Σκηνή από την εξέγερση των Σπαρτακιστών, Ιανουάριος 1919 |
Αν εξεταστεί έστω και μόνο από φιλολογική άποψη ο πρώτος
τόμος του «Κεφαλαίου», είναι ένα από
τα ωραιότερα κείμενα που έγραψε στη ζωή του ο Μαρξ. Αφού πραγματεύθηκε το θέμα
του εμπορεύματος, έπειτα, προχωρώντας, δείχνει πώς το χρήμα μετατρέπεται σε
κεφάλαιο. Αν ίσες αξίες ανταλλάσσονται με ίσες αξίες μέσα στην κυκλοφορία των
εμπορευμάτων, πώς μπορεί ο άνθρωπος που διαθέτει χρήματα ν’ αγοράσει
εμπορεύματα στην αξία τους, να τα πουλήσει έπειτα πάλι στην αξία τους και
παρόλα αυτά να εισπράξει μεγαλύτερη αξία απ’ αυτήν που έδωσε; Αυτό μπορεί να το
επιτύχει μόνο γιατί κάτω από τις επικρατούσες κοινωνικές σχέσεις βρίσκει στην
αγορά των εμπορευμάτων ένα εμπόρευμα που έχει μια τέτοια ιδιαίτερη φύση ώστε η
κατανάλωσή του αποτελεί την πηγή νέας αξίας. Αυτό το εμπόρευμα είναι η εργατική
δύναμη.
Υπάρχει μέσα στον ίδιο τον ζωντανό εργάτη που χρειάζεται
ορισμένη ποσότητα τροφίμων για να διατηρηθεί στη ζωή αυτός και η οικογένειά
του, η οποία άλλωστε και εξασφαλίζει τη διαιώνιση της ζωντανής εργατικής
δύναμης μετά τον θάνατό του. Ο χρόνος εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή
αυτής της ποσότητας των τροφίμων κ.λπ. αντιπροσωπεύει την αξία της εργατικής
δύναμης. Ωστόσο, η αξία αυτή που πληρώνεται με τη μορφή ημερομισθίων, είναι
πολύ μικρότερη από την αξία που ο αγοραστής της εργατικής δύναμης είναι σε θέση
να αποσπάσει απ’ αυτήν. Η πρόσθετη υπερεργασία του εργάτη αποτελεί την πηγή της
υπεραξίας, την πηγή της αδιάκοπα αυξανόμενης συσσώρευσης του κεφαλαίου. Αυτή η
απλήρωτη εργασία του εργάτη κατανέμεται μεταξύ όλων των μη εργαζόμενων μελών
της κοινωνίας, ολόκληρο δε το κοινωνικό σύστημα στο οποίο ζούμε στηρίζεται πάνω
σ’ αυτήν.
Αυτή καθαυτή η απλήρωτη εργασία ασφαλώς δεν αποτελεί
αποκλειστικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύγχρονης αστικής κοινωνίας. Όσον
καιρό υπήρξαν κατέχουσες και μη κατέχουσες τάξεις, οι τελευταίες όφειλαν
πάντοτε να πραγματοποιούν και εργασία απλήρωτη.
Όσον καιρό ένα τμήμα της κοινωνίας θα διαθέτει μονοπωλιακά τα μέσα
παραγωγής, τόσον καιρό και ο εργάτης, είτε είναι ελεύθερος είτε όχι, θα οφείλει
να εργάζεται περισσότερο από τον χρόνο που είναι αναγκαίος για τη δική του
διατήρηση στη ζωή, για να προμηθεύει τα τρόφιμα κ.λπ. στους κατόχους των
παραγωγικών μέσων. Η μισθωτή εργασία είναι μόνο μια ιδιαίτερη μορφή του
συστήματος της απλήρωτης εργασίας που υπάρχει από τότε που η κοινωνία χωρίστηκε
σε τάξεις, και σαν τέτοια πρέπει να εξεταστεί, αν πρόκειται να γίνει κατανοητή
σωστά.
Για να είναι σε θέση να μετατρέψει το χρήμα του σε κεφάλαιο,
ο άνθρωπος με τα χρήματα πρέπει να βρει ελεύθερους εργάτες στην αγορά,
ελεύθερους με διπλή έννοια, ότι πρώτα απ’ όλα είναι ελεύθεροι να διαθέτουν την
εργατική τους δύναμη σαν εμπόρευμα και δεν έχουν κανένα άλλο εμπόρευμα να
διαθέσουν, και δεύτερον ότι είναι ελεύθεροι με την έννοια ότι δεν έχουν στην
κατοχή τους κανένα από τα μέσα που είναι αναγκαία για να χρησιμοποιήσουν οι
ίδιοι την εργατική τους δύναμη ανεξάρτητα. Αυτή είναι μια σχέση που δεν στηρίζεται
σε νόμους της φύσης, γιατί η φύση δεν δημιουργεί από το ένα μέρος τους κατόχους
των εμπορευμάτων ή του χρήματος και από το άλλο μέρος εκείνους που δεν
διαθέτουν τίποτε άλλο εκτός από την εργατική τους δύναμη. Επιπλέον δεν έχουμε
να κάνουμε με μια κοινωνική σχέση που είναι κοινή σε όλες τις ιστορικές
περιόδους, αλλά με το αποτέλεσμα μιας μακράς περιόδου ιστορικής εξέλιξης, με το
δημιούργημα πολλών οικονομικών μεταβολών και την παρακμή και εξαφάνιση μιας
ολόκληρης σειράς από παλαιότερες μορφές της κοινωνικής παραγωγής.
Η πρώτη έκδοση του 1ου τόμου του «Κεφαλαίου» του Μαρξ, 1867 |
Η μεγάλη μάζα του πληθυσμού αποξενώθηκε από τη γη, τα
τρόφιμα και τα παραγωγικά μέσα με μια σειρά από βίαια και απάνθρωπα μέσα, τα
οποία ο Μαρξ περιγράφει λεπτομερώς, με βάση την αγγλική ιστορία, στο κεφάλαιό
του για την πρωταρχική συσσώρευση. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε ο ελεύθερος
εργάτης που χρειαζόταν το καπιταλιστικό παραγωγικό σύστημα. Το κεφάλαιο ήρθε
στον κόσμο βγάζοντας από όλους τους πόρους λάσπη και αίμα, και μόλις κατόρθωσε
να σταθεί στα πόδια του όχι μόνο διατήρησε τον αποχωρισμό του εργάτη από τα
μέσα που του ήταν αναγκαία για να χρησιμοποιήσει την εργατική του δύναμη, αλλά
και αναπαρήγαγε αυτόν τον αποχωρισμό σε ολοένα μεγαλύτερη κλίμακα.
Η μισθωτή εργασία διαφέρει από τις παλαιότερες μορφές τη μη
πληρωμένης εργασίας λόγω του γεγονότος ότι η δραστηριότητα του κεφαλαίου είναι
απεριόριστη και η αδηφαγία του για υπερεργασία ακόρεστη. Στις κοινωνίες στις
οποίες η αξία χρήσης ενός εμπορεύματος είναι σπουδαιότερη από την ανταλλακτική
του αξία, η υπερεργασία περιορίζεται σ’ ένα λιγότερο ή περισσότερο ευρύ κύκλο
αναγκών, από την ίδια τη φύση της όμως αυτή η παραγωγική μορφή δεν καταλήγει σε
απεριόριστη ζήτηση υπερεργασίας. Όπου η ανταλλακτική αξία του εμπορεύματος
είναι σημαντικότερη από την αξία χρήσης, η κατάσταση είναι διαφορετική. Στην
παραγωγική χρησιμοποίηση της ξένης εργατικής δύναμης, το κεφάλαιο ξεπερνά όλους
τους προηγούμενους τρόπους παραγωγής που στηρίζονταν στην άμεση καταναγκαστική
εργασία, όταν το κρίνουμε από την άποψη της δραστηριότητάς του, της έλλειψης
ενδοιασμών και της αποτελεσματικότητας. Το κύριο πρόβλημα για το κεφάλαιο δεν
είναι η ιδιαίτερη μορφή της εκτελούμενης εργασίας, ούτε η παραγωγή αξιών
χρήσης, αλλά η ίδια η διαδικασία αξιοποίησης της εργατικής δύναμης, η παραγωγή
ανταλλακτικών αξιών από τις οποίες θα μπορέσει να αποσπάσει μεγαλύτερη αξία από
εκείνη που τοποθετήθηκε μέσα σε αυτές. Η ζήτηση υπεραξίας δεν γνωρίζει όρια
κορεσμού. Η παραγωγή ανταλλακτικών αξιών δεν γνωρίζει κανένα όριο σαν εκείνα
που θέτει στην παραγωγή των αξιών χρήσης η ικανοποίηση των άμεσων αναγκών.
Ακριβώς όπως ένα εμπόρευμα αποτελεί συνδυασμό της αξίας
χρήσης και της ανταλλακτικής αξίας, έτσι και η διαδικασία της εμπορευματικής
παραγωγής είναι και αυτή ένας συνδυασμός της συγκεκριμένης, από τη μια, μορφής
εργασίας και, από την άλλη, της εργασίας που δημιουργεί αξίες. Η διαδικασία της
δημιουργίας αξίας διαρκεί πρώτα μέχρι τη στιγμή κατά την οποία η αξία της
εργατικής δύναμης που πληρώνεται σε ημερομίσθια αντικαθίσταται από μια ίση
ποσοτικά αξία, πέραν δε του σημείου αυτού εξελίσσεται σε διαδικασία παραγωγής
της υπεραξίας, της αποδοτικής δηλαδή αξιοποίησης της εργατικής δύναμης. Σαν
συνδυασμός της συγκεκριμένης μορφής εργασίας και της διαδικασίας της ποσοτικής
της αξιοποίησης γίνεται διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής, η
καπιταλιστική μορφή εμπορευματικής παραγωγής. Στη διαδικασία της συγκεκριμένης
μορφής εργασίας, η εργατική δύναμη και τα μέσα παραγωγής συνεργάζονται. Στη
διαδικασία της αξιοποίησής της τα ίδια τα συστατικά μέρη του κεφαλαίου
εμφανίζονται σαν σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο. Το σταθερό κεφάλαιο μετατρέπεται
μέσα στην παραγωγική διαδικασία σε μέσα παραγωγής, πρώτες ύλες, βοηθητικά υλικά
και εργαλεία παραγωγής και δεν αλλάζει την αξία του. Το μεταβλητό κεφάλαιο
μετατρέπεται μέσα στην παραγωγική διαδικασία σε εργατική δύναμη και η αξία του
μεταβάλλεται: αναπαράγει την αξία του και έπειτα παράγει ένα πρόσθετο
περίσσευμα που ξεπερνά την αξία αυτή, μια υπεραξία που μπορεί να διαφέρει σε
όγκο και να είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη ανάλογα με τις συνθήκες. Έτσι ο Μαρξ
προετοιμάζει το έδαφος για την εξέταση της υπεραξίας, που παρουσιάζεται με δύο
μορφές, τη σχετική και την απόλυτη υπεραξία, που έπαιξαν διαφορετικούς ρόλους
μεν, αλλά η καθεμιά τους έπαιξε και έναν αποφασιστικό ρόλο στην ιστορία του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Απόλυτη υπεραξία παράγεται όταν ο καπιταλιστής αναγκάζει τον
εργάτη να εργαστεί περισσότερο από τον χρόνο που είναι αναγκαίος για την
αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης. Αν ήταν στο χέρι του καπιταλιστή, η
εργάσιμη ημέρα θα περιλάμβανε εικοσιτέσσερις ώρες, γιατί όσο μεγαλύτερη είναι η
εργάσιμη ημέρα τόσο μεγαλύτερη είναι και η υπεραξία που παράγεται. Εξάλλου ο
εργάτης έχει το δικαιολογημένο συναίσθημα ότι κάθε ώρα του εργάσιμου χρόνου,
που αναγκάζεται να διαθέσει πέραν και πλέον του αναγκαίου χρόνου που απαιτείται
για την αναπαραγωγή των ημερομισθίων του, αποσπάται άδικα απ’ αυτόν και ότι
αναγκάζεται να πληρώνει με την υγεία του τον υπερβολικό εργάσιμο χρόνο. Η πάλη
μεταξύ καπιταλιστή και εργάτη σχετικά με τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας
άρχισε με την πρώτη εμφάνιση στην ιστορία των ελεύθερων εργατών στην αγορά και
διαρκεί μέχρι σήμερα. Ο καπιταλιστής αγωνίζεται για το κέρδος, και είτε είναι
προσωπικά καλός άνθρωπος είτε είναι παλιάνθρωπος, ο ανταγωνισμός των άλλων
καπιταλιστών τον αναγκάζει να κάνει ό,τι μπορεί για να επεκτείνει την εργάσιμη
ημέρα μέχρι του έσχατου ορίου της ανθρώπινης αντοχής. Ο εργάτης από το άλλο
μέρος αγωνίζεται για να διατηρήσει την υγεία του και για να εξασφαλίσει μερικές
ώρες την ημέρα κατά τις οποίες θα επιδίδεται σε άλλες ανθρώπινες ασχολίες εκτός
από την εργασία, το φαγητό και τον ύπνο. Ο Μαρξ περιγράφει με ζωηρότατο τρόπο
τα πενήντα χρόνια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ της εργατικής και της
καπιταλιστικής τάξης στην Αγγλία, από την εποχή που γεννήθηκε η μεγάλη
βιομηχανία, η οποία έσπρωξε τους καπιταλιστές να παραβιάσουν κάθε όριο που
τίθεται από τη φύση και τα έθιμα, την ηλικία και το φύλο, την ημέρα και τη
νύχτα, στην εκμετάλλευση του προλεταριάτου, μέχρι την ψήφιση του Νόμου του Δεκάωρου
που κέρδισε η εργατική τάξη στην πάλη της εναντίον του κεφαλαίου, σαν έναν
ισχυρό κοινωνικό φραγμό που εμποδίζει τους εργάτες να πουλούν και να
καταδικάζουν στη σκλαβιά τον εαυτό τους και τους δικούς τους, διαμέσου μιας
ελεύθερης συμφωνίας με το κεφάλαιο.
Σχετική υπεραξία παράγεται όταν ο αναγκαίος για την
αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης χρόνος ελαττώνεται προς όφελος της
υπερεργασίας. Η αξία της εργατικής δύναμης μειώνεται όταν αυξάνεται η
παραγωγικότητα της εργατικής δύναμης, στους κλάδους εκείνους που καθορίζουν την
αξία της εργατικής δύναμης, για την πραγματοποίηση δε αυτού του σκοπού είναι
αναγκαία μια συνεχής επαναστατικοποίηση του τρόπου της παραγωγής, των τεχνικών
και κοινωνικών όρων κάτω από τους οποίους διεξάγεται η εργασία. Οι ιστορικές,
οικονομικές, τεχνολογικές και κοινωνικο-ψυχολογικές παρατηρήσεις τις οποίες
κάνει ο Μαρξ σε μια σειρά κεφαλαίων που ασχολούνται με τη συνεργασία, τον
καταμερισμό της εργασίας και τη χειροτεχνική βιομηχανία, τις μηχανές και τη
μεγάλης κλίμακας βιομηχανία, αναγνωρίστηκαν ακόμα και από τους αντιπροσώπους
της αστικής τάξης σαν ένα πλούσιο μεταλλείο επιστημονικών δεδομένων.