Και ενώ κατά το πρώτο διάστημα οι επιθέσεις διεξάγονταν κυρίως στη Λωρίδα της Γάζας, τον τελευταίο ενάμιση περίπου μήνα έχουν διενεργηθεί πάρα πολλές και στη Δυτική Όχθη. Μάλιστα, στα τέλη του περασμένου μήνα έλαβε χώρα εκεί η μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση (με τεθωρακισμένα οχήματα, εκατοντάδες στρατιώτες, μπουλντόζες και ελεύθερους σκοπευτές) από το 2002 (2η Ιντιφάντα). Παράλληλα σημειώνεται και μια νέα έξαρση βίαιων εποικισμών, με αποτέλεσμα να υπάρχουν αρκετές πιθανότητες για μετατροπή της Δυτικής Όχθης σε μια «νέα Γάζα», αποκαλύπτοντας έτσι για ακόμη μια φορά τον ληστρικό χαρακτήρα του σημερινού ισραηλινού καθεστώτος, που βασική του επιδίωξη ήταν εξαρχής ο εκτοπισμός των Παλαιστινίων, το άρπαγμα της γης και των σπιτιών τους – και όχι η εξόντωση της Χαμάς. Παρόλα αυτά όμως, ο παλαιστινιακός λαός επιδεικνύει ηρωική αντοχή και καθυστερεί τις ισραηλινές επιχειρήσεις, οι οποίες απέχουν αρκετά από τον στόχο τους.
Παράλληλα, στις διεθνείς εξελίξεις, το τεράστιο κίνημα αλληλεγγύης υπέρ της Παλαιστίνης που κορυφώθηκε στις αρχές του καλοκαιριού και συνεχίζει να υπάρχει, αν και σε ύφεση, ανάγκασε, όπως είχαμε σημειώσει και σε προηγούμενο φύλλο μας, σε αναδίπλωση κυβερνήσεις, αντιπολιτεύσεις, πανεπιστήμια κ.λπ. Μάλιστα, στις 19 Ιουλίου το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης διακήρυξε πως το Ισραήλ κατέχει παράνομα τη Δυτική Όχθη, την Ανατολική Ιερουσαλήμ και τη Γάζα, πως πρέπει να σταματήσει την εποικιστική δραστηριότητα, να τερματίσει την παράνομη κατοχή αυτών των περιοχών το συντομότερο δυνατό και να δώσει και αντίστοιχες αποζημιώσεις. Τέτοια ψηφίσματα, ανακοινώσεις κ.λπ. βρίσκονται προφανώς σε μια σωστή κατεύθυνση και δεν εκμηδενίζουμε τη σημασία τους ή την πίεση που μπορούν να ασκήσουν. Όπως σημείωσε όμως και ο απερχόμενος επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Μπορέλ, «η διεθνής κοινότητα καταδικάζει, λυπάται, συμπονεί, αλλά το βρίσκει δύσκολο να αναλάβει δράση». Ιδιαίτερα όταν οι ισχυρότεροι υποστηρικτές του Ισραήλ συνεχίζουν να είναι με το μέρος του και να το εξοπλίζουν. Γνωρίζουμε πολύ καλά τη δύναμη και την επιρροή του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος των ΗΠΑ και πως εδώ και έναν χρόνο δεν σταματά, σε συνεννόηση με την κυβέρνηση των Δημοκρατικών, να παρέχει όπλα αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων στο Ισραήλ, αποκομίζοντας τεράστια συμβόλαια, έσοδα και κέρδη.
Από την άλλη, εντός του Ισραήλ η δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβέρνηση Νετανιάχου και τον πόλεμο μεγαλώνει με γρήγορους ρυθμούς. Η είδηση της ανάκτησης 6 πτωμάτων Ισραηλινών ομήρων στη Γάζα πυροδότησε από τις 2/9 και μετά τεράστιες διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας καθώς και τη γενική απεργία της 7/9, που παρέλυσε το κράτος. Εκατοντάδες χιλιάδες φωνάζουν για την επιστροφή όλων των ομήρων μέσω μια συμφωνίας ειρήνης. Ένα από τα βασικά συνθήματα είναι: «Μια συμφωνία που δεν έχει υπογραφεί δολοφονεί τους πάντες».
Αυτές οι διεργασίες μέσα στην ισραηλινή κοινωνία είναι σε θετική κατεύθυνση. Μόνο αν συνεχιστούν, ενταθούν και αποκτήσουν και βαθύτερα πολιτικά στοιχεία, θα μπορέσει ο ισραηλινός λαός να βγει από την παρούσα ζοφερή και για τον ίδιο κατάσταση. Άλλωστε, η είδηση του θανάτου των ομήρων είναι η σταγόνα που ξεχείλισε ένα ποτήρι που γεμίζει χρόνια τώρα από την αντιδραστική και αντιδημοκρατική πολιτική της ακροδεξιάς κυβέρνησης Νετανιάχου, η οποία και εργαλειοποιεί το Παλαιστινιακό για να εγκλωβίζει τη συνείδηση του ισραηλινού λαού και να συγκαλύπτει τα πραγματικά προβλήματα που τον ταλανίζουν. Και ακριβώς για αυτόν τον λόγο δεν είναι παράλογο ή ουτοπικό να πιστεύουμε ότι κάποια στιγμή ο ισραηλινός λαός θα καταλάβει ότι η προοπτική της ειρήνης στη βάση των δύο κρατών είναι και για το δικό του συμφέρον. Σε αυτήν την κατεύθυνση λοιπόν, όσο δύσκολες και να είναι οι παρούσες συνθήκες, οφείλουν να παλέψουν τα πλέον πρωτοπόρα τμήματα του ισραηλινού και του παλαιστινιακού λαού.
Ιωάννης Νικολάου-Μπράζιος