Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Τελειώνει ο καπιταλισμός των «ανοιχτών αγορών» και των «ανοιχτών συνόρων»

Οι πολιτικές εξελίξεις σε ΗΠΑ, Αγγλία, Ιταλία σημαίνουν: χρεοκοπία του νεοφιλελευθερισμού, χρεοκοπία της Ευρωπαϊκής «Ένωσης», όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ των καπιταλιστών σε παγκόσμια κλίμακα. Και το σημαντικότερο: μια ιδεολογική ήττα για το σύστημα και μια ιστορική ευκαιρία για ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος.

Β.Ι. Λένιν: «Μπορείς να νικήσεις έναν πιο ισχυρό αντίπαλο μόνο με τον όρο ότι θα χρησιμοποιήσεις με τον πιο επιδέξιο τρόπο την κάθε αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στις αστικές τάξεις των διαφόρων χωρών και ανάμεσα στις διάφορες ομάδες της αστικής τάξης στο εσωτερικό κάθε χώρας».



1. Η εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ και η αντι-Ε.Ε. ψήφος στα δημοψηφίσματα Βρετανίας και Ιταλίας σηματοδοτούν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι εισερχόμαστε σε μια νέα παγκόσμια κατάσταση. Ο κύκλος που άνοιξε το 1989, με την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ, την προπαγάνδα περί «τέλους της ιστορίας» και τη νεοφιλελεύθερη θριαμβολογία γύρω από τις «ανοιχτές αγορές», κλείνει οριστικά και αμετάκλητα. Ξεκινάει μια περίοδος επιστροφής στον εθνικό προστατευτισμό, μεγάλης όξυνσης των ιμπεριαλιστικών και ενδοκαπιταλιστικών συγκρούσεων, ανόδου της ταξικής πάλης, μια περίοδος κινδύνων αλλά και τεράστιων ευκαιριών για την παγκόσμια εργατική μας τάξη. Ο καπιταλισμός έχει υποστεί μια ξεκάθαρη ιδεολογική ήττα και αυτό πρέπει να γίνει σημαία της πρωτοπορίας του εργατικού κινήματος σε όλες τις χώρες. Με την κατάλληλη ηγεσία, το συνειδητό προλεταριάτο μπορεί να εκμεταλλευτεί τις αντιθέσεις στο στρατόπεδο του αντιπάλου και να ανοίξει έναν δρόμο για την κοινωνική απελευθέρωση της ανθρωπότητας από έναν καπιταλισμό που σαπίζει. 
Εμείς οι Κομμουνιστές-Τροτσκιστές επιμέναμε ότι η νεοφιλελεύθερη στρατηγική θα έφτανε κάποια στιγμή σε αδιέξοδο. Αυτό ξεκινά από την αντίληψή μας ότι ο καπιταλισμός βρίσκεται ιστορικά στα βαθιά του γεράματα και πως, ό,τι τεχνάσματα κι αν μεταχειρίζεται, δεν μπορεί να κρύψει την πλήρη αδυναμία του να υψώσει τον πραγματικό πλούτο της ανθρωπότητας.
Βλέπαμε, λοιπόν, ότι οι «ανοιχτές αγορές» δεν έκαναν τίποτ’ άλλο από το να διαλύουν την παραγωγική βάση των ανεπτυγμένων χωρών και να σπρώχνουν τα κεφάλαια σε «φούσκες», που συνεχώς έσκαγαν. Ότι η ενθάρρυνση της μετακίνησης εργατικού δυναμικού από τους καπιταλιστές, με σκοπό τη διάλυση των κατακτήσεων της οργανωμένης εργατικής τάξης, ήταν αδιέξοδη, γιατί οι μάζες αυτές δεν μπορούσαν να αφομοιωθούν στις χώρες υποδοχής. Ότι η στροφή σε μια οικονομία βασισμένη στη φθηνή και «ευέλικτη» εργασία απαξίωνε το εργατικό δυναμικό. Ότι το πολύ μεγάλο διεθνοποιημένο κεφάλαιο, που κέρδιζε από το «άνοιγμα των αγορών», δεν μπορούσε να σταθεί χωρίς τη στήριξη της πλατιάς αστικής τάξης, που όμως μεγάλα κομμάτια της έβγαιναν ζημιωμένα. Βλέπαμε, τέλος, ότι, όσο κι αν η τάση ιστορικά είναι η διεθνοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων, ο καπιταλισμός δεν μπορεί να κλείσει σε ένα φέρετρο το εθνικό κράτος και να το πετάξει στη θάλασσα.
Όλα αυτά, όμως, δεν τα βλέπαμε μόνο εμείς. Τα έβλεπε και ο εμπειρότερος καπιταλισμός του κόσμου, ο αγγλικός, και ο ισχυρότερος, ο αμερικανικός. Δεν έχουμε λοιπόν να κάνουμε εδώ με «λαϊκιστές», όπως λένε οι ηττημένοι νεοφιλελεύθεροι, αλλά με αντικειμενικές τάσεις που προέκυψαν από συγκεκριμένες αντιφάσεις του συστήματος.

2. Τι έχουμε μπροστά μας, λοιπόν, μετά από αυτές τις κομβικές διεθνείς εξελίξεις; Κατ’ αρχάς, όλος ο καπιταλισμός θα κινηθεί προς το φάσμα του εθνικού προστατευτισμού, ανεξαρτήτως του αν το πολύ μεγάλο διεθνοποιημένο κεφάλαιο και διάφορες αστικές πολιτικές δυνάμεις θα παλέψουν υπέρ της προηγούμενης στρατηγικής. Ακόμα και αστικές τάξεις που είναι υπέρ των «ανοιχτών αγορών» θα πρέπει κάπως να προστατευθούν… από τα προστατευτικά μέτρα των ανταγωνιστών τους. Σε ένα τέτοιο σκηνικό, θα αλλάξουν πολλά τόσο στις διεθνείς καπιταλιστικές ισορροπίες όσο και στις εσωτερικές ταξικές ισορροπίες της κάθε χώρας χωριστά. Η πρόβλεψή μας είναι ότι στο νέο σκηνικό αυτός που θα δεχθεί τις μεγαλύτερες πιέσεις είναι η Ευρώπη ως σύνολο και ειδικά ο γερμανικός ιμπεριαλισμός. Στο Βερολίνο θα έκαναν καλά να αρχίσουν να επεξεργάζονται σχέδια για μια Γερμανία χωρίς την «αυλή» της Ε.Ε., η λειτουργία της οποίας δεν ήταν παρά ένας τεράστιος προστατευτικός φραγμός για τη γερμανική βιομηχανία και τις γερμανικές τράπεζες. Όπως είχαμε εκτιμήσει πολλές φορές, η Ρωσία δεν θα είναι απέναντι στην Αμερική, οπότε τα δύο μεγάλα ζητήματα που θα καθορίσουν τον παγκόσμιο συσχετισμό δύναμης θα είναι η αντιπαράθεση Αμερικής-Κίνας και η νέα διαίρεση της Ευρώπης, που τη θεωρούμε αναπόφευκτη.
Είναι προφανές ότι ο ανανεωμένος προστατευτισμός δεν θα βοηθήσει τον καπιταλισμό να ξανανιώσει. Οι καπιταλιστές θα επιχειρήσουν να φορτώσουν στην εργατική τάξη και τα καταπιεζόμενα στρώματα το κόστος των προστατευτικών πολιτικών τους, όπως μας φόρτωσαν την κρίση που προκάλεσαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές τους. Αυτή τη φορά, όμως, θα είναι πιο δύσκολο να το πετύχουν. Οι διαμάχες ανάμεσα στις διάφορες εθνικές αστικές τάξεις, η ιδεολογική διάψευση που έχει υποστεί το σύστημα, ακόμα και το γεγονός ότι τα υπερεθνικά κέντρα αποφάσεων θα αποδυναμωθούν σε έναν βαθμό, όλα αυτά θα διευκολύνουν την άμυνα των καταπιεζόμενων στρωμάτων. Εν μέσω όξυνσης των εθνικών ανταγωνισμών, πολλές αστικές τάξεις που θα βρεθούν σε δυσχέρειες θα απευθυνθούν στη μικροαστική και την εργατική τάξη για στήριξη, και αυτό θα δημιουργήσει ευκαιρίες για ανατροπή του συσχετισμού.
Από την άλλη, οι καπιταλιστές, ακόμα κι αυτοί που είναι υπέρ του προστατευτισμού, θα κοιτάξουν να μας τρομοκρατήσουν και να μας διασπάσουν με τον μπαμπούλα του «πολέμου» και του «φασισμού». Σίγουρα, η παρακμή του καπιταλισμού από τη μια και η όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών από την άλλη δημιουργούν ένα ευνοϊκότερο έδαφος για την άνοδο του εθνικισμού, για νέους πολέμους, για την εμφάνιση υπερ-αντιδραστικών εφεδρειών του συστήματος. Όμως, τίποτα από αυτά δεν έχει έναν νομοτελειακό χαρακτήρα. Τοπικοί και περιφερειακοί πόλεμοι γίνονταν, γίνονται και θα γίνονται, και σίγουρα θα αυξηθούν σε έναν βαθμό. Απέχουμε όμως από έναν πραγματικά μεγάλο πόλεμο τόσο όσο απέχει η στρατιωτική ισχύς των ΗΠΑ από εκείνη των χωρών που θα ήθελαν να αμφισβητήσουν την αμερικανική ηγεμονία, π.χ. Γερμανία. Και η απόσταση αυτή είναι μεγάλη. Για να μη μιλήσουμε για τις κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις ενός τέτοιου πολέμου, που δεν υπάρχουν σήμερα. Επίσης, η άνοδος εδώ ή εκεί της ακροδεξιάς, του σοβινισμού κ.λπ. δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην και άνοδο του φασισμού. Ο φασισμός δεν είναι κοινοβουλευτικό κόμμα αλλά κοινωνικό κίνημα. Φασιστικά έμβρυα υπάρχουν λίγο πολύ σ’ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, πραγματικό φασιστικό κίνημα όμως δεν υπάρχει ακόμα σε καμία.
Η συνειδητή εργατική τάξη, η επαναστατική πρωτοπορία, όλοι όσοι παλεύουν ενάντια στην καπιταλιστική βαρβαρότητα, μόνο ευχαριστημένοι μπορούν να είναι από τις διαιρέσεις και τις διαμάχες μεταξύ των καπιταλιστών. Στον βαθμό βέβαια που θα αποφασίσουμε να εκμεταλλευθούμε ενεργητικά τα ρήγματα στο στρατόπεδο του αντιπάλου, ανεβάζοντας την αυτοπεποίθηση της εργατικής τάξης και, κυρίως, ρίχνοντας το βάρος μας σε αυτό που μας λείπει για να βγούμε νικητές από αυτόν τον πόλεμο: μια ηγεσία. Πιστεύουμε ότι και στο κεφαλαιώδες ζήτημα της ηγεσίας, η ήττα των φιλελεύθερων ιδεολογημάτων, που είχαν δυστυχώς διαβρώσει και την αριστερή διανόηση και τα ανώτερα στρώματα της εργατικής τάξης, θα δημιουργήσει θετικότερες συνθήκες.

3. Στα της Ελλάδας τώρα, η σημαντικότερη εξέλιξη είναι η μικρή ελάφρυνση του χρέους που έδωσε το Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου. Δεν γνωρίζουμε ακόμα τον ακριβή λογαριασμό που θα κληθεί να πληρώσει ο ελληνικός λαός, αλλά οι «δανειστές» συνέδεσαν αυτή τη μικρή ελάφρυνση με εξοντωτικά δημοσιονομικά πλεονάσματα (3,5%) για πολλά χρόνια, ενώ παραμένουν στο τραπέζι η δραστική μείωση κύριων συντάξεων και αφορολόγητου (που ζητάει το ΔΝΤ), τυχόν έκτακτα μέτρα για τη «2η αξιολόγηση», που δεν έχει κλείσει ακόμα, ο λεγόμενος «αυτόματος κόφτης» των δημοσίων δαπανών και ακόμα πιθανά νέα αντεργατικά μέτρα στο εργασιακό. Θα μπορούσε αυτή η ιστορία να καταλήξει σε μια επανάληψη του φιάσκου του «κουρέματος» του χρέους επί Βενιζέλου (PSI, 2012), αλλά δεν πρέπει να υποτιμούμε τις νέες παραμέτρους, όπως είναι οι ευρωπαϊκές εξελίξεις, καθώς και τα πρώτα σημάδια μιας ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας, ύστερα από 8 χρόνια.
Η ανάκαμψη αυτή, που επιβεβαιώνεται από τις εκτιμήσεις όλων των καπιταλιστικών επιτελείων για το 2017, δεν περιμένουμε σε καμιά περίπτωση να συνοδεύεται από πραγματική ανάπτυξη του παραγωγικού τομέα ούτε να μειώσει σοβαρά την ανεργία. Όμως, ακόμα κι έτσι, μπορεί να έχει θετικές συνέπειες για το ηθικό και τις διεκδικήσεις της εργατικής τάξης. Και αυτό ακριβώς προβληματίζει τον ταξικό αντίπαλο. Η εγχώρια μεγαλοαστική τάξη και τα πιο αντιδραστικά τμήματα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου πιστεύουν ότι η εσωτερική υποτίμηση θα πρέπει να συνεχιστεί, ότι η ελληνική εργατική τάξη θα πρέπει να πέσει ακόμα πιο χαμηλά, ότι η εργαζόμενη ελληνική οικογένεια θα πρέπει να μάθει να ζει ακόμα πιο φτωχά. Ούτως ώστε ο θετικός κύκλος για το κεφάλαιο να ξεκινήσει με την εργατική τάξη όσο το δυνατόν πιο υποταγμένη, ατομικοποιημένη και τρομοκρατημένη. Αυτή ακριβώς είναι η μάχη που έχουμε μπροστά μας για την επόμενη περίοδο και από αυτή θα κριθεί και ο γενικότερος κοινωνικός και πολιτικός συσχετισμός.
Το πιο συνειδητό κομμάτι της εργατικής μας τάξης θα πρέπει να μπει δυναμικά σε αυτή τη μάχη. Ξέρουμε ότι οι συνθήκες για οργανωμένους εργατικούς αγώνες αυτή τη στιγμή είναι δύσκολες. Όμως, μια πρωτοπορία που θα «διαβάσει» σωστά τις διεθνείς εξελίξεις και θα τις αξιοποιήσει για να δώσει έμπνευση, αυτοπεποίθηση και στρατηγική έστω και σε μικρά κομμάτια της τάξης μας μπορεί να αλλάξει αυτές τις συνθήκες. Ας σηκώσουμε τα μανίκια, λοιπόν! Μπροστά μας ανοίγεται μια εποχή από αυτές που γεννούν επαναστάτες και επαναστατικά κινήματα. Ας ανταποκριθούμε σε αυτό το κάλεσμα!

7.12.2016
Η Συντακτική Επιτροπή