Το πρώτο ζήτημα που παρουσιάζεται
στην έρευνα κάθε ιστορικού φαινομένου και συνεπώς και στην εξέταση της
Ελληνικής Επανάστασης του ’21 είναι η συγκέντρωση πληροφοριακού υλικού (πηγών)
και η εργασία βεβαίωσης της γνησιότητάς του. Πρέπει δηλαδή να πειστούμε ότι τα
γεγονότα συνέβηκαν πραγματικά όπως περιγράφονται. Δεύτερο σπουδαίο ζήτημα είναι
η μέθοδος την οποία θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε για την επιστημονική
εκμετάλλευση του υλικού που θα έχουμε στη διάθεσή μας, δηλαδή, για την εξαγωγή
συμπερασμάτων ως προς τα αίτια στα οποία οφείλεται η εμφάνιση και η τέτοια ή άλλη
πορεία του φαινομένου που μας απασχολεί. Σε αυτό κυρίως το σημείο επέρχεται η
σύγκρουση μεταξύ της αστικής ιστορικής επιστήμης και της κομμουνιστικής
επιστήμης, που εκπροσωπείται από τον Μαρξ και τον Έγκελς. Πρόκειται για δύο εκ
διαμέτρου αντίθετες αντιλήψεις, για τις διαφορές των οποίων θα γίνει άλλοτε
διεξοδική ανάλυση. Εδώ μας ενδιαφέρει η λύση που καθεμία δίνει στα προβλήματα
που συνδέονται με την Ελληνική Επανάσταση του ’21, το βασικότερο των οποίων
είναι η «αιτιολογία» της, δηλαδή η ανεύρεση των πραγματικών αιτίων που
συντέλεσαν στην έκρηξή της. Η «επίσημη» άποψη για τα αίτια της Ελληνικής
Επανάστασης συγκεντρώνεται στην πρόταση ότι η επανάσταση που χάρισε τη λευτεριά
στους Έλληνες οφείλεται στη «φιλοπατρία, την πίστη προς τη θρησκεία και τη
διατήρηση των εθνικών παραδόσεων». Η άποψη αυτή αποτελεί τη «θέση» της αστικής
ιστοριογραφίας. Αντίθετα, όσοι έγραψαν χρησιμοποιώντας την κομμουνιστική μέθοδο
(υλιστική αντίληψη της ιστορίας) τόνισαν ότι η σύλληψη της ιδέας της
επανάστασης οφείλεται στις οικονομικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην υπόδουλο
Ελλάδα για ικανό χρονικό διάστημα προ του 1821. Εδώ όμως χρειάζεται προσοχή,
γιατί εύκολα επέρχεται παρεξήγηση του πνεύματος της κομμουνιστικής άποψης. Η
υλιστική αντίληψη της ιστορίας δεν αποκλείει τους ιδεολογικούς παράγοντες
(θρησκεία, πολιτική ιδεολογία, ηθική κ.λπ.) αλλά τους ερμηνεύει.
…Το αυτό μπορούμε να πούμε
και για την Ελληνική Επανάσταση του ’21. Η κομμουνιστική επιστήμη, όταν την
ερευνά, δεν αποκλείει δογματικά το ρόλο του πατριωτισμού και της θρησκευτικής
πίστης, αλλά την ανάπτυξη του πατριωτικού αισθήματος και την έξαψη του
θρησκευτικού μίσους κατά των Τούρκων την αποδίδει σε τελευταία ανάλυση στην
οικονομική άνδρωση των υποδούλων Ελλήνων.
…Η μελέτη της ιστορίας του
τόπου καθιστά περισσότερο γνώριμες στους κομμουνιστές τις συνθήκες στις οποίες
εργάζονται για τη διάδοση του κομμουνισμού και διευκολύνει την εργατική τάξη να
αντιληφθεί ότι δεν υπάρχει για αυτή άλλη διέξοδος απ’ την κομμουνιστική
επανάσταση, για την οποία αγωνίζεται η οργάνωσή μας.
Κατά τους πριν την επανάσταση
χρόνους παρατηρείται στην υπόδουλη Ελλάδα μια σοβαρότατη οικονομική κίνηση, με
την επίδοση των Ελλήνων στη βιομηχανία, το εμπόριο και τη ναυτιλία. Εξαιρετικά
ευνοϊκές συνθήκες τους επέτρεψαν να συγκεντρώσουν τεράστια πλούτη. Ο Βόλος, το
Τρίκερι, η Πάτρα, τα Ιωάννινα, η Δημητσάνα, το Μέτσοβο, τα Αμπελάκια ευρίσκονται
σε οικονομική άνθηση διά της διεξαγωγής ευρυτάτου εξαγωγικού εμπορίου. Είναι
κέντρα εμπορικής και οικονομικής ανάπτυξης, στα οποία κυριαρχούν επιχειρηματικοί
και τολμηροί έμποροι. Τα τρία νησιά (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά) τα οποία κατά την
επανάσταση διεδραμάτισαν σπουδαιότατο ρόλο αποτελούσαν ακμαιότατη οικονομική
δύναμη, γιατί ευνοϊκοί παράγοντες εξασφάλισαν στο εμπορικό ναυτικό των τριών
αυτών νησιών την κυριαρχία στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Η κρίση που τότε
περνούσε το εμπορικό ναυτικό των Ενετών, η απραξία στην οποία ήταν
καταδικασμένο το γαλλικό ναυτικό λόγω του αποκλεισμού που τότε διενεργούσε η
Αγγλία κατά της επαναστατημένης Γαλλίας, το δικαίωμα που είχαν δυνάμει συνθήκης
Τουρκίας και Ρωσίας τα πλοία των νησιών να φέρουν ρωσική σημαία και να
διεξάγουν εμπόριο μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης, να οι σπουδαιότεροι λόγοι της
υλικής ευημερίας των τριών αυτών νησιών.
Οι ιστορικοί αναφέρουν ότι η
εμπορική ναυτιλία και το εμπόριο το διενεργούμενο από τους Γάλλους και Ενετούς
μεταβιβάστηκε οριστικά στα χέρια των Ελλήνων στο τέλος του 18ου αιώνα. Υπ’
αυτούς τους όρους, τεράστια και αμέτρητα πλούτη σωρεύθηκαν στα χέρια των
νησιωτών, ώστε τα κλειδιά να θεωρούνται περιττά και ο χρυσός κι ο άργυρος να
φυλάσσονται στα υπόγεια λόγω ανεπαρκείας των κιβωτίων.
Ανάλογη ήταν η προκοπή των
φυγάδων Ελλήνων, που ζούσαν μακριά απ’ τη δουλωμένη πατρίδα τους. «Εν τούτω δε
τω μεταξύ Έλληνες έμποροι, του Κερδώου θιασώται, φεύγοντες την πάτριον δουλείαν
εγκαθιδρύονται και συγκροτούσι ανθηράς ελληνικάς παροικίας εν τη Βλαχία και τη
Μολδαυία, τη Ουγγαρία και τη Αυστρία, τη Ρωσσία, τη Ιταλία και σποράδην εν
άλλαις ευρωπαϊκαίς χώραις. Ου μόνον δε πλούτον αθροίζουσι εν τη ξένη περισσόν,
αλλά και συναποκομίζουσι εκ των εν τω πολιτισμώ προηγμένων ελευθέρων εκείνων
χωρών διδάγματα ευεργετικά διά τας δουλευούσας πατρίδας και παρασκευάζουσι την
οδόν της ελευθερίας» (βλ. Σ. Λάμπρου, «Επισκόπησις της Ελληνικής Ιστορίας»,
Αθήναι 1927, σελ. 34).
Η κατάσταση αυτή της υλικής
ευημερίας και του οικονομικού οργασμού προκαλεί και μια πνευματική κίνηση
αρκετά ζωηρή. Οι πλούσιοι έμποροι ιδρύουν σε διάφορες κοινότητες σχολές τις
οποίες συντηρούν αυτοί και στις οποίες διδάσκουν οι λεγόμενοι «διδάσκαλοι του
γένους». «Πλούσιοι ομογενείς υπό των λόγων του Κοραή θερμαινόμενοι εδαπανούσαν
αφειδώς τον πλούτον των και ίδρυον σχολεία, εβοηθούσαν τους λογίους εις έκδοσιν
περιοδικών και βιβλίων, ηγόραζαν και διεμοίραζαν βιβλία εις πτωχούς μαθητάς και
σχολεία, εσπούδαζαν χρηστούς και φιλομαθείς νέους» (βλ. Α. Κοραής, «Πολιτικαί
παραινέσεις προς τους Έλληνας», εισαγωγή Ε. Παντελάκη, Αθήναι 1923, σελ. 10).
Είναι φανερό και πανθομολογούμενο ότι η διανοητική προεπαναστατική επίδοση
προέκυψε από τον πλουτισμό του εμπορικού ελληνικού στοιχείου. Την εξάρτηση της
πνευματικής προεπαναστατικής ζύμωσης από την ανάπτυξη του εμπορίου και της
ναυτιλίας αναγνωρίζουν και λογοτέχνες που δεν έχουν καμία σχέση με τον
κομμουνισμό. «Η μεταβολή αυτή (πνευματική κίνηση) οφείλεται βεβαίως εις υλικούς
λόγους πρωτίστως: εις την οικονομικήν των Ελλήνων ευεξίαν, η οποία επήλθε διά
της επιδόσεώς των εις το εμπόριον... ως φυσική δε συνέπεια της ολικής ταύτης
ευημερίας να επέλθη η πνευματική και ηθική αφύπνισις» (βλ. Η. Βουτιερίδης, «Ιστορία
της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», Αθήναι 1924, σελ. 202).
Όταν όμως μία τάξη αποκτά
δύναμη οικονομική, κατ’ ανάγκη καταβάλλει λυσσώδεις προσπάθειες για την
αποτίναξη κάθε δύναμης η οποία την πιέζει και για την υπερνίκηση κάθε εμποδίου
το οποίο παρουσιάζεται μπροστά της. Ζητεί τη συμμετοχή της στην πολιτική
εξουσία, την απορρόφηση κάθε κοινωνικής και κρατικής λειτουργίας απ’ αυτήν.
…Αυτό παρατηρούμε και στην
Ελληνική Επανάσταση του 1821. Η τάξη των εμπόρων και των ναυτικών, αφού
πλούτισε και αναπτύχθηκε, αισθανόμενη τον εαυτό της αρκετά ισχυρό για την
κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, ευρισκόμενη δε υπό την επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης
του 1789, στράφηκε εναντίον του Τούρκου κατακτητού, που αποτελούσε το σπουδαιότερο
εμπόδιο στην πραγματοποίηση των σχεδίων της.
Στην επιτυχία των προσπαθειών
της συνέβαλε υπερβολικά η κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε η Οθωμανική
Αυτοκρατορία. Το τουρκικό κράτος άρχισε να παρακμάζει από τα μέσα του 17ου αιώνα
(βλ. Π. Κοντογιάννης, «Τουρκία και Τούρκοι», Αθήναι 1924, σελ. 38). Οι
διομολογήσεις που παραχώρησαν στους ξένους, η κατάπαυση των κατακτήσεων από τις
οποίες ετροφοδοτείτο το Σουλτανικό ταμείο, η αποστασία διαφόρων πασάδων (Αλή
πασάς, Πεσβάνογλου κ.λπ.) και οι καταχρήσεις εις βάρος του δημοσίου (τότε
συνήθιζαν να λένε ότι «το ταμείο του Πατισάχ είναι θάλασσα και όποιος δεν πίνει
απ’ αυτήν είναι γουρούνι») είχαν δημιουργήσει έκρυθμη κατάσταση, από την οποία
πολλά ωφελήθηκε ο ελληνικός απελευθερωτικός αγώνας.
…Αν η γαλλική αστική τάξη,
καταπιεζόμενη από τον καταρρέοντα φεουδαρχισμό ζητούσε ισότητα-ελευθερία-αδελφότητα,
η ελληνική αντιλαμβανόταν τα συνθήματα αυτά σύμφωνα με τη θέση της, τα
προσάρμοζε στην ειδική κατάσταση που αντιμετώπιζε και ζητούσε την αποτίναξη του
τουρκικού ζυγού, διακηρύσσοντας ότι: «Προ πολλού οι λαοί της Ευρώπης
πολεμούντες υπέρ των ιδίων δικαιωμάτων και της ελευθερίας αυτών επροσκάλουν εις
μίμησιν. Αυτοί καίτοι οπωσούν ελεύθεροι (εννοεί εδώ την έλλειψη ξένου κατακτητή)
επροσπάθησαν όλαις δυνάμεσι να αυξήσωσι την ελευθερίαν και δι’ αυτής πάσαν
αυτών ευδαιμονίαν» (Προκήρυξις Φιλικής Εταιρείας).
Για την επιτυχία όμως μιας επανάστασης
δεν αρκεί να είναι ώριμες οι αντικειμενικές συνθήκες που την προκαλούν. Όρος
απαραίτητος για την εξασφάλιση της νίκης κάθε επανάστασης είναι η κατάλληλη και
ορθή καθοδήγηση των επαναστατικών δυνάμεων από μια οργάνωση ισχυρή και συμπαγή,
που, αποτελούμενη από στοιχεία ιδεολογικά και αφοσιωμένα σ’ αυτήν, να έχει
πλήρη και σαφή αντίληψη του σκοπού τον οποίον επιδιώκει, των μεθόδων τις οποίες
θα χρησιμοποιήσει και των θυσιών στις οποίες θα υποβληθεί. Μόνο μια οργάνωση που
διακρίνεται για την εσωτερική της πειθαρχία, την ανιδιοτελή αφοσίωση στον
επιδιωκόμενο σκοπό και την ακλόνητη συνοχή μπορεί να σταθεί στο ύψος που
επιβάλλουν στις επαναστατικές τάξεις να στέκονται οι αντικειμενικοί όροι της
ιστορικής εξέλιξης.
Η Ελληνική Επανάσταση οδηγήθηκε
στην επιτυχία και τη νίκη υπό τη διεύθυνση ενός τέτοιου επιτελείου: της Φιλικής
Εταιρείας. Κατευθυνόμενη η Φιλική Εταιρεία από ανθρώπους αποφασιστικούς και
βαθύτατα επηρεασμένους από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, χρησιμοποίησε με
τόλμη και σταθερότητα κάθε μέσο που θεώρησε εξυπηρετικό του αγώνα της.
…Υπ’ αυτές τας συνθήκες
ευρισκομένη σήμερα η εργατική τάξη, στερούμενη κάθε δικαιώματος, μαστιζόμενη
από την ανεργία και αντιμετωπίζοντας τον θάνατο από ασιτία, κατανοώντας την
πατριδοκαπηλία και την υποκρισία των αστών, έστρεψε περιφρονητικά τους ώμους
στους πομπώδεις λόγους των ταρτούφων που εξύμνησαν για άλλη μια φορά τα «αγαθά
της ελευθερίας».
Η εργατική τάξη,
διαπαιδαγωγούμενη μέσα στους καθημερινούς της αγώνες και με την επίμονη και
συστηματική εργασία των κομμουνιστών, νιώθει κάθε μέρα και πιο πολύ πως η
«ελευθερία» που εξυμνούν οι αστοί είναι η ελευθερία της εκμετάλλευσης και της
καταπίεσης. Το γκρέμισμα του ελληνικού καπιταλισμού και η εγκαθίδρυση της δικτατορίας
του προλεταριάτου θα απελευθερώσει τους καταπιεζομένους της Ελλάδας από τον
ζυγό του καπιταλισμού και θα ανοίξει τον δρόμο προς την οργανωμένη
κομμουνιστική κοινωνία, μέσα στην οποία μονάχα μπορεί να υπάρξει ο ανώτατος
βαθμός της ελευθερίας.
Και ο απελευθερωτικός αυτός
αγώνας του ελληνικού προλεταριάτου μόνο συνδεόμενος με τον αγώνα του παγκόσμιου
προλεταριάτου, πάνω στα πεδίο του διεθνισμού, μπορεί να αναπτυχθεί και να
οδηγήσει την προλεταριακή επανάσταση στον θρίαμβό της.
Στον αγώνα της η εργατική
τάξη θα χρησιμοποιήσει την πείρα όχι μόνο του παγκόσμιου εργατικού κινήματος αλλά
και όλων των άλλων ιστορικών κινημάτων και της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Θα βαδίσει στον δρόμο της με πλήρη συνείδηση των σκοπών της και των μέσων με τα
οποία θα τους πραγματοποιήσει. Το επαναστατικό επιτελείο του προλεταριάτου δεν
θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσει απέναντι της τάξης του το ψέμα και την απάτη για
να την παρασύρει στον αγώνα.
Ένα μέρος της εργατικής τάξης
–ακόμα πολύ μικρό– ακολουθεί τη γραμμή της οργάνωσής μας, γραμμή που χάραξαν τα
τέσσερα πρώτα συνέδρια της Κομμουνιστικής Διεθνούς και συνεχίζει σήμερα η
Διεθνής Αριστερή Αντιπολίτευση, σαν τη σωστότερη κομμουνιστική τακτική για την
ανατροπή του καπιταλισμού και τη λύση των ζωτικών προβλημάτων της εργατικής
τάξης από τα Σοβιέτ των Ελλήνων εργατών. Η πείρα των καθημερινών αγώνων και η
επαλήθευση μέσα σ’ αυτούς της πολιτικής της οργάνωσής μας θα πείσει ολόκληρη
την εργατική τάξη της χώρας μας ότι η οργάνωσή μας αποτελεί τη μοναδική εγγύηση
για την πραγματοποίηση του κομμουνισμού στη χώρα μας. Κάθε προλετάριος σήμερα
θυμάται τα λόγια του Τσερνιτσέφσκυ: «Ας γίνει ό,τι θέλει, τη νίκη όμως το δικό
μας στρατόπεδο θα τη γιορτάσει!».