Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020

Η απεργία στον ΟΤΕ και τα άμεσα διδάγματά της


Η αλληλεγγύη που εκφράστηκε καθώς και η προσπάθεια για
 οργανωμένη περιφρούρηση ήταν δύο από τα ελπιδοφόρα
 στοιχεία αυτού του αγώνα
Οι εργαζόμενοι στον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών Ελλάδας (ΟΤΕ) απήργησαν για τρεις περίπου εβδομάδες, απ’ τα τέλη του περασμένου Δεκέμβρη μέχρι τις 12 του Γενάρη. Τα κύρια αιτήματά τους ήτανε να υπογραφεί ενιαία συλλογική σύμβαση εργασίας και να σταματήσουν οι  απολύσεις. Ζητούν επί της ουσίας να καταργηθεί το καθεστώς των θυγατρικών εταιρειών, όπου ανθούν το σύγχρονο δουλεμπόριο της ενοικίασης εργαζομένων, οι άθλιοι μισθοί των 400-500 ευρώ και τα ανύπαρκτα εργασιακά δικαιώματα (είναι κυρίως τα λεγόμενα call centers, με το κυνήγι πελατών για νέα συμβόλαια, «προσφορές» κ.λπ.).

Ο ΟΤΕ, που από τη δεκαετία του 1990 είχε γίνει πεδίο λεηλασίας για τις κυρίαρχες μεγαλοαστικές συμμορίες, πουλήθηκε το 2005 απ’ την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας στη γερμανική Deutsche Telekom. Από τότε εφαρμόστηκε το κυρίαρχο «νεοφιλελεύθερο» μοντέλο, με το σπάσιμο του οργανισμού σε πολλά τμήματα, τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, τις πολλές κατηγορίες εργαζομένων, την αποχώρηση παλιών εργαζομένων και την πρόσληψη νεότερων με χειρότερους εργασιακούς όρους. Όπως καταγγέλλουν οι απεργοί, το μισθολογικό κόστος έχει συμπιεστεί την περίοδο 2012-2018 κατά 55%, ενώ τα κέρδη της εταιρείας έχουν εκτοξευτεί κατά 41% και οι απολαβές των στελεχών κατά 88%. Αυτός είναι ο λόγος που αυτά τα τελευταία επέδειξαν την πιο λυσσαλέα αντεργατική στάση απέναντι στους απεργούς. Η απεργία θάφτηκε και συκοφαντήθηκε άγρια από τα μέσα «ενημέρωσης» της αστικής τάξης, αφού ο ΟΤΕ είναι ένας πολύ καλός «χορηγός» τους μέσω των διαφημίσεων.
Η απεργία διαρκείας στον ΟΤΕ αποτελεί σε κάθε περίπτωση σημαντικό σταθμό για την ελληνική εργατική τάξη. Γιατί είναι η πρώτη μεγάλη οργανωμένη απεργία σε κλάδο εργαζομένων μετά από πολλά χρόνια, ενάντια στην ιδιότυπη δικτατορία που έχει επιβάλει η μεγαλοαστική τάξη στη χώρα και τον λαό. Η απεργία αντιμετώπισε και απεργοσπαστικούς μηχανισμούς, που προσπάθησαν να υποκαταστήσουν παράνομα και με επικίνδυνο τρόπο τους τεχνικούς του ΟΤΕ. Μπορούσε να προχωρήσει περισσότερο εάν η διοίκηση της ομοσπονδίας είχε πιο αποφασιστική στάση. Τα πιο πρωτοπόρα κομμάτια των εργαζομένων μπορούν να οργανώσουν καλύτερα την άμυνα, εκφράζοντας τα νέα και πιο εκμεταλλευόμενα στρώματα των συναδέλφων τους. Σε αυτήν την προοπτική είμαστε βέβαιοι ότι ο αγώνας μπορεί να συνεχιστεί, δίνοντας ένα παράδειγμα θάρρους και ελπίδας σε όλη την εργατική τάξη.

Σ. Κρόκος