την πολεμοκαπηλία και, κυρίως, από τη διαρκή επέκταση του ψηφιακού ελέγχου και της ψηφιακής χειραγώγησης της ζωής μας. Η παρακμή της αστικής δημοκρατίας είναι ολοφάνερη. […]
…Στο καθαρά οικονομικό πεδίο δεν έχουμε ακόμα μια κλασική καπιταλιστική κρίση, η οποία για εμάς τους μαρξιστές έχει ως κινητήριο μοχλό την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Τα κέρδη, μάλιστα, κινούνται αυτή τη στιγμή σε επίπεδα ρεκόρ και διεθνώς και στη χώρα μας. Ωστόσο, όλα τα αστικά επιτελεία προετοιμάζονται για μια νέα πολύ μεγάλη κρίση (μετά από αυτή του 2008), και σύντομα, καθώς δρουν σωρευτικά και συνδυαστικά: η ενεργειακή κρίση, η πρωτοφανής ακρίβεια, η διατάραξη των εφοδιαστικών αλυσίδων και η μεγάλη αύξηση του χρέους (το παγκόσμιο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος έφτασε τα 290 τρις, αυξημένο κατά ένα τρίτο από την προηγούμενη δεκαετία).
Παρά το γεγονός ότι η «προστατευτική» ατζέντα υπέστη στο μεταξύ ορισμένες ήττες (ήττα Τραμπ στις εκλογές του 2020 στις ΗΠΑ, κάκιστη διαχείριση του Brexit από τις βρετανικές συντηρητικές κυβερνήσεις), η ενίσχυση του εθνικού προστατευτισμού είναι ένας δρόμος που ο παγκόσμιος καπιταλισμός υποχρεωτικά θα διαβεί. Η επιδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία έδωσαν νέα, αποφασιστικά χτυπήματα στο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα των «ανοιχτών αγορών και των ανοιχτών συνόρων». Η κατάσταση αυτή θα φέρει διαίρεση ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά και καπιταλιστικά αφεντικά, αυξάνοντας τις δυνατότητες της εργατικής τάξης και των καταπιεζόμενων στρωμάτων να ανακτήσουν το ηθικό τους, να περάσουν στην αντεπίθεση και να πετύχουν πολύτιμες νίκες. […]
2. Η επιδημία covid και η διαχείρισή της
Η επιδημία του κορωνοϊού έγινε αφορμή για μια παγκόσμια «πρόβα» ολοκληρωτισμού. Η πολύ μεγάλη πλειονότητα των αστικών κυβερνήσεων ανά τον κόσμο χρησιμοποίησαν εμφανώς την επιδημία για να εθίσουν τους λαούς τους στην άρση βασικών δημοκρατικών ελευθεριών στο όνομα της «έκτακτης ανάγκης». […]
…Το ότι είχαμε μια τέτοια άθλια, εντελώς κατασταλτική και πολιτικά στοχευμένη διαχείριση της επιδημίας στη χώρα μας δεν είναι φυσικά άσχετο με το γεγονός ότι μας κυβερνούν οι πιο φανατικοί νεοφιλελεύθεροι της Ευρώπης, που εχθρεύονται ανοιχτά τις δημοκρατικές κατακτήσεις του ελληνικού λαού. Μόνο στην Ελλάδα διώχθηκαν από τις δουλειές τους χωρίς ένα ευρώ εισόδημα όσοι υγειονομικοί επέλεξαν να μην κάνουν το εμβόλιο· μόνο στην Ελλάδα συνεχίζουν κανονικά (μέχρι 31/3/2023!) τα υποχρεωτικά ράπιντ τεστ και οι μάσκες.
Μέσα στα λοκντάουν, και όχι ασφαλώς τυχαία, πέρασαν τα πλέον αντιδημοκρατικά νομοθετήματα (περιορισμός του δικαιώματος στη διαδήλωση, αντεργατικός νόμος Χατζηδάκη κ.λπ.). Η κυβέρνηση Μητσοτάκη διευκολύνθηκε σε αυτό από την πλήρη υποταγή της κοινοβουλευτικής «αντιπολίτευσης» και του πολύ μεγάλου μέρους της «αριστεράς» στην κυρίαρχη άποψη για την επιδημία. Η εγχώρια «αριστερά», στις περισσότερες εκφάνσεις της, ακόμα και τις πλέον «επαναστατικές», σημείωσε έτσι ένα νέο ιστορικό ρεκόρ υποταγής στην κυρίαρχη ιδεολογία και την αστική «κοινή γνώμη», καθώς και αδιαφορίας για τα πραγματικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού.
3. Ο πόλεμος στην Ουκρανία
Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ένα αναπόφευκτο προϊόν της όξυνσης των σχέσεων μεταξύ των διαφόρων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, αλλά και μια ένδειξη της γενικότερης παρακμής του καπιταλισμού, που στέκεται αδύναμος να λύσει το οποιοδήποτε εθνικό ζήτημα, ιδίως αυτά που προέκυψαν από τη διάλυση της ΕΣΣΔ και της Γιουγκοσλαβίας. Ξεκαθαρίζουμε από την αρχή ότι για εμάς ο πόλεμος αυτός είναι ένας πόλεμος ιμπεριαλιστικός. Και η Ρωσία είναι μια ιμπεριαλιστική δύναμη, έστω υπολειπόμενη και με σοβαρά στοιχεία καθυστέρησης, όπως ακριβώς ίσχυε για την τσαρική Ρωσία, την οποία ο Λένιν χαρακτήριζε ξεκάθαρα ιμπεριαλιστική. […] Η Ρωσία συμμετέχει κανονικά στον παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό μέσω των τεράστιων ενεργειακών, μεταλλευτικών αλλά και επισιτιστικών αποθεμάτων της, μέσω των ενεργειακών εταιρειών της (οι οποίες διατηρούν πλήθος από θυγατρικές στην Ευρώπη και μερίδια σε ευρωπαϊκές ενεργειακές εταιρείες), αλλά και μέσω των πολιτικο-στρατιωτικών της επεμβάσεων σε μια σειρά χώρες και περιοχές (Συρία, Λιβύη, Καζακστάν, Καύκασος κ.ά.). […]
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, δεν πολεμάει μόνη της η Ουκρανία. Το υπερ-αντιδραστικό καθεστώς του Κιέβου δέχεται πρωτοφανή βοήθεια από το σύνολο των δυτικών ιμπεριαλιστών σε όπλα και χρήμα και ενθαρρύνεται να συνεχίσει τον πόλεμο για σκοπούς που έχουν να κάνουν με τα συμφέροντα αυτών των ιμπεριαλιστών έναντι της Ρωσίας. Εξάλλου, ο συγκεκριμένος πόλεμος δεν ξέσπασε ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά ως συνέχεια των γεγονότων του 2014. […]
Με βάση τα παραπάνω, και ακολουθώντας τη λενινιστική διδασκαλία, χαρακτηρίζουμε μεν τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε μια πολιτική «ουδετερότητας» ή «ίσων αποστάσεων». Θεωρούμε την ήττα του δικού «μας» ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου (Ε.Ε.-ΝΑΤΟ) το μικρότερο κακό, ρίχνουμε το βάρος της προπαγάνδας και της αντιπολεμικής μας δράσης ενάντια σε αυτήν την πλευρά και, φυσικά, ενάντια στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, που έσπευσε να τοποθετηθεί στην πρώτη γραμμή του ευρω-ΝΑΤΟικού στρατοπέδου, υποβάλλοντας και τον ελληνικό λαό σε μια σειρά κινδύνους. Αν ο πόλεμος αυτός βγάλει πιο αδύναμη, πιο διαιρεμένη την Ευρωπαϊκή Ένωση, την ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική λυκοσυμμαχία, αυτό είναι ένα αποτέλεσμα που το θέλουμε, το επιδιώκουμε. […]
…Σε κάθε περίπτωση, εκτιμούμε ότι οι δύο κύριοι νικητές θα είναι αυτοί που βρίσκονται πιο μακριά γεωγραφικά από το πεδίο, ο αμερικανικός και ο κινεζικός ιμπεριαλισμός. Ο πρώτος γιατί θα επιβληθεί ακόμα περισσότερο στην Ευρώπη (στρατιωτικά, μέσω των ενεργειακών του πόρων κ.λπ.) και ο δεύτερος γιατί θα επιβληθεί και αυτός, τουλάχιστον οικονομικά, σε κάθε χώρα, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, που θέλει να κρατήσει την αυτονομία της από τη Δύση.
4. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η πολιτική συγκυρία στην Ελλάδα
Έχουμε επισημάνει από την πρώτη στιγμή ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είναι απλώς μια αντιδραστική κυβέρνηση αστικής διαχείρισης, ή μια ακόμη μνημονιακή κυβέρνηση. Η άνοδος του Μητσοτάκη αρχικά στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας και στη συνέχεια στην πρωθυπουργία της χώρας ήταν επιδίωξη των πιο αδίστακτων, των πιο αντιλαϊκών μερίδων της άρχουσας τάξης. Τα οποία βλέπουν σε αυτό το επιτελείο μια χρυσή ευκαιρία για να παρθούν πίσω οι κατακτήσεις που πέτυχαν η εργατική τάξη και ο εργαζόμενος λαός από τη Μεταπολίτευση και μετά, ή έστω ό,τι από αυτές έμεινε όρθιο μετά τα μνημόνια. [...]
Πράγματι, η κυβέρνηση αυτή, ευνοημένη και από τη συγκυρία της επιδημίας, δεν άφησε ζήτημα στο οποίο να μη χτύπησε τον ελληνικό λαό και την εργατική τάξη. Και μάλιστα με αντιδράσεις μικρότερες από ό,τι περίμενε. Έτσι η κυβέρνηση Μητσοτάκη: α) πέρασε τον δρακόντειο αντεργατικό-αντισυνδικαλιστικό-αντιαπεργιακό νόμο Χατζηδάκη καθώς και σωρεία άλλων αντεργατικών διατάξεων και διατάξεων υπέρ της εργοδοτικής ασυδοσίας· β) ξεκίνησε την ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης· γ) προώθησε μια πιο ταξική παιδεία, υποταγμένη στην «αγορά», με αποδυναμωμένους τους εκπαιδευτικούς, με διαχωρισμό των σχολείων, ενώ κατήργησε κάθε δημοκρατία στη διοίκηση των πανεπιστημίων και επιχείρησε να βάλει σε αυτά την αστυνομία· δ) προχώρησε, παρά την επιδημία, τη διάλυση της δημόσιας υγείας, και με τον τελευταίο νόμο για το Εθνικό Σύστημα Υγείας αλλά και με πολλές προηγούμενες αποφάσεις της· ε) επέβαλε σημαντικούς περιορισμούς στο δικαίωμα της διαμαρτυρίας και προώθησε αδίστακτα την αστυνομοκρατία· στ) όχι μόνο κλιμάκωσε την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας, αλλά προώθησε την ιδιωτικοποίηση του ίδιου του κράτους, εκχωρώντας πλήθος αρμοδιοτήτων του σε ιδιωτικούς φορείς· ζ) το σημαντικότερο ίσως από όλα: με αφορμή την επιδημία, προώθησε τον ολοκληρωτισμό ως αντίληψη και πρακτική, χτύπησε τα δημοκρατικά δικαιώματα, προώθησε τον «κοινωνικό αυτοματισμό» και καθιέρωσε τη λογική του «καθεστώτος έκτακτης ανάγκης».
…Ωστόσο, καθώς βαδίζουμε προς εκλογές, οι οποίες δεν αποκλείεται να προκηρυχθούν και στις αρχές του 2023, τα πράγματα φαίνονται δύσκολα για το επιτελείο Μητσοτάκη. Η πρωτοφανής ακρίβεια, η ασυδοσία ιδίως των ενεργειακών εταιρειών αλλά και άλλων καπιταλιστικών μερίδων (βλ. τραπεζίτες-πλειστηριασμοί, σούπερ μάρκετ κ.λπ.) εις βάρος της επιβίωσης του λαού, τα σκάνδαλα που σκάνε το ένα πίσω από το άλλο, είναι μερικοί από τους παράγοντες που έχουν ωθήσει τη φθορά αυτής της κυβέρνησης. Πέρα από τη φθορά στον λαό, η κυβέρνηση έχει χάσει ερείσματα και στην άρχουσα τάξη. Κι αυτό γιατί, όσο αποτελεσματική και να υπήρξε απέναντι στα λαϊκά δικαιώματα, η νεοφιλελεύθερη πολιτική της δεν μπορεί να προσφέρει ένα εξίσου αποτελεσματικό και βιώσιμο μοντέλο για τον ελληνικό καπιταλισμό, σε μια εποχή όπου διεθνώς ενισχύεται και πάλι ο εθνικός προστατευτισμός και όχι το «άνοιγμα» και η «απορρύθμιση» των αγορών.
Μια καθαρή ήττα της κυβέρνησης Μητσοτάκη στις επερχόμενες εκλογές θα δημιουργήσει ένα καλύτερο έδαφος για να αναδιοργανωθεί το εργατικό κίνημα και να περάσει και πάλι ο εργαζόμενος λαός στη φάση της διεκδίκησης. Όμως, μια καθαρή ήττα προϋποθέτει την κοινωνική απομόνωση της κυβέρνησης, και αυτό μπορούν να το εγγυηθούν μόνο οι αγώνες.
5. Προοπτικές της ταξικής πάλης και πλατιά κινήματα
Η επιδημία, με τα λοκντάουν και τις άλλες απαγορεύσεις, σε πρώτο χρόνο επιβράδυνε την ταξική πάλη, όμως σε δεύτερο χρόνο συσσώρευσε δυναμικές που επί της ουσίας την επιτάχυναν. Η πρωτοφανής ακρίβεια, η αύξηση της οικονομικής ανασφάλειας και ανέχειας και η αντίδραση στον αυξανόμενο κρατικό αυταρχισμό δημιούργησαν προϋποθέσεις για ενεργοποίηση του προλεταριάτου στις ανεπτυγμένες χώρες αλλά και για εξεγέρσεις σε χώρες της περιφέρειας. Όσον αφορά την άνοδο των εργατικών διεκδικήσεων στις ανεπτυγμένες χώρες, αντικειμενικά την ευνοεί και η έλλειψη εργατικού δυναμικού σε πολλούς κλάδους (πολλοί εργαζόμενοι δεν γύρισαν στις θέσεις εργασίας τους μετά τα λοκντάουν, συν ο δημογραφικός παράγοντας). […]
Μέσα στην επιδημία, όμως, είχαμε και άλλου τύπου κινητοποιήσεις. Ήταν οι κινητοποιήσεις ενάντια στον εγκλεισμό και την υποχρεωτικότητα (του εμβολίου και όχι μόνο), ενάντια στον κρατικό αυταρχισμό, και υπέρ των δικαιωμάτων που χτυπήθηκαν, όπως το δικαίωμα στην ελεύθερη κυκλοφορία, στην αυτοδιάθεση του σώματος, στη συνάθροιση κ.λπ. Τέτοιες κινητοποιήσεις έφτασαν σε ένα αξιόλογο επίπεδο μαζικότητας ιδίως σε χώρες της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης. Στη χώρα μας δεν έγινε κατορθωτό να δημιουργηθεί ένα ευρύτερο κίνημα κατά της «υγειονομικής» τρομοκρατίας, κυρίως λόγω της ψοφοδεούς υποταγής της «αριστεράς» και των συνδικαλιστικών ηγεσιών στο κυρίαρχο «υγειονομικό» αφήγημα. Ωστόσο, αναπτύχθηκε το ιδιαίτερα σημαντικό κίνημα των υγειονομικών κατά της υποχρεωτικότητας, των περίπου 7.000 υγειονομικών που διώχτηκαν από τις δουλειές τους επειδή έκαναν την επιλογή να μην εμβολιαστούν. Το κίνημα αυτό στην αρχή δυσφημίστηκε άγρια από όλες τις πλευρές, ως κίνημα «ψεκασμένων», «σκοταδιστών», «ακροδεξιών» κ.λπ. Ωστόσο, κατάφερε όχι μόνο να διαψεύσει αυτές τις συκοφαντίες και τις κάθε είδους ενορχηστρωμένες από το καθεστώς επιθέσεις, αλλά και να δικαιωθεί τελικά και να νικήσει, έχοντας δείξει πρωτοφανή αντοχή και επιμονή επί 15 μήνες, με απανωτές πολύμορφες κινητοποιήσεις ανά την επικράτεια και με ένα διαρκές ανέβασμα του επιπέδου της συνειδητότητάς του. […]
Σε αντίθεση με την τύφλα του πολύ μεγάλου μέρους της «αριστεράς», που και σε αυτό το ζήτημα βοήθησε το καθεστώς, λοιδορώντας ή απλώς αγνοώντας τους μαχόμενους υγειονομικούς σε αναστολή, εμείς οι Κομμουνιστές-Τροτσκιστές αισθανόμαστε τιμή μας το ότι μέλη μας συμμετείχαν ενεργά και συνέβαλαν στη νίκη αυτού του κινήματος – μέσα από κινήσεις αλληλέγγυων και κινήσεις κατά του ολοκληρωτισμού, στην ίδρυση και δραστηριοποίηση των οποίων πρωταγωνιστήσαμε.
Εμείς πιστεύουμε ότι στα κινήματα αυτού του είδους, σε διεθνή κλίμακα, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή. Ήδη από την προηγούμενη μεγάλη κρίση είχαμε κινήματα με παρόμοια χαρακτηριστικά (π.χ. Αγανακτισμένοι), με ένα όχι ξεκάθαρο πολιτικό «πρόσημο» και μεικτή ταξική σύνθεση (αν και το κίνημα των υγειονομικών σε αναστολή ήταν ένα αμιγώς εργατικό κίνημα). Είναι απολύτως λογικό, δεδομένης της υποχώρησης του επίσημου εργατικού κινήματος και φυσικά και της «αριστεράς» στις περισσότερες εκδοχές της, οι μάζες να ψάχνουν άλλους δρόμους, άλλες μεθόδους να κινητοποιηθούν. Το ότι τα καταφέρνουν, επηρεάζοντας ενίοτε θετικά τον γενικότερο συσχετισμό, δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να απολογηθούν οι ίδιες, αλλά μάλλον η «αριστερά» που συνήθως είναι απούσα από καθετί μη ελεγχόμενο εκ των προτέρων από την ίδια. Το ότι στα κινήματα αυτά συχνά συμμετέχουν και μάζες με συντηρητικές, μετριοπαθείς ή απολίτικες καταβολές όχι μόνο δεν πρέπει να μας τρομάζει, αλλά μάλλον θα πρέπει να λειτουργεί ως μια υπενθύμιση του τι πραγματικά σημαίνει μαζικό κίνημα, κάτι που η «αριστερά» έχει εδώ και καιρό ξεχάσει. Το ότι σε τέτοιου είδους κινήματα επιχειρούν να παίξουν ρόλο και δυνάμεις μιας ριζοσπαστικοποιημένης λαϊκιστικής δεξιάς επίσης είναι κάτι το φυσικό για την εποχή μας (άλλωστε και στο σπουδαίο κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων συνέβη). Και η μόνη εγγύηση για να μην πάρουν το πάνω χέρι αυτές οι δυνάμεις είναι η μάχιμη αριστερά να είναι παρούσα, να κερδίζει την εμπιστοσύνη των αγωνιζόμενων και να συμβάλλει –χωρίς αδιέξοδα καπελώματα– στο να υιοθετήσουν αυτά τα κινήματα τις πιο αποτελεσματικές μορφές οργάνωσης και πάλης. Και ως προς αυτό το σημείο θεωρούμε ότι εμείς παίξαμε έναν ρόλο στο κίνημα των υγειονομικών σε αναστολή, το οποίο καθιερώνει ένα πρότυπο για κάθε είδους παρόμοια κινήματα στη χώρα μας στο μέλλον.
Τέτοιου είδους κινήματα θα υπάρξουν πολλά, πρώτ’ απ’ όλα γύρω από την ατζέντα της «πράσινης και ψηφιακής μετάβασης», που είναι δεδομένο ότι θα πάρει αυταρχικά χαρακτηριστικά. Επίσης, γύρω από το χτύπημα των δημοκρατικών δικαιωμάτων γενικά, το οποίο θα συνεχιστεί. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι θα πρέπει να υποτιμήσουμε τους κλασικούς εργατικούς αγώνες, τα κλασικά συνδικάτα, τις κλασικές απεργίες. Το αντίθετο. Τα νέου τύπου πλατιά κινήματα μπορούν να συμβάλουν στην ανανέωση του ευρισκόμενου σήμερα σε κρίση οργανωμένου εργατικού κινήματος, καθώς και στην αναζωογόνηση της πρωτοπορίας του. Όπως και το κλασικό εργατικό κίνημα μπορεί, με την κατάλληλη δράση πρωτοπόρων αγωνιστών, να «δανείσει» μεθόδους και εμπειρία στα νέου τύπου πλατιά κινήματα.
Δεκέμβριος 2022