Η προσπάθεια της κυβέρνησης
να επιβιώσει πολιτικά, η κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και τα αυξημένα
κέρδη των εργοδοτών μας, μας επιτρέπουν και μας υποχρεώνουν: να ξαναμπούμε σε
θέση μάχης, για να διεκδικήσουμε τη δική μας έξοδο από τα μνημόνια, με
επίκεντρο την επαναφορά των εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων και κατακτήσεων.
Ο «μονόδρομος» της ευρω-λιτότητας
υπονομεύεται ήδη από την κοινωνική και πολιτική πόλωση που διατρέχει όλη την
ήπειρό μας, με καταλύτη την προστατευτική πολιτική της Αμερικής.
1. Αυτό το
καλοκαίρι δεν προβλέπεται και πολύ ήρεμο. Ο Τσίπρας, όπως είναι φυσικό, θα
παρουσιάσει την «έξοδο» από το δανειακό πρόγραμμα στις 21 Αυγούστου ως δικαίωση
της πολιτικής του, αλλά και ως εφαλτήριο για ανάκαμψη της οικονομίας. Ενώ θα
εντείνει τις προσπάθειες να συγκρατήσει τα όποια κοινωνικά του ερείσματα με
ορισμένες φιλολαϊκές υποσχέσεις. Η προσπάθεια αυτή θα κορυφωθεί στη ΔΕΘ στις
αρχές Σεπτεμβρίου, την ίδια όμως στιγμή η κυβέρνηση θα αγωνιά για τον πολιτικό
χρόνο που της απομένει, με βασικά εμπόδια την ψηφισμένη περικοπή των συντάξεων
στο τέλος Δεκεμβρίου 2018, αλλά και το Μακεδονικό, το οποίο πριονίζει το ένα
πόδι της κυβέρνησης (ΑΝΕΛ) και δημιουργεί μια κάποια συσπείρωση στο δεξιό άκρο
του πολιτικού φάσματος.
Στο μεταξύ, στη φετινή ΔΕΘ
τιμώμενη χώρα θα είναι οι ΗΠΑ, κι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς τούτη την
περίοδο κλιμακώνεται η αντιπαράθεση του
αμερικανικού ιμπεριαλισμού με την Κίνα, τη γερμανοκρατούμενη Ε.Ε. και τη Ρωσία,
και αυτό, όσον αφορά το κομμάτι των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου,
αναγκάζει εκ των πραγμάτων την ελληνική άρχουσα τάξη να πάρει θέση. Οι
εξελίξεις στην Ευρώπη (Ιταλία, Ισπανία, «προσφυγικό») και στον κόσμο (εμπορικοί
πόλεμοι του Τραμπ) είναι ραγδαίες, και αλληλεπιδρούν έντονα με τις εσωτερικές
εξελίξεις. Γιατί το πώς θα πορευτεί η ελληνική οικονομία και ο ελληνικός
καπιταλισμός στη λεγόμενη «μετα-μνημονιακή φάση» θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό
από τις ανατροπές που κυοφορούνται στην Ε.Ε. και την παγκόσμια οικονομία και
πολιτική.
Απέναντι σε αυτό το σκηνικό,
οι Έλληνες εργαζόμενοι, και ιδίως τα πιο πρωτοπόρα κομμάτια της εργατικής μας
τάξης, θα πρέπει: να «διαβάσουν» σωστά τις εξελίξεις, μακριά από
συναισθηματισμούς, αυταπάτες και απογοητεύσεις. Να επικαιροποιήσουν την
πολιτική τους σκέψη, έχοντας κυρίως κατά νου ότι η παγκόσμια σύγκρουση προστατευτισμού-«ανοιχτών αγορών» δημιουργεί
ευκαιρίες για μια αντεπίθεση του κόσμου της εργασίας. Και το κυριότερο, να προετοιμαστούν για νέους αγώνες, νέες
διεκδικήσεις, νέες μορφές οργάνωσης και δράσης. Η συζήτηση για την αύξηση
του κατώτατου μισθού και την επαναφορά ενός πλαισίου συλλογικών
διαπραγματεύσεων υποδηλώνει ότι τώρα
είναι η ώρα της αφύπνισης, της ανασύνταξης δυνάμεων, της ανάκτησης του ηθικού
των εργαζομένων. Το προσεχές φθινόπωρο θα είναι κρίσιμο από κάθε άποψη.
2.
Ξεκινώντας από το πεδίο της οικονομίας, έχουμε μια μεικτή κατάσταση. Από τη
μια, ο «δημοσιονομικός χώρος» στην
πραγματικότητα θα παραμείνει στενός για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Η
συμφωνία της 21ης Ιουνίου προβλέπει απλώς ελάφρυνση για ένα μέρος του χρέους
μέχρι το 2032, με αντάλλαγμα όμως πολύ υψηλά πλεονάσματα – που όλοι ξέρουμε από
πού βγαίνουν. Την ίδια στιγμή, οι ρυθμοί ανάπτυξης, σύμφωνα με τα επίσημα
στοιχεία, προβλέπονται ανησυχητικά
χαμηλοί, και οι ξένοι επενδυτές δεν θα κάνουν ακριβώς ουρά για να αγοράζουν
τα ελληνικά ομόλογα, ειδικά με τέτοια αστάθεια στην παγκόσμια οικονομία. Τέλος,
ξέρουμε πολύ καλά ότι οι Έλληνες καπιταλιστές δεν έχουν καμιά διάθεση να βάλουν
το χέρι στην τσέπη για σοβαρές παραγωγικές επενδύσεις, και κάθε άλλο μοντέλο
(π.χ. δημόσιες επενδύσεις) κολλάει στους κανόνες της Ε.Ε. Κολλάει όμως κυρίως
στη νοοτροπία της εγχώριας αστικής τάξης, που από καιρό έχει εθιστεί στις παρασιτικές μπίζνες, το γρήγορο κέρδος, τη φτηνή και ελαστικοποιημένη
εργασία.
Το νόμισμα, όμως, έχει και
άλλη όψη. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μοσκοβισί μίλησε για το τέλος της σκληρής
επιτήρησης και άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο αναβολής της περικοπής των συντάξεων,
προσδοκία που και η κυβέρνηση καλλιεργεί πλέον συστηματικά. Μπορεί όλο αυτό να
είναι επικοινωνιακό, είναι όμως και μια ένδειξη ότι το ευρωπαϊκό κατεστημένο δεν θέλει τώρα να ξανανοίξει την «πληγή» της
Ελλάδας. Αν δημιουργηθεί και πάλι δυναμική ύφεσης μέσα από νέο μπαράζ
σκληρών μέτρων λιτότητας, θα ξανανοίξει και πάλι η συζήτηση για τη βιωσιμότητα
του ελληνικού χρέους, κι αυτό οι «δανειστές» το απεύχονται τώρα όσο τίποτε άλλο.
Από την άλλη, είναι γεγονός
ότι έχουμε μια αύξηση του κύκλου εργασιών, των εξαγωγών και των κερδών σε
ορισμένους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, ιδίως στον κρίσιμο τομέα της
βιομηχανίας. Οι εργαζόμενοι, έστω και ατομικοποιημένα, συνειδητοποιούν ότι τα αφεντικά τους έχουν και πάλι κέρδη και
αντανακλαστικά αρχίζουν πάλι να κινούνται στη λογική της διεκδίκησης. Ούτως
ή άλλως, τους πιέζουν προς αυτή την κατεύθυνση οι συσσωρευμένες απλήρωτες
υποχρεώσεις τους και, φυσικά, η ίδια η καθημερινότητα, που δεν βγαίνει με
αυτούς τους μισθούς.
Τέλος, δεν πρέπει να
υποτιμηθεί η προσπάθεια του ελληνικού καπιταλισμού να ανακτήσει τη διεθνή του
θέση, μέσα από τις συμφωνίες που γίνονται τελευταία με ισχυρά ξένα κεφάλαια σε
τομείς όπως η ενέργεια, οι μεταφορές και τα logistics, οι ψηφιακές τεχνολογίες κ.λπ.
3. Από το
τελευταίο περνάμε στο μεγάλο θέμα του πώς θα επηρεαστεί η χώρα μας από την
όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Η οικονομική και πολιτική ελίτ της
χώρας είναι δεμένη στο μνημονιακό-δανειακό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο,
η κατάσταση αλλάζει. Ο Τραμπ, με τους
δασμούς του αλλά και με τη στρατιωτική-πολιτική πίεση που ασκεί, ροκανίζει τον
«ζωτικό χώρο» των ανταγωνιστών της Αμερικής, όπως είναι η υπό γερμανική
ηγεμονία Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ιστορικά ο ελληνικός
καπιταλισμός, σε κάθε παγκόσμια αναμέτρηση, έπαιρνε τη θέση των «δυνάμεων της
θάλασσας» (Αγγλία-Αμερική) και όχι των «ηπειρωτικών δυνάμεων» (Γερμανία,
Ρωσία). Στα Βαλκάνια, ο αμερικανικός
ιμπεριαλισμός βρίσκεται σε εργώδη προσπάθεια να ματαιώσει τις βλέψεις
Κίνας-Ρωσίας-Γερμανίας και η Ελλάδα είναι για αυτόν μια χώρα-κλειδί. Το
ίδιο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι Αμερικανοί έχουν βάλει πόδι σε
Αλεξανδρούπολη, Σύρο κ.λπ., έχουν πάρει άδειες για πετρέλαια στην Κρήτη, ενώ σχεδιάζουν
επενδύσεις στον τεχνολογικό τομέα, και όχι μόνο.
Οι ενδείξεις ότι ένα σοβαρό
κομμάτι του ελληνικού πολιτικού προσωπικού στρέφει
το βλέμμα στην Ουάσινγκτον αυξάνονται. Αν η κρίση στην Ε.Ε., με την άνοδο
των προστατευτικών-εθνοκεντρικών φωνών, οξυνθεί, ο ελληνικός καπιταλισμός θα
αρχίσει να σκέπτεται το πώς θα πηδήξει, όσο το δυνατόν πιο μουλωχτά, σε άλλη
βάρκα. Την τράμπα αυτή δεν μπορεί να την κάνει η δεξιά παράταξη, παραδοσιακά
γερμανόφιλη και φοβική, αλλά θα πρέπει να εκτελεστεί από τον χώρο του αστικού
κέντρου, την εκπροσώπηση του οποίου σήμερα διεκδικεί ο Τσίπρας. (Το ΠΑΣΟΚ, όπως
απέδειξε και η αποχώρηση του Ποταμιού από το «Κίνημα Αλλαγής», δεν θα συνέρθει
εύκολα).
Όλα αυτά θα πρέπει να τα
έχουμε υπ’ όψιν μας, γιατί θα επηρεάσουν ιδιαίτερα τον πολιτικό συσχετισμό
δυνάμεων, αλλά έμμεσα και τον ταξικό.
4. Το ζήτημα
των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στην περιοχή μας, αλλά και των συσχετισμών στο
εσωτερικό της χώρας, συνδέεται ασφαλώς και με το Μακεδονικό. Αυτό που συμφέρει τον λαό μας είναι: να
επιλυθεί ένα πρόβλημα που το μεγέθυνε ο ελληνικός καπιταλισμός στα 1992 για
εσωτερικούς κυρίως λόγους, να ανοίξει ένας δρόμος καλύτερων σχέσεων με έναν
γειτονικό λαό και να ηττηθεί ο ανερχόμενος εθνικισμός, που είναι επικίνδυνος
και για τον πολιτικό συσχετισμό αλλά και για την πολιτική σκέψη του ελληνικού
λαού μακροπρόθεσμα. Φυσικά, τη συμφωνία που έφερε η κυβέρνηση την έφερε για
τα συμφέροντα της αστικής τάξης και στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών
στην περιοχή. Πώς θα μπορούσε, όμως, να γίνει διαφορετικά μέσα στον
καπιταλισμό; Το να αρνούμαστε τις θετικές συνέπειες αυτής της συμφωνίας με
«αντι-ιμπεριαλιστικά» επιχειρήματα, όπως κάνει δυστυχώς ένα μεγάλο κομμάτι της
αριστεράς, είναι πέρα για πέρα υποκριτικό.
Εμείς οι
Κομμουνιστές-Τροτσκιστές θεωρούμε ότι αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι
η πολιτική διαπαιδαγώγηση της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης και κατ’
επέκτασιν του εργαζόμενου λαού μας. Αυτό θα μας φανεί χρήσιμο και σε άλλα
ζητήματα, πολύ πιο σημαντικά από το Μακεδονικό. Οι περισσότεροι απ’ όσους
μιλάνε σήμερα στο όνομα του «κομμουνισμού» και της «επανάστασης» στη χώρα μας
θεωρούν ότι σωστή πολιτική είναι να τα παρουσιάζεις όλα μαύρα, να θυμίζεις ξανά
και ξανά τις ήττες (π.χ. τι έγινε τον Ιούλιο του 2015), να κρατάς ίσες
αποστάσεις σε όλες τις αντιθέσεις που δημιουργούνται μέσα στον καπιταλισμό, στο
όνομα της «επαναστατικής καθαρότητας». Αυτή
η νοοτροπία έχει αποδειχθεί κατ’ επανάληψιν καταστροφική για τη συσπείρωση και
τη δυναμική του δικού μας ταξικού στρατοπέδου.
5. Είμαστε πεπεισμένοι ότι την επόμενη περίοδο θα
ανοίξουν σημαντικές ευκαιρίες για την ανάκτηση του ηθικού της εργατικής μας
τάξης και την αγωνιστική της ανασύνταξη. Οι αντιθέσεις του συστήματος διεθνώς,
πανευρωπαϊκά και στο εσωτερικό της χώρας θα βοηθήσουν σε αυτό. Με κεντρικά
αιτήματα την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα προ μνημονίου επίπεδα, την
επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, την προστασία των συντάξεων και του
αφορολόγητου, πρέπει να προετοιμαστούμε για ένα φθινόπωρο αποφασιστικών
διεκδικήσεων. Ναι, τώρα η συζήτηση μπορεί και πρέπει να πάει στο τι θα πάρουμε
πίσω και όχι στο πόσα θα χάσουμε ακόμα! Να πιστέψουμε σε αυτή τη δυνατότητα, να
επιστρατεύσουμε τις κρυμμένες δυνάμεις της τάξης μας, να προετοιμάσουμε με τους
δικούς μας όρους και για τα δικά μας συμφέροντα την έξοδο από τα μνημόνια και
την κρίση.
13.7.2018
Η Συντακτική Επιτροπή