Μετά τους διανομείς της efood, άλλος ένας σημαντικός εργατικός αγώνας, αυτός των λιμενεργατών της COSCO, είχε νικηφόρο αποτέλεσμα. Αυτοί οι αγώνες μάς δείχνουν τον δρόμο για να ξαναπάρουμε πίσω τις κατακτήσεις μας. Αυτό το πνεύμα αντίστασης πρέπει να επεκταθεί και ενάντια στον ολοκληρωτισμό που αναπτύσσεται με αφορμή την επιδημία, παίρνοντας τώρα τη μορφή ενός γενικού λοκντάουν εις βάρος των μη εμβολιασμένων. Να απαντήσουμε στην αντεργατική πολιτική και το αυταρχικό καθεστώς «εκτάκτων συνθηκών» με την ανυπακοή και την ενότητα!
Οι λιμενεργάτες της COSCO, εκτός του ότι έσπασαν στην πράξη τον αντεργατικό νόμο Χατζηδάκη, μας θύμισαν και την ανάγκη να ξαναδυναμώσουμε τα σωματεία μας. Είναι το μόνο όπλο εμάς των εργαζομένων για να υπερασπιστούμε τα δικαιώματά μας!
1. Η δεύτερη νίκη της ανυπότακτης εργατικής μας τάξης μέσα σε έναν μήνα, αυτή των λιμενεργατών της COSCO–μετά από εκείνη των διανομέων της efood–, διαπερνά σαν μια φωτεινή ακτίνα το ζοφερό σκηνικό που έχει στήσει το καθεστώς «εκτάκτων συνθηκών» και η πιο δεξιά κυβέρνηση των τελευταίων δεκαετιών. Αποδεικνύεται στην πράξη ότι η εργατική μας τάξη δεν έχει καταθέσει τα όπλα, δεν έχει τρομοκρατηθεί από τον αυταρχισμό και τους αντεργατικούς νόμους. Αποδεικνύεται ότι η τόλμη, η αφοβία και κυρίως η ενότητα μπορούν να φέρουν νίκες ακόμα και σε δύσκολες συγκυρίες, όπως η σημερινή. Αποδεικνύεται, τέλος, ότι η δύναμη για να αλλάξει ο συσχετισμός υπάρχει μέσα στην εργατική τάξη, και ιδίως στα πιο καταπιεσμένα στρώματά της· υπάρχει ακόμα περισσότερο εκεί που υπάρχουν εργατικά σωματεία που έχουν δουλέψει στη βάση, δεν ελέγχονται από καρεκλοκένταυρους γραφειοκράτες και είναι αποφασισμένα να πιάσουν τον ταύρο από τα κέρατα.
Ξεχωριστή σημασία σε σχέση με τον αγώνα στην COSCO έχει ότι έσπασε στην πράξη ο αντεργατικός νόμος Χατζηδάκη, αφού οι εργάτες αγνόησαν και τις δικαστικές αποφάσεις αλλά και όλες τις περιοριστικές προβλέψεις του νόμου (ηλεκτρονικές ψηφοφορίες, «έγκαιρη» προειδοποίηση, προσωπικό ασφαλείας κ.λπ.). Έτσι δημιουργείται ένα προηγούμενο, που πρέπει να αξιοποιηθεί άμεσα και από άλλους τομείς εργαζομένων, με την προοπτική μιας ευρύτερης, συντονισμένης μαζικής απείθειας στον νόμο Χατζηδάκη, που θα τον μετατρέψει σε κουρελόχαρτο.
Θα πρέπει να βάλουμε καλά στο μυαλό μας το εξής: σε αυτή τη φάση οι εργοδότες μας μας έχουν ανάγκη περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε. Αυτό υπήρξε πάντα στην ιστορία η πιο στέρεα βάση για μαζικούς και επιτυχημένους εργατικούς αγώνες. Δηλαδή, η δυνατότητα να πιέσεις τον εργοδότη με το να στερηθεί την εργασία σου σε μια περίοδο που την έχει απόλυτη ανάγκη – και όχι να σε πιέζει εκείνος με την απειλή της ανεργίας. Σε παγκόσμιο επίπεδο παρατηρείται μια άνοδος των εργατικών αγώνων. Αυτό οφείλεται σε πολλούς λόγους, οφείλεται όμως και στην έλλειψη εργατικού δυναμικού ως αποτέλεσμα της διαχείρισης της επιδημίας (π.χ. αναστολές-επιδόματα), αλλά και της μεγάλης ανάγκης των καπιταλιστών να ανακάμψουν γρήγορα από την κρίση της επιδημίας. Στη χώρα μας το φαινόμενο επιτείνεται και από τη μαζική φυγή νέων στο εξωτερικό τα τελευταία χρόνια.
Με δυο λόγια: ναι, τώρα είναι ευνοϊκές οι συνθήκες να διεκδικήσουμε ό,τι περισσότερο μπορούμε! (Και πρέπει κιόλας να βιαστούμε, προτού μια νέα διεθνής κρίση, π.χ. κρίση χρέους, που είναι πιθανή, αλλάξει και πάλι τις συνθήκες). Γι’ αυτό είναι επιτακτική ανάγκη να δυναμώσουμε τα σωματεία μας, γιατί χωρίς ισχυρά σωματεία, τα όποια κέρδη σε ατομική βάση θα είναι μικρά και προσωρινά.
2. Αυτές οι σημαντικές αγωνιστικές επιτυχίες της εργατικής μας τάξης δεν πρέπει να στρέψουν την προσοχή μας μακριά από την τεράστια απειλή της ενίσχυσης του καθεστώτος «εκτάκτων συνθηκών» (με πρόσχημα την επιδημία). Εξάλλου, και στη μία περίπτωση και στην άλλη, ο εχθρός είναι ο ίδιος: είναι η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, ως όργανο των πιο αδίστακτων τμημάτων της μεγαλοαστικής τάξης και ως η συνεπής έκφραση ενός καθεστώτος αυξανόμενα ολοκληρωτικού, κατασταλτικού και αντικοινωνικού.
Το τελευταίο, όπως έχουμε εξηγήσει, είναι μια παγκόσμια τάση, που ξεκινάει από τη βαθιά παρακμή του καπιταλισμού. Οι αστικές κυβερνήσεις στις περισσότερες χώρες όχι μόνο αντέδρασαν στην επιδημία με μέτρα κατασταλτικά-περιοριστικά των ελευθεριών (που αποδείχτηκαν και τελείως αναποτελεσματικά) αλλά άρπαξαν κυριολεκτικά την ευκαιρία να κάνουν αυτά τα μέτρα επίκεντρο της στρατηγικής τους, να τα επεκτείνουν και σε άλλους τομείς – και επιχειρούν τώρα να τα επιβάλουν στην κοινή συνείδηση ως αυτονόητα.
Στην τελευταία σχετική εξέλιξη στη χώρα μας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέβαλε από τις 6 Νοεμβρίου ένα καθεστώς λοκντάουν εις βάρος των μη εμβολιασμένων, εις βάρος δηλαδή του 40% του ελληνικού λαού! Οι μη εμβολιασμένοι ουσιαστικά επιτρέπεται να πάνε μόνο στο σούπερ μάρκετ και το φαρμακείο. Για να συνεχίσουν να εργάζονται θα πρέπει να ξοδεύουν από την τσέπη τους ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για ράπιντ τεστ. Πρόκειται για μια εγκληματική πολιτική, με βαριές κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές προεκτάσεις.Πρόκειται για μια πολιτική που απειλεί όλη την κοινωνία, και όχι μόνο τους μη εμβολιασμένους. Κι αυτό γιατί: πρώτον, και οι εμβολιασμένοι υφίστανται περιορισμούς (π.χ. τοπικά λοκντάουν, συνεχείς έλεγχοι πιστοποιητικών, ουρές αναμονής για είσοδο σε διάφορους χώρους κ.λπ.). Δεύτερον, οι εμβολιασμένοι σε λίγο θα θεωρούνται και αυτοί… ανεμβολίαστοι, αν δεν κάνουν την 3η δόση. Τρίτον, απομακρύνεται η προσοχή από τις ευθύνες της κυβέρνησης και από την κατεπείγουσα ανάγκη ενίσχυσης του συστήματος υγείας. Και τέταρτον, η υπονόμευση θεμελιωδών συνταγματικών ελευθεριών επεκτείνεται και παγιώνεται.
Σε κάθε περίπτωση, η παράδοση του ελέγχου του σώματός μας, των προσωπικών μας δεδομένων, της κυκλοφορίας και της επικοινωνίας σε καθεστώτα που πιστεύουν στη φυσική ανισότητα των ανθρώπων και στην υπεροχή της αγοράς έναντι της δημοκρατίας είναι μια πράξη αυτοκτονίας.
Από την άλλη, έχει αποδειχθεί πλέον ότι οι εμβολιασμένοι κολλάνε και μεταδίδουν τον ιό και ότι η «ανοσία» από τα εμβόλια κρατάει πολύ λίγο. Αυτά έχουν αρχίσει δειλά δειλά να λέγονται ακόμα και από κυβερνητικά χείλη. Μέχρι πριν λίγες εβδομάδες όσοι έλεγαν τέτοια πράγματα χαρακτηρίζονταν «ψεκασμένοι»· και σήμερα οι κρατικοί επιδημιολόγοι ανοίγουν θέμα υποχρεωτικής 3ης δόσης ακόμα και στους τέσσερις μήνες από τη 2η! Αυτό που δεν θα ακουστεί, βέβαια, από κυβερνητικά χείλη είναι ότι μια στρατηγική επένδυση στο σύστημα υγείας (και ιδίως στην πρωτοβάθμια υγεία) θα έσωζε ζωές· και δεν θα ακουστεί ακριβώς γιατί η πολιτική αυτής της κυβέρνησης είναι η ιδιωτικοποίηση της υγείας.
Η διατήρηση και ενίσχυση του κοινωνικού αυτοματισμού, της στοχοποίησης, των διαχωρισμών εξυπηρετεί ξεκάθαρα πολιτικούς σχεδιασμούς. Η εμπειρία των αστών από το «δόγμα του σοκ» που εφαρμόστηκε το 2010 δεν πήγε χαμένη. Η κυβέρνηση ουσιαστικά παραδέχεται ότι η μόνη ουσία των μέτρων είναι να πιέσουν τους ανεμβολίαστους να πάνε να εμβολιαστούν. Αυτό ομολογείται με πρωτοφανή κυνισμό γιατί η κυβέρνηση ξέρει ότι έχει τη στήριξη σύσσωμων των ΜΜΕ αλλά έχει και την –άμεση ή έμμεση– συναίνεση όλης της κοινοβουλευτικής «αντιπολίτευσης».
3. Όλα τα παραπάνω υπογραμμίζουν ότι υπάρχει και η αναγκαιότητα αλλά και η δυνατότητα αντίστασης σε δύο κύρια μέτωπα. Πρώτον, αντίσταση στον αντεργατικό νόμο Χατζηδάκη και την ασυδοσία της εργοδοσίας, που ενισχύεται από την κυβέρνηση νομοθετικά και πολιτικά. Με δυνάμωμα και συντονισμό των σωματείων, για μαζική απειθαρχία στον νόμο, για αχρήστευσή του στην πράξη, αλλά και για να κερδηθούν άμεσα αυξήσεις, συλλογικές συμβάσεις, καλύτερες συνθήκες δουλειάς· για να αλλάξει ο συσχετισμός μέσα στους χώρους δουλειάς, ξεκινώντας από τα πιο οργανωμένα επαγγέλματα, από εκεί που υπάρχουν γενικά οι καλύτερες προϋποθέσεις. Δεύτερον, αντίσταση στον ολοκληρωτισμό που αναπτύσσεται με αφορμή την επιδημία. Με ένα πλατύ δημοκρατικό κίνημα των πλέον σκεπτόμενων και συνειδητών τμημάτων του ελληνικού λαού· που θα βάλει στην προμετωπίδα την υπεράσπιση των θεμελιωδών ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων και την ενότητα των πληττόμενων λαϊκών στρωμάτων κόντρα στο «απαρτχάιντ» και τον κοινωνικό κανιβαλισμό. Που θα αναδείξει ότι ο σκοταδισμός και ο ανορθολογισμός δεν υπάρχει από τη μεριά του καταπιεζόμενου ελληνικού λαού, όπως αυτός συκοφαντείται, αλλά από τη μεριά μιας δυστοπικής εξουσίας, που εργαλειοποιεί τον φόβο, την αρρώστια και τον θάνατο.
Πάνω και στα δύο αυτά κύρια μέτωπα, στα οποία, όπως εξηγήσαμε, ο αντίπαλος είναι κοινός, υπάρχει η δυνατότητα να γίνουν τώρα σημαντικά βήματα, ειδικά αν νέες, άφθαρτες πρωτοπόρες δυνάμεις βγουν μπροστά με αφοβία και αποφασιστικότητα. Αυτές οι δυνάμεις, εκτός από αγωνιστικές απαντήσεις, θα μπορέσουν στην επόμενη φάση να δώσουν και πολιτικές. Ας τολμήσουμε!
12.11.2021
Η Συντακτική Επιτροπή