Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

Από τη σκοπιά του μαρξισμού ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΛΙΤΑΡΙΣΜΟ

 


Ο μιλιταρισμός είναι ένα ζήτημα που, είτε συζητείται στη δημόσια σφαίρα είτε όχι, αφορά και πρέπει να απασχολεί όλο τον κόσμο και κυρίως την εργατική τάξη. Από της τσέπες μας βγαίνουν τα υπέρογκα ποσά για τους εξοπλισμούς και τις «αμυντικές δαπάνες» (άνω των 2 τρις δολαρίων σε παγκόσμια κλίμακα) και στα κορμιά μας φυτεύονται οι σφαίρες σε κάθε πόλεμο (βλ. Ουκρανία, Παλαιστίνη κ.λπ.). Αυτό το κατάλαβε βαθιά, ίσως βαθύτερα από τον καθένα, ο συνδημιουργός μαζί με τον Κάρολο Μαρξ του ιστορικού υλισμού, ο Φρειδερίκος Ένγκελς. Αν και δεν έδωσε ποτέ έναν ολοκληρωμένο ορισμό, στο βιβλίο του «Αντι-Ντύρινγκ» αναφέρει μια σειρά στοιχεία και παράγοντες που τον αποτελούν (εξοπλισμοί, σύνθεση και οργάνωση των κλάδων των ενόπλων δυνάμεων, τακτική και στρατηγική, παραγωγή πολεμικών όπλων κ.ά.).

Με λίγα λόγια, λοιπόν, ο μιλιταρισμός έχει να κάνει με τη στρατιωτικοποίηση της οικονομίας και επομένως σχετίζεται άμεσα με την εμφάνιση ανταγωνιζόμενων τάξεων, στο πέρασμα από την πρωτόγονη αταξική κοινωνία στη δουλοκτητική κοινωνία (στο πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα οι πόλεμοι ήταν σποραδικό και όχι μόνιμο φαινόμενο). Μετά από αυτά τα αναγκαία εισαγωγικά στοιχεία, μπορούμε να περάσουμε στην ανάλυση επίκαιρων και συχνών ερωτημάτων και να δώσουμε τη μαρξιστική απάντησή τους.

 

α) Είναι η βία πράξη της βούλησης, ας πούμε, ορισμένων αιμοσταγών και φιλοπόλεμων ηγετών;

Το ερώτημα αυτό το θέτουν (συνήθως) οι εκπρόσωποι των συμφερόντων της αστικής τάξης (πολιτικοί, δημοσιογράφοι κ.λπ.) που θέλουν να κρύψουν τα πραγματικά αίτια των πολέμων. Και για αυτό σπεύδουν να δώσουν θετική απάντηση και να υποδείξουν τον αντίπαλο πολιτικό ηγέτη ως «τρελό», «ψυχικά διαταραγμένο» και άλλα παρόμοια σε κάθε ξέσπασμα ενός πολέμου. Ωστόσο, όπως γράφει ο Ένγκελς: «Η βία δεν είναι μια απλή πράξη της βούλησης, αλλά χρειάζονται πολύ ρεαλιστικότερες προϋποθέσεις για την πραγματοποίησή της, ιδίως εργαλεία, που το πιο τέλειο από αυτά είναι σε θέση να υπερτερήσει πάνω στο λιγότερο τέλειο, ότι επιπλέον τα εργαλεία αυτά πρέπει να έχουν παραχθεί, πράγμα που σημαίνει με τη σειρά του ότι ο παραγωγός των πιο τέλειων εργαλείων βίας, κοινώς λεγομένων όπλων, μπορεί να νικήσει τον παραγωγό των λιγότερο τέλειων. Αποδεικνύεται λοιπόν με μια λέξη ότι η επικράτηση διά της βίας εξαρτάται από την παραγωγή όπλων και αυτά πάλι εξαρτώνται από την παραγωγή γενικά, δηλαδή από την “οικονομική ισχύ”, από τους οικονομικούς όρους, τους υλικούς δηλαδή όρους της κοινωνίας, που μπαίνουν στη διάθεση της βίας» (δικές μας οι υπογραμμίσεις). Σύμφωνα με τα παραπάνω, λοιπόν, τον πόλεμο τον εξαπολύουν πρώτα και κύρια εκείνοι που μπορούν, εκείνοι που έχουν τεχνολογικά εξελιγμένα όπλα, στα οποία βασίζουν την πεποίθησή τους για τη νίκη, δηλαδή, εκείνοι με την πιο ανεπτυγμένη οικονομία. Βέβαια, επειδή ο Ένγκελς δεν έχει μια στενή, οικονομίστικη, αλλά μια πλατιά διαλεκτική προσέγγιση μιλάει για «υλικούς όρους», μέσα στους οποίους συμπεριλαμβάνει σε άλλο σημείο του βιβλίου τον ανθρώπινο παράγοντα (πληθυσμός-εξειδίκευση στρατεύματος) αλλά και τη γεωγραφία. Πέραν όμως των ρεαλιστικών προϋποθέσεων που αναφέραμε, πρέπει να τονίσουμε για άλλη μια φορά (καταρρίπτοντας το επιχείρημα περί «τρελών ηγετών») ότι ο μιλιταρισμός συνδέεται με την ύπαρξη ανταγωνιστικών τάξεων και πιο συγκεκριμένα με την ύπαρξη αντιτιθέμενων οικονομικών συμφερόντων. Έτσι ξεσπούν πόλεμοι και χρησιμοποιείται ο μιλιταρισμός μεταξύ εθνών-κρατών που επιδιώκουν να λύσουν τις αντιθέσεις τους και να ξαναμοιράσουν πηγές πρώτων υλών-αγαθών, αγορές, εδάφη κ.λπ. στη βάση νέων κάθε φορά συσχετισμών δύναμης.

 

β) Τελικά θέλουμε ή όχι την κατάργηση του στρατού;

Από θέση αρχής, κάθε κομμουνιστής θέλει ταυτόχρονα με την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, ταυτόχρονα με την εγκαθίδρυση της αταξικής-κομμουνιστικής κοινωνίας και του αντίστοιχου τρόπου παραγωγής, την οριστική κατάργηση των αντιθέσεων μεταξύ των εθνών και επομένως το σταμάτημα των πολέμων και την κατάργηση των στρατών. Ωστόσο, πολλοί έχουν μπερδέψει, καλόπιστα, ή διαστρεβλώσει αυτή την αρχή και την έχουν αντικαταστήσει επί της ουσίας με τη θέση υπέρ της κατάργησης της υποχρεωτικής θητείας και της δημιουργίας επαγγελματικού στρατού. Αυτή η θέση είναι πέρα για πέρα αντιδραστική! Όχι μόνο γιατί σε περιπτώσεις γενικευμένων πολέμων δεν θα έφτανε το ανθρώπινο προσωπικό και θα έπρεπε να επιστρατευτούν και άλλοι, απλοί πολίτες, ή γιατί κάθε επαγγελματικός στρατός υπακούει μόνο στις εντολές των αφεντικών του, δηλαδή της άρχουσας τάξης, και για αυτό είναι και πιο αδίστακτος (πράγματα βέβαια καθόλου ανάξια λόγου), αλλά κυρίως γιατί, όπως γράφει ο Ένγκελς (πάλι στο «Αντι- Ντύρινγκ») με το «να καταπιάνονται όλο και πιο σοβαρά με τη γενική υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και έτσι στο τέλος να εξοικειώνουν ολόκληρο τον λαό στον χειρισμό των όπλων, κάνοντάς τον έτσι ικανό στη δεδομένη στιγμή να επιβάλει τη δική του θέληση πάνω στη μεγαλόσχημη στρατιωτική διοίκηση. Και η στιγμή αυτή θα έρθει μόλις οι τεράστιες λαϊκές μάζες –οι εργάτες της υπαίθρου και της πόλης και οι αγρότες– αποκτήσουν την απαραίτητη θέληση. Στο σημείο αυτό ο στρατός των δυναστών θα μετατραπεί σε λαϊκό στρατό. Η στρατιωτική μηχανή αρνείται υπηρεσία και ο μιλιταρισμός εξαφανίζεται, σύμφωνα με τη διαλεκτική της ίδιας του της ανάπτυξης» (δικές μας οι υπογραμμίσεις). Η εξοικείωση λοιπόν των εργατών με τα όπλα και η χρήση τους κατά της αστικής τάξης την κρίσιμη στιγμή αποτελεί βασική προϋπόθεση της κατάργησης του μιλιταρισμού και, σε βάθος χρόνου, της απονέκρωσης του θεσμού του στρατού

 

γ) Ποια θέση πρέπει να έχει το διεθνιστικό εργατικό κίνημα απέναντι στον μιλιταρισμό και τους πολέμους;

Το προλεταριάτο είναι αντίθετο σε κάθε επεκτατικό, ληστρικό, κατακτητικό πόλεμο. Τέτοιος πόλεμος μπορεί να είναι ακόμα και ενός κράτους αρχικά αμυνόμενου, το οποίο όμως μετά από επιτυχημένη αντεπίθεση θα θελήσει, εξυπηρετώντας την άρχουσα τάξη του, να κερδίσει οφέλη απέναντι στο αρχικά επιτιθέμενο κράτος. Όλοι λοιπόν οι κατακτητικοί πόλεμοι εξυπηρετούν τα συμφέροντα των αστικών τάξεων και όχι της εργατικής τάξης ή του έθνους στο σύνολό του. Σε κάθε πόλεμο, οι εργατικές τάξεις (των δύο ή περισσοτέρων αντιτιθέμενων χωρών) είναι οι μόνες που μπορούν να δώσουν μια πραγματικά ειρηνική διέξοδο χωρίς την καταπίεση του ενός έθνους επάνω στο άλλο, γιατί έχουμε γνωρίσει ιστορικά και μια σειρά ματωμένες συνθήκες «ειρήνης», με επαίσχυντους όρους για τους ηττημένους, μεταξύ αστικών κρατών (όπως των Βερσαλλιών μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Το χρέος λοιπόν των εργατικών τάξεων όλων των χωρών της Γης είναι να δημιουργήσουν επαφές, να τις αναπτύξουν και τέλος να συναδελφωθούν. Να αντιτίθενται στους κατακτητικούς πολέμους των αστικών τάξεων και πάνω απ’ όλα να διεξάγουν κοινό αγώνα απέναντι στις αστικές τάξεις, μετατρέποντας την κατάλληλη στιγμή τον πόλεμο σε επανάσταση. Οι επαναστάσεις που θα πραγματοποιήσουν θα είναι αρχικά σε εθνικό επίπεδο,  όμως για να επιβιώσουν, να στερεωθούν, να αναπτυχθούν και να μην εκφυλιστούν (όπως έγινε στον 20ό αιώνα) θα πρέπει να οδηγήσουν σε μια παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση, που θα κοινωνικοποιήσει τα παγκόσμια μέσα παραγωγής και θα ανοίξει τον δρόμο για έναν άλλο κόσμο, χωρίς εκμετάλλευση, χωρίς πολέμους, έναν κόσμο πραγματικής ελευθερίας και ισότητας.

 

Ιωάννης Νικολάου-Μπράζιος


ΥΓ. Για το άρθρο χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία και από σχετική εισήγηση του υπογράφοντος στο Ανοιχτό Φιλοσοφικό Σχολείο καθώς και από το βιβλίο του Δημήτρη Ντούσα «Φιλοσοφία του ιστορικού γίγνεσθαι».