Τρίτη 17 Απριλίου 2018

Επιστολή του Γιώργου Βιτσώρη στους Έλληνες Τροτσκιστές για το ζήτημα της συμμετοχής στο κίνημα της Αντίστασης



Ο Γιώργος Βιτσώρης υπήρξε ουσιαστικά ο πολιτικός ηγέτης των Ελλήνων Κομμουνιστών-Τροτσκιστών της προπολεμικής περιόδου, της οργάνωσης ΚΟΜΛΕΑ (ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης) και βασικός υπεύθυνος έκδοσης της εφημερίδας της οργάνωσης, της «Πάλης των Τάξεων». Το 1938 πήρε μέρος στο ιδρυτικό συνέδριο της Τετάρτης Διεθνούς στη Γαλλία και από το 1940 συμμετείχε στη γαλλική Αντίσταση. Η παρούσα επιστολή προς τους Έλληνες τροτσκιστές στάλθηκε από τη Γαλλία μεταξύ τέλους του πολέμου και της έναρξης του εμφυλίου, 1946, με το ψευδώνυμο «Γρηγοριάδης». Θεωρούμε ότι είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό ντοκουμέντο για την ιστορία του ελληνικού αλλά και του διεθνούς τροτσκιστικού κινήματος. 


Ο χαρακτηρισμός του ΕΑΜ σαν ένα κίνημα που αποτελεί προέκταση του αγγλοσαξονικού μετώπου επιχειρήσεων στο εσωτερικό της χώρας, είναι όχι μόνο στείρος, μα και αντικειμενικά αντεπαναστατικός. Είναι αναμφισβήτητο ότι ο αγγλοσαξονικός ιμπεριαλισμός εκμεταλλεύτηκε τα κινήματα αντίστασης στις χώρες που ήταν κατειλημμένες από τις δυνάμεις του Άξονα. Βοήθησε σ’ αυτό από τις ρεφορμιστικές και σταλινικές ηγεσίες. Αλλά αυτά τα κινήματα ήταν πάνω από όλα κινήματα καταπιεσμένων μαζών για την υπεράσπιση των οικονομικών τους κατακτήσεων και των ελευθεριών τους. Ήταν η προσφορά της πάλης τους ενάντια στους δικούς τους καπιταλισμούς. Και η πάλη ενάντια στον καπιταλισμό δεν γίνεται με αφορισμούς γενικού τύπου. Γίνεται με απεργίες, με διαδηλώσεις, με συμπλοκές. 

Και όταν οι μάζες μπαίνουν στον αγώνα και πολεμάνε με τις γροθιές τους ή με όπλα, δεν έχουν μπροστά τους ούτε τους Λοβέρδους, ούτε τους Μποδοσάκηδες, αλλά τις οπλισμένες τους δυνάμεις: την εποχή της γερμανικής κατοχής την Γκεστάπο, τα SS και τους βασιλικούς με τους ντόπιους πράκτορες τους – σήμερα, τα συντάγματα του Σκόμπι. Φυσικά, η γερμανική κατοχή γέννησε μεγάλες πατριωτικές αυταπάτες και οι ηγεσίες, σταλινική και ρεφορμιστική, έβαλαν τα δυνατά τους για να δυναμώσουν αυτές τις αυταπάτες: σύγχυσαν το κίνημα των καταπιεσμένων μαζών με το εθνικιστικό κίνημα της μπουρζουαζίας. Το καθήκον μας ήταν όχι να γυρίσουμε την πλάτη στις μάζες και να μείνουμε “πάνω από το ρεύμα”, αλλά να μπούμε μέσα στον αγώνα με το πρόγραμμα και τα συνθήματα μας και να προσπαθήσουμε να του δώσουμε ένα ταξικό και διεθνιστικό χαρακτήρα. “Ενάντια στο ρεύμα” δεν σημαίνει “πάνω από το ρεύμα”.

Ποια θα έπρεπε να είναι η πολιτική των τμημάτων της Τέταρτης Διεθνούς; Να αναγνωρίσουν το κίνημα των μαζών ενάντια στον ντόπιο καπιταλισμό και ενάντια στην ξένη καταπίεση σαν ένα κίνημα γεννημένο αυθόρμητα μέσα στις συνθήκες που δημιουργήθηκαν από την κατοχή. Να καταγγείλουν τη συμμαχία των εργατικών κομμάτων με τις εθνικές αστικές οργανώσεις “αντίστασης”. Να καταγγείλουν το σοβινιστικό χαρακτήρα της σταλινικής και σοσιαλιστικής πολιτικής. Να της αντιτάξουν ένα πρόγραμμα πάλης βασισμένο πάνω στην πάλη των τάξεων και το διεθνισμό. Στο σύνθημα “Θάνατος στους γερμαναράδες”!, να αντιτάξουν το σύνθημα της συναδέλφωσης με τους γερμανούς στρατευμένους εργάτες.

Στο πρακτικό μέρος: να διατηρήσουν την απόλυτη πολιτική ανεξαρτησία του κόμματος. Να μπάσουν τα μέλη τους μέσα σε όλες τις μαζικές οργανώσεις και να συμμετάσχουν στον αγώνα και να υπερασπίσουν τη διεθνιστική πολιτική παντού όπου αυτό είναι δυνατό. Να οργανώσουν, παντού όπου αυτό είναι δυνατό, σχηματισμούς εργατικούς και αγροτικούς, (παράνομα συνδικάτα, ομάδες παρτιζάνων, εργατικές πολιτοφύλακες) που θα πραγματοποιούσαν μέσα στην πάλη το ενιαίο μέτωπο με τις άλλες μαζικές οργανώσεις που διευθύνονταν από τους σοσιαλιστές και τους σταλινικούς. Να βάλουν μπροστά ένα πλάνο δουλειάς προς τους γερμανούς στρατιώτες για τη συναδέλφωση με τους εργαζόμενους των κατειλημμένων χωρών, για έναν κοινό αγώνα ενάντια στον κατακτητή ιμπεριαλισμό και τον «νικημένο» καπιταλισμό.

Σε σχέση με τον πόλεμο του 1914-1918 ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος παρουσιάζει δυο «ιδιομορφίες», η παραγνώριση των οποίων δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει σε πολιτική αυτοκτονία.
Η πρώτη είναι ότι ο εθνικοσοσιαλισμός, που βρέθηκε επικεφαλής των δυνάμεων του Άξονα, καθόρισε σαν στόχο του, όχι μόνο να συντρίψει τους αντιπάλους ιμπεριαλισμούς, αλλά επίσης να αναδιοργανώσει την Ευρώπη και όλο τον κόσμο σύμφωνα με τις φιλοσοφικές, κοινωνικές και πολιτικές του αντιλήψεις. Δεν περιορίστηκε μόνο σε μια στρατιωτική κατοχή. Χρησιμοποιώντας άμεσα ή έμμεσα τα ντόπια αντιδραστικά στοιχεία, ανέλαβε την εγκατάσταση του φασιστικού καθεστώτος. Επέβαλε το κορπορατίστικο σύστημα. Οι εργατικές οργανώσεις απαγορεύτηκαν τελείως. Οι ρατσιστικοί διωγμοί πήραν ανήκουστες διαστάσεις: οι Εβραίοι εξολοθρεύτηκαν κυριολεκτικά. Εκατομμύρια εργάτες κατάντησαν σκλάβοι με την Υποχρεωτική Υπηρεσία Εργασίας. Η Ευρώπη μετατράπηκε σε ένα πλατύ στρατόπεδο συγκέντρωσης. Κι αυτό δεν είχε ένα προσωρινό χαρακτήρα: ήταν η εθνικοσοσιαλιστική “νέα Ευρώπη” που θα έπρεπε να συνεχίζει να υπάρχει μετά τον πόλεμο, αν αυτός ο πόλεμος κερδιζόταν από το φασισμό. Πώς μπορεί να διατείνεται κανείς ότι το προλεταριάτο θα ’πρεπε να μείνει αδιάφορο μπροστά σ’ αυτή την απόπειρα ναζιστικοποίησης ολόκληρου του κόσμου δια της βίας; Πως μπορεί να διατείνεται κανείς ότι ο εργάτης που βγαίνει στο βουνό για να αποφύγει την υποχρεωτική εργασία, ο Εβραίος που παίρνει τα όπλα για να μην ψηθεί μέσα στα κρεματόρια, ο χωρικός που του προσέφερε άσυλο και που για να μη συλληφθεί, παίρνει κι αυτός το δρόμο του βουνού, δεν είναι παρά πράκτορες του αγγλοσαξονικού ιμπεριαλισμού; Και όταν αυτή η έξοδος προς τα βουνά αγκαλιάζει εκατομμύρια ανθρώπους στην Ευρώπη, βρίσκονται μαρξιστές που τους γυρίζουν την πλάτη και διακηρύχνουν ότι δεν έχουν τίποτα το κοινό με όλους αυτούς!

Η δεύτερη ιδιομορφία είναι η συμμετοχή της ΕΣΣΔ στον πόλεμο. Εδώ πρέπει πρώτα να διευκρινίσουμε τη θέση μας απέναντι στην ΕΣΣΔ. Εάν είναι μια καπιταλιστική χώρα – όπως διακηρύχνουν οι υπέρ-αριστεροί κάθε είδους – το ζήτημα της υπεράσπισης της δεν μπαίνει καθόλου. Αλλά εάν η ΕΣΣΔ, παρά το γραφειοκρατικό της εκφυλισμό, παραμένει ένα εργατικό κράτος – όπως διακηρύχνει η Τετάρτη Διεθνής – η υπεράσπιση της είναι για μας ένα πρωταρχικό καθήκον. Είναι η ΕΣΣΔ ή όχι η πρώτη μας προλεταριακή πατρίδα; Αν ναι, από τη στιγμή που βρίσκεται σε πόλεμο με άλλες χώρες καπιταλιστικές, είμαστε οι στρατιώτες της, σε οποιαδήποτε γωνία της γης κι αν βρισκόμαστε. Οφείλουμε να την υπερασπιστούμε με όλα τα μέσα – με τον τύπο μας και με την προπαγάνδα μας – με την κινητοποίηση των μαζών, τα όπλα, το αντάρτικο, το σαμποτάζ. Σ’ αυτή την περιπτώσει ο επαναστατικός ντεφαιτισμός παίρνει μέσα στην πρακτική μια καινούργια μορφή. Απέναντι στους ιμπεριαλισμούς που είναι σύμμαχοι με την ΕΣΣΔ, η στάση μας είναι η ίδια που είχαμε και χτες – πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού, ακόμα και κατά τη διάρκεια του πολέμου, γιατί πιστεύουμε ότι μόνο με το θρίαμβο της προλεταριακής επανάστασης θα γίνουν αυτές οι χώρες οι πραγματικοί σύμμαχοι της ΕΣΣΔ και θα ανοιχτούν καινούργιες δυνατότητες για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού παγκόσμια και την αναγέννηση της ΕΣΣΔ. Αλλά όταν ένα ή περισσότερα ιμπεριαλιστικά κράτη βρίσκονται σε πόλεμο ενάντια στην ΕΣΣΔ, εισβάλλουν στα εδάφη της και καταστρέφουν με τη φωτιά και το σιδερό το έργο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού του ρώσικου προλεταριάτου, η πάλη μας ενάντια σ’ αυτούς τους ιμπεριαλισμούς παίρνει το χαρακτήρα μιας άμεσης κινητοποίησης των καταπιεσμένων μαζών και της χρησιμοποίησης όλων των μέσων και πάνω απ’ όλα της στρατιωτικής δράσης (αντάρτικο, καταστροφή των μέσων επικοινωνίας, των αποθεμάτων, του υλικού, κατασκοπία προς όφελος της ΕΣΣΔ). Σε πρώτο πλάνο, φυσικά, βάζουμε το σύνθημα της συναδέλφωσης με τους στρατιώτες αυτών των χωρών. Τους καλούμε να στρέψουν τα όπλα τους ενάντια στους αξιωματικούς τους, να αρνηθούν να πολεμήσουν ενάντια στην ΕΣΣΔ, να περάσουν στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού, στη Ρωσία ή μέσα στον αντάρτικο στρατό στις κατεχόμενες χώρες. Όταν περνάνε στις γραμμές μας, τους υποδεχόμαστε σαν ταξικά αδέλφια. Αλλά ο ιμπεριαλισμός έχει πλήθος μέτρα για να παρατείνει για καιρό την υποταγή των στρατευμένων μαζών. Είναι ή όχι καθήκον μας να τον εμποδίσουμε να συντρίψει την ΕΣΣΔ, πριν τα πλήθη των στρατιωτών του ξυπνήσουν και περάσουν με το μέρος μας; Σε τι διαφέρει το καθήκον του έλληνα εργάτη ή του αντάρτη απ’ αυτό του ρώσου παρτιζάνου; Όταν ο πρώτος, ανατινάζοντας μια γέφυρα, εμποδίζει τη μεταφορά στρατού ή κανονιών για το ρωσικό μέτωπο, δεν υπερασπίζεται την ΕΣΣΔ; Και με τον ίδιο τρόπο που κι ο ρώσος παρτιζάνος εξολοθρεύει τα εχθρικά σώματα στα μετόπισθεν; Στον εμφύλιο πόλεμο οι επαναστατικές δυνάμεις βρίσκονται συχνά αναγκασμένες να ρίξουν πάνω στους στρατιώτες που ο ταξικός εχθρός έχει επιστρατεύσει με τη βία. Κι όμως ανάμεσα σ’ αυτούς τους στρατιώτες υπάρχουν εργαζόμενοι. Οφείλει κανείς να τους κερδίσει για την επανάσταση. Αλλά, στο μεταξύ, οφείλει κανείς πάνω απ’ όλα να υπερασπιστεί τα οδοφράγματα. Ο συναισθηματισμός δεν έχει καμία σχέση με τον πόλεμο, και κυρίως με τον εμφύλιο πόλεμο. Ο πόλεμος της ΕΣΣΔ ενάντια σε μια ή περισσότερες καπιταλιστικές χώρες υπόκειται, από πολλές απόψεις, στους ίδιους νόμους με τον εμφύλιο πόλεμο. Πρέπει να την υπερασπίσουμε ακόμα κι ενάντια σ’ εκείνους που πολεμάνε εναντίον της παρά τη θέληση τους. Οι διακηρύξεις μας για την χωρίς όρους υπεράσπιση της ΕΣΣΔ δεν θα ήταν παρά αξιοθρήνητη υποκρισία, αν τις συνοδεύαμε με πράξεις μόνο κάθε φορά που θα ήταν δυνατό. Περνώντας από το σχολείο του βουνού, πλατείες εργατικές, αγροτικές και μικροαστικές μάζες έμαθαν να κάνουν τον πόλεμο ενάντια στο καθεστώς. Έμαθαν να πυροβολούν ενάντια στις οπλισμένες δυνάμεις της μπουρζουαζίας. Έμαθαν να καταπατούν τους νόμους και να σπάζουν την καπιταλιστική πειθαρχία. Έμαθαν να οργανώνουν τάγματα, συντάγματα, μεραρχίες, να σχηματίζουν επιτελεία, να φτιάχνουν σχέδια δράσης. Έμαθαν να κατακτούν περιοχές και να τις κυβερνούν, να νομοθετούν, να δικάζουν, να διοργανώνουν τον ανεφοδιασμό, να βάζουν σε κίνηση το μηχανισμό της παραγωγής. Έμαθαν ότι ένας έξυπνος και τολμηρός εργάτης μπορεί να γίνει αξιωματικός πολύ πιο ικανός από έναν γιο αριστοκράτη που φοράει μονόκλ. Έμαθαν ότι η κατάληψη της εξουσίας δεν είναι ένα πράγμα αδύνατο.

Αυτό που έλειψε σ’ αυτές τις μάζες, ήταν μια μαρξιστική πολιτική ηγεσία. Δεν μπορέσαμε να τους δώσουμε αυτήν την ηγεσία, στη Γαλλία λόγω των δισταγμών μας και των αδυναμιών μας, στην Ελλάδα γιατί θέλαμε να κρατήσουμε «καθαρά τα χέρια». Η θέση του ηγέτη κατακτιέται μέσα στην πάλη. Όταν ένας εργάτης αγωνίζεται με τα’ όπλο στο χέρι, αντικρίζοντας σε κάθε στιγμή το θάνατο, δεν έχει ούτε τον καιρό ούτε τη διάθεση να αφήσει το οδόφραγμα του για να πάει ν’ ακούσει τα μαθήματα και τις συμβουλές κάποιου «αγνού» που στέκεται παράμερα νίβοντας τα χέρια του. Αλλά το ταξικό του ένστικτο επιτρέπει εύκολα να καταλάβει και να παραδεχτεί μια ταξική πολιτική, όταν του την εξηγεί ένας σύντροφος που βρίσκεται στο ίδιο οδόφραγμα και αντιμετωπίζει τους ίδιους κίνδυνους μ’ αυτόν. Θα διαβάσει με ενδιαφέρον μια εργατική εφημερίδα που του παρουσιάζει ένα επαναστατικό πρόγραμμα, όταν αυτή η εφημερίδα τον υποστηρίζει μέσα στον αγώνα του και μοιράζεται από τους συναγωνιστές του, αλλά θα απωθήσει με αποστροφή μια εφημερίδα που, κάτω από το πρόσχημα της «πίστης» στο επαναστατικό πρόγραμμα, τον καλεί στην παθητικότητα και στη λιποταξία.

Αυτό που χαρακτηρίζει την πρώτη περίοδο που ακολούθησε την «απελευθέρωση» των κατειλημμένων από τη Γερμανία χωρών, είναι η ορμητική είσοδος των οπλισμένων μαζών μέσα στον πολιτικό στίβο. Γύρω από τις παρτιζάνικες οργανώσεις που κατά τη διάρκεια της κατοχής βρισκόντουσαν λίγο – πολύ απομακρυσμένες από τα προλεταριακά κέντρα, συγκεντρώνονται με μιας οι καταπιεσμένες μάζες και κυρίως οι εργάτες. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, περνώντας από την παρανομία στη νομιμότητα, βλέπουν τον αριθμό των μελών τους να αυξάνει μ’ έναν ιλιγγιώδη ρυθμό. Οι «πατριωτικές» πολιτοφύλακες, των οποίων η σύνθεση, κατά μεγάλο μέρος, ήταν εργατική και που κατά τη διάρκεια της κατοχής αποτελούσαν κυρίως ένα είδος παράνομων ομάδων αυτοάμυνας μέσα στα εργοστάσια, τις συνοικίες και τα χωριά, μεταμορφώνονται στις μέρες της εξέγερσης σε ένοπλες μαζικές οργανώσεις των οποίων το δίχτυο καλύπτει όλη τη χώρα. Δεκάδες χιλιάδες εργάτες, προπαντός νέοι, μπαίνουν μέσα στους σχηματισμούς της στρατιωτικής αντίστασης (FFI στη Γαλλία, ΕΛΛΑΣ στην Ελλάδα). Όλες αυτές οι λαϊκές δυνάμεις και κυρίως το προλεταριάτο – του οποίου το ταξικό ένστικτο και η πρωτοβουλία επιβεβαιώθηκαν μέσα σ’ αυτά τα γεγονότα – μπαίνουν μέσα στην πολιτική ζωή χρησιμοποιώντας από τη δύναμη των πραγμάτων, επαναστατικές μεθόδους (διοργάνωση της τροφοδοσίας, χτύπημα της μαύρης αγοράς, εκκαθαρίσεις, εκτέλεση των χαφιέδων κλπ). Η περίοδος που ανοίγεται με την «απελευθέρωση», είναι αναμφισβήτητα μια περίοδος δυαδικής εξουσίας. Μέσα από τις καταπιεσμένες μάζες βγαίνουν καινούργια στελέχη (αξιωματικοί, οργανωτές, επιτροπές εργοστάσιων, κλπ). Τα συνδικαλιστικά στελέχη ανανεώνονται. Ένα νέο αίμα αρχίζει να κυλάει στις φλέβες των λαϊκών οργανώσεων. Η εμπιστοσύνη των μαζών στη δύναμη τους, η αναγέννηση των ελπίδων τους, η βεβαιότητα ότι είναι ικανές να συντρίψουν τις δυνάμεις της αντίδρασης, ότι είναι ικανές να κυβερνήσουν, τους ανοίγουν τις μεγαλύτερες προοπτικές.

Ποιες είναι οι αιτίες του γρήγορου εκφυλισμού και της συντριβής αυτού του κινήματος; Πριν απ’ όλα ο λανθασμένος προσανατολισμός που του έδωσαν τα παραδοσιακά κόμματα από τον καιρό της κατοχής, οι εθνικιστικές αυταπάτες που καλλιέργησαν, ο αισχρός σωβινισμός, η παραίτηση τους από κάθε ανεξαρτησία απέναντι στο εθνικιστικό κίνημα της αντί-γερμανικής μερίδας της μπουρζουαζίας, οι αυταπάτες που δημιούργησαν γύρω από την εθνική ενότητα και το ρόλο των αστών αρχηγών (Ντε Γκωλ στη Γαλλία), καθώς και το ρόλο του λεγόμενου ελευθερωτή, του αμερικανικού και εγγλέζικου ιμπεριαλισμού.

Κατεχόμενη από πανικό μπροστά στην έκταση του κινήματος και κυρίως μπροστά στον πρωτεύοντα ρόλο της εργατικής τάξης, η αστική τάξη συσπειρώθηκε γύρω από τους πολιτικούς της αντιπροσώπους και αποφάσισε να πάρει αποφασιστικά μέτρα. Οι δηλώσεις νομιμοφροσύνης των κομμουνιστών δεν την καθησύχαζαν, πρώτα γιατί δεν τους είχε εμπιστοσύνη, και έπειτα γιατί οι οπλισμένες μάζες μπορούσαν κάλλιστα, σε μια δοσμένη στιγμή, να απελευθερωθούν από την κομμουνιστική κηδεμονία και βρίσκοντας άλλους επαναστάτες ηγέτες, να βαδίσουν στο δρόμο της πάλης των τάξεων.

Η κατάσταση μπήκε στη φάση της διάλυσης του κινήματος, της οποίας η πορεία και οι μέθοδες διέφεραν σε κάθε χώρα ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες και τους διεθνείς όρους και προπαντός ανάλογα με το ρόλο των κομμουνιστικών κομμάτων. Στη Γαλλία π.χ. ο αφοπλισμός και η διάλυση των πατριωτικών πολιτοφυλακών, η απόλυση των αξιωματικών του FFI, η ανάκληση κάθε πρωτοβουλίας από τις οργανώσεις της Αντίστασης, έγιναν ειρηνικά χάρη στην ανοικτή και κυνική μεσολάβηση του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος. Στην Ελλάδα, όπου η θέση της σοβιετικής γραφειοκρατίας ήταν διαφορετική, το ελληνικό κομμουνιστικό κόμμα αντιτάχθηκε στον αφοπλισμό της Αντίστασης. Ο εγγλέζικος ιμπεριαλισμός – για τον οποίο η Ελλάδα αποτελεί ένα στρατηγικό σημείο από όπου εξαρτάται η ασφάλεια της διώρυγας του Σουέζ και του δρόμου προς τις Ινδίες – πέρασε στην άμεση κι ένοπλη επέμβαση. Η σύγκρουση του Δεκέμβρη ήταν αναπόφευκτη. Αυτή η σύγκρουση έδειξε τον καταπληκτικό δυναμισμό της ελληνικής Αντίστασης.

Η αντίσταση των μαζών στην ντόπια μπουρζουαζία και στον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό ήταν μια πράξη καθαρά επαναστατική, που είχε μια εξαιρετική απήχηση στο εξωτερικό. Αν η διεθνής κατάσταση ήταν διαφορετική, αν το προλεταριακό κίνημα στις άλλες χώρες δεν είχε ευνουχιστεί από τη σταλινική και ρεφορμιστική ηγεσία, αν η Σοβιετική Ένωση είχε ακολουθήσει μια διεθνιστική πολιτική, η Επανάσταση του Δεκέμβρη δεν θα είχε ίσως καταπνιγεί μετά από 33 μέρες ηρωικού αγώνα που προκάλεσε την κατάπληξη και τον θαυμασμό ολόκληρου του κόσμου.

Ο υποκειμενικός παράγοντας της συντριβής του επαναστατικού κινήματος του Δεκέμβρη, καθώς και της χωρίς μάχη ήττας των μαζών στις άλλες χώρες, είναι πάνω απ’ όλα η αδυναμία και τα βαριά σφάλματα των κομμάτων της Τέταρτης Διεθνούς που όχι μόνο δεν κατάλαβαν τη σημασία του κινήματος – τόσο κατά τη διάρκεια της κατοχής, όσο και μετά την «απελευθέρωση» - αλλά έφτασαν μέχρι το σημείο να το αρνηθούν, να το θεωρήσουν σαν ξένο προς τα συμφέροντα του προλεταριάτου. Κάλεσαν τους εργάτες να μείνουν στην μπάντα, δηλαδή να λιποτακτήσουν. Οι εργάτες δεν τους άκουσαν και είχαν δίκιο. Οι οπαδοί της Τέταρτης Διεθνούς, αποφασισμένοι να κρατήσουν «καθαρά τα χέρια» τους, στάθηκαν «πάνω απ’ το ρεύμα», δηλαδή πάνω και μακριά από τις μάζες. Άφησαν έτσι τους σταλινικούς και τους ρεφορμιστές ελεύθερους να γεμίσουν τα κεφάλια των μαζών με τη σοβινιστική τους προπαγάνδα. Και γιατί όλα αυτά; Επειδή οι αγωνιζόμενες μάζες δεν είχαν ένα ταξικό πρόγραμμα! Αλλά, ποιος τους είχε παρουσιάσει ένα ταξικό πρόγραμμα; Ποιος, έξω από την επαναστατική τους πρωτοπορία, θα μπορούσε να τους δώσει ένα ταξικό πρόγραμμα; Έχετε καθόλου σκεφτεί το γεγονός ότι η αντίσταση στις κατεχόμενες χώρες που στην αρχή ήταν προπαντός ένα «πατριωτικό» κίνημα με κοινωνική σύνθεση αστική και μικροαστική, άρχισε να παίρνει ένα μαζικό χαρακτήρα και να προσελκύει προλεταριακά στρώματα μετά την επίθεση ενάντια στην ΕΣΣΔ και την επιβολή της υποχρεωτικής εργασίας; Ότι το κίνημα μπήκε στην πιο αγωνιστική του φάση μετά τις πρώτες επιτυχίες του Κόκκινου Στρατού; Τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει ότι προσπαθώντας να ξεφύγει τη σκλαβιά της υποχρεωτικής εργασίας και την εξορία, ο εργάτης πήρε τα όπλα για να υπερασπίσει όχι την «πατρίδα», αλλά την ελευθερία του, το δικαίωμα του στην ελεύθερη δουλειά. Μην σας κακοφαίνεται, υπεραριστεροί, αυτό είναι ένα δικαίωμα ιερό και τελείως «ταξικό». Αυτό σημαίνει ότι με την είσοδο της ΕΣΣΔ στον πόλεμο ο εργάτης, συνειδητά ή ενστικτώδικα, ένοιωσε ότι η χώρα της σοσιαλιστικής επανάστασης βρισκότανε σε κίνδυνο και μαζί της το παγκόσμιο σοσιαλιστικό κίνημα. Αυτό δεν είναι ένα ιερό δικαίωμα, αλλά ένα ιερό καθήκον και ένα καθήκον ταξικό. Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης του πολέμου ενάντια στην ΕΣΣΔ, όταν οι στρατιές του Χίτλερ βάδιζαν «θριαμβευτικά» προς το Στάλινγκραντ, ήταν οι πιο θαρραλέοι, οι πιο συνειδητοί, οι πιο «πολιτικοί» από τους εργάτες που μπήκαν στον αγώνα. Και όταν η εποποιία του Στάλινγκραντ άλλαξε την όψη του πολέμου, οι πλατιές, διστακτικές μάζες, οι λιγότερο «πολιτικές», ενώθηκαν μαζί τους. Αυτή η σύμπτωση δεν σας λέει τίποτα;

Αλλά αυτοί που στα μάτια του εργάτη αντιπροσώπευαν γι’ αυτόν την Οκτωβριανή Επανάσταση, είχαν αναλάβει να γεμίσουν τα κεφάλια με πατριωτισμό. Βρισκόντουσαν εκεί, επικεφαλής των παράνομων συνδικαλιστικών οργανώσεων, επικεφαλής των πατριωτικών πολιτοφυλακών. Και ήταν θαρραλέοι. (Είναι χοντροκομμένα γελοίο να κατηγοράμε για δειλία τους σταλινικούς, όπως το κάνει η «Εργατική Πάλη» στο νούμερο της στις 31/12/1945). Βρισκόντουσαν μέσα στον αγώνα και ήξεραν να πεθαίνουν σαν ήρωες. Και έπεφταν στο πλευρό του εργάτη. Το δυστύχημα είναι ότι έπεφταν φωνάζοντας: «Ζήτω η πατρίδα».

Στο μεταξύ, οι «καθαροί» επαναστάτες, αφού διαπίστωσαν ότι οι εργάτες πάλευαν κάτω από μια «βρώμικη» σημαία, έπλεναν τα χέρια τους λέγοντας στους εργάτες: «Αν πηγαίνετε με τους “βρώμικους”, σας γυρίζουμε την πλάτη». Κι αυτοί ήταν θαρραλέοι, κι αυτοί ήξεραν να πεθαίνουν σαν ήρωες. Έπεφταν φωνάζοντας: «Ζήτω η παγκόσμια επανάσταση». Το κακό ήταν ότι έπεφταν μακριά από τις μάζες. Και το πρόγραμμα τους παρέμενε άγνωστο γι’ αυτές.

Στη διάρκεια της ισπανικής επανάστασης οι μάζες που πάλευαν ενάντια στον Φράνκο κι ενάντια στο διεθνή φασισμό, καθοδηγούνταν από τους αστούς δημοκράτες, τους σοσιαλπατριώτες, τους σταλινικούς, τους αναρχοσυνδικαλιστές, τους Βάσκους καθολικούς κ.λπ. Ο δημοκρατικός στρατός ήταν κάτω από τις διαταγές μιας κυβέρνησης που δεν είχε τίποτα το κοινό με την προλεταριακή επανάσταση. Οι Τροτσκιστές δεν έβαλαν στο ίδιο τσουβάλι τις μάζες και τους αρχηγούς τους. Έκαναν ότι ήταν δυνατό για να τις διαφωτίσουν. Αλλά βρέθηκαν μέσα στη φωτιά της μάχης, στην πρώτη γραμμή, και πολλοί απ’ αυτούς έπεσαν χτυπημένοι, άλλοι από τις σφαίρες του Φράνκο, κι άλλοι από σφαίρες της Γκε Πε Ου.

Το δικαίωμα της αυτονομίας των λαών είναι μια από τις βασικές διεκδικήσεις του μαρξιστικού-λενινιστικού προγράμματος. Αυτή η διεκδίκηση αποχτά πολύ μεγαλύτερη σημασία όταν πρόκειται για μια «μικρή χώρα» που ήταν, κι εξακολουθεί να είναι, κάτω από την επιρροή του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Καλούσαμε πάντα τις καταπιεζόμενες μάζες να παλέψουν ενάντια στο Σίτι (του Λονδίνου), ενάντια στον Χάμπρο, ενάντια στο Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, για την κατάργηση του χρέους στις ξένες δυνάμεις. Αν ρίξουμε μια ματιά στις εφημερίδες των ομάδων της αντιπολίτευσης πριν τον πόλεμο, θα βρούμε πολλές φορές αυτές τις διεκδικήσεις.

Και να που όταν ο ελληνικός λαός ορθώνεται ενάντια στις ένοπλες δυνάμεις του ιμπεριαλισμού που ανέκαθεν είχε μετατρέψει την ελληνική χερσόνησο σε προμαχώνα της υπεράσπισης του δρόμου στις Ινδίες, και τον ελληνικό λαό σε κρέας για τα κανόνια με σκοπό να εξυπηρετηθεί η ληστρική αυτή πολιτική, ξεχνάμε τα πάντα. Δεν διάβασα όλες τις εκδόσεις των ελλήνων συντρόφων πριν, στη διάρκεια και μετά τα Δεκεμβριανά. Αλλά μέσα σ’ αυτά που κατάφερα να προμηθευτώ, δεν βρήκα τίποτα που να δείχνει μια καθαρή θέση ενάντια στον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό και την ένοπλη επέμβαση του στην πολιτική ζωή της χώρας. Αυτό μας αφήνει αδιάφορους;

Το γαλλικό μας κόμμα θα πληρώσει κι αυτό πολύ ακριβά τη θέση, που για καιρό ήταν λαθεμένη, για το κίνημα της Αντίστασης. Χωρίς να φτάσει ως το σεχταριστικό παραλήρημα των ελλήνων συντρόφων μας, ακολούθησε μια γραμμή γεμάτη δισταγμούς, συστολές, και μόνο προς το τέλος βρήκε το σωστό δρόμο. Κι αυτό χάρη στο εσωτερικό δημοκρατικό καθεστώς και την έντονη, αλλά γόνιμη συζήτηση, ανάμεσα στις τάσεις – μια συζήτηση που συνεχίστηκε ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές της παρανομίας και της τρομοκρατίας.

Αυτή η διστακτική στάση δεν του επέτρεψε –παρά το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός των μαχητών του βρισκόταν στις πιο προχωρημένες γραμμές της Αντίστασης– να εξασκήσει μια αποφασιστική επιρροή στα γεγονότα αντιπαραθέτοντας το διεθνιστικό επαναστατικό πρόγραμμα του στη σοβινιστικοί και συμβιβαστική πολιτική των σοσιαλιστών και των σταλινικών.

Όλα αυτά είναι σοβαρά, πολύ σοβαρά. Τώρα πρέπει να διορθώσουμε την πολιτική μας. Γι’ αυτό πρέπει να ξεκινήσουμε από μια ειλικρινή, αυστηρή κι ανοικτή αυτοκριτική.

Στη γενική τους γραμμή, συμφωνώ με τις θέσεις της μειοψηφίας της «Εργατικής Πάλης», τόσο σ’ ότι αφορά το ΕΑΜ, όσο και στα Δεκεμβριανά, όσο και σ’ ότι αφορά τα άμεσα καθήκοντα, κυρίως πάνω στο θέμα «μοναρχία ΄η δημοκρατία» και πάνω στο σύνθημα «το ΕΑΜ στην εξουσία». Διάβασα σε μια απάντηση της Κεντρικής τους Επιτροπής ένα απόσπασμα όπου τους κατηγορούν ότι είχαν μια ασυνεπή στάση σε σχέση με τη θέση τους. Δεν μπορώ να γνωρίζω σε ποιες συνθήκες βρέθηκαν και πως έδρασαν. Αλλά ξέρω ότι όταν μια μειοψηφία ορθώνεται ενάντια στην πολιτική της πλειοψηφίας, πρέπει προτού σπάσει την πειθαρχία να παλέψει για να κερδίσει με τις απόψεις της την οργάνωση. Κάθε είδους ψυχολογικοί παράγοντες κι άλλοι παρεμβαίνουν σε παρόμοιες περιπτώσεις κι εμποδίζουν το γρήγορο ξεκαθάρισμα της κατάστασης. Πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη το γεγονός ότι η σταλινική ηγεσία του κινήματος της Αντίστασης ακολουθούσε μια πολιτική εξόντωσης των αντιπολιτευόμενων, ακόμα κι όταν αυτοί ήταν έτοιμοι να μπουν στις γραμμές του κινήματος. Το θέμα, πάντως, δεν περιορίζονταν στην είσοδο μερικών μαχητών στις γραμμές του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Ήταν πρώτα απ’ όλα η πολιτική των οργανώσεων μας που έπρεπε να είναι διαφορετική. Αν ήταν, τα πρακτικά προβλήματα θα μπορούσαν να είχαν λυθεί σύμφωνα με τις δυνατότητες κάθε στιγμής.

Νομίζω ότι είναι καιρός να τελειώνουμε με τις δόλιες μεθόδους της εσωτερικής πάλης. Σε κάθε περιπτώσει, για να αποφευχθεί οποιαδήποτε παρεξήγηση, σας διακηρύσσω ότι προσωπικά ήμουν συνεπής με τις απόψεις μου.

Γρηγοριάδης
10 Φλεβάρη 1946