Η συμφωνία των
κυβερνήσεων Ελλάδας και ΠΓΔΜ για το ζήτημα του ονόματος της Μακεδονίας σε
γενικές γραμμές προβλέπει: χρήση γενική του ονόματος «Βόρεια Μακεδονία» στο
εσωτερικό και εξωτερικό, απαλοιφή όρων στο Σύνταγμα της ΠΓΔΜ που παραπέμπουν σε
«αλυτρωτικές», δηλαδή επεκτατικές, βλέψεις σε βάρος της Ελλάδας, αναγνώριση της
μακεδονικής γλώσσας και ιθαγένειας (η γλώσσα είχε ουσιαστικά αναγνωριστεί από
τον ΟΗΕ).
Η δική μας άποψη για το ζήτημα καθορίζεται από τη μαρξιστική
θέση για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνοτήτων, στο οποίο εμπεριέχεται και
αυτό του αυτοπροσδιορισμού. Και από την αρχή της διεθνιστικής αλληλεγγύης
ανάμεσα στις εργατικές τάξεις στην κοινή τους πάλη ενάντια στον
καπιταλισμό-ιμπεριαλισμό. Στα πλαίσια αυτά πιστεύουμε ότι είναι δικαίωμα των
σλαβόφωνων της Μακεδονίας να αυτοπροσδιορίζονται εθνικά και ονοματολογικά. Οι
Σλάβοι έφτασαν στη νότια Βαλκανική κατά φύλα στη διάρκεια του βυζαντινού
Μεσαίωνα. Ένα μέρος τους στην πορεία προσεταιρίστηκε το όνομα της Μακεδονίας.
Έχει δικαίωμα στη χρήση του, όχι όμως βέβαια στην αποκλειστικότητά του. Το ίδιο το ελληνικό κράτος κατά καιρούς
έχει αναγνωρίσει έμμεσα το όνομα αυτό. Πιο απλό παράδειγμα, το σημερινό όνομα
του κράτους: Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της ... Μακεδονίας.
Η συμφωνία
γίνεται μέσα στα πλαίσια των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών για την περιοχή, στους
οποίους βέβαια ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται σε ισχυρότερη θέση απ’ την
ΠΓΔΜ. Που όπως όλα τα κρατίδια που προέκυψαν απ' τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας
αντιμετωπίζει θέμα μακροβιότητας. Οι δυο λαοί όμως, ο ελληνικός και ο
σλαβομακεδόνικος, δεν έχουν να κερδίσουν
τίποτε απ’ τη συνέχιση αυτής της διαμάχης. Αυτή υπάρχει εδώ και 150 χρόνια,
από τότε που αναπτύχθηκαν οι εθνικοί ανταγωνισμοί στα Βαλκάνια. Στα πλαίσια
αυτά έχουν γίνει αρκετά «ανδραγαθήματα» εις βάρος του σλαβόφωνου πληθυσμού απ’ τον
ελληνικό καπιταλισμό στην επικράτειά του, ενώ η ουσιαστική απαγόρευση της
γλώσσας ισχύει ακόμα. Στην τελευταία της φάση τη διαμάχη την πυροδότησε ο
ελληνικός καπιταλισμός το 1992.
Όσον αφορά τις
εγχώριες αντιδράσεις για το ζήτημα, δεν
πιστεύουμε ότι υπάρχει σε αυτές ίχνος προοδευτικού στοιχείου. Είναι αλήθεια
ότι στα πλαίσια του γενικότερου διωγμού τον οποίο υφίσταται ο ελληνικός λαός
απ’ το μνημονιακό καθεστώς και τους «δανειστές», η συμφωνία συνδέθηκε από ένα
κομμάτι του λαού με τη διάχυτη κοινωνική δυσαρέσκεια. Όμως εδώ το ζήτημα είναι
διαφορετικό απ’ αυτή την επίθεση. Στις αντιδράσεις εξάλλου πρωταγωνιστεί η
παλαιά «εθνικοφροσύνη» και πίσω της κρύβονται εντελώς αντιδραστικές επιδιώξεις.
Το μεγαλύτερο
μέρος της αριστεράς απέρριψε τη συμφωνία στο όνομα του «αντι-ιμπεριαλισμού». Η
απόρριψη αυτή είναι μια έμμεση συμπόρευση με τον εγχώριο εθνικισμό και μια
τοποθέτηση στα δεξιά της κυβέρνησης. Σε συνθήκες προχωρημένου ιμπεριαλιστικού
καπιταλισμού είναι αδύνατον να υπάρξει μια τέτοια συμφωνία ανάμεσα σε αστικές
τάξεις χωρίς την παρουσία των μεγάλων ιμπεριαλισμών. Η συμφωνία αναγνωρίζει σε
έναν λαό το δικαίωμα ιστορικής ύπαρξης και μπορεί να αξιοποιηθεί από τις
εργατικές τάξεις των δύο χωρών στην ανάπτυξη της μεταξύ τους αλληλεγγύης. Η απόρριψή της δεν θα κάνει τον γειτονικό
λαό περισσότερο «αντι-ιμπεριαλιστή». Τον εθνικισμό θα δυναμώσει και μαζί
τον κίνδυνο διάλυσης του κρατιδίου και, κατά φυσική συνέπεια, τα «οράματα» της «Μεγάλης
Αλβανίας» και «Μεγάλης Βουλγαρίας».
Η απομόνωση του ανιστόρητου και ανορθολογικού εθνικισμού που
αναπτύσσεται με αφορμή το όνομα της Μακεδονίας θα έχει θετικές συνέπειες για
τους πολιτικούς και ταξικούς συσχετισμούς και για την ελληνική εργατική τάξη. Ο παλαιάς
κοπής εθνικισμός τρέφεται απ’ τις πληγές που ανοίγει στο κοινωνικό σώμα η κυρίαρχη
τάση του καπιταλισμού, ο ειρηνοκάπηλος νεοφιλελευθερισμός, εξίσου ανθρωποφάγος.
Απ’ αυτόν προέρχεται και ο άμεσος κίνδυνος για την επιβίωση του ελληνικού λαού. Η πολιτική σκέψη του ελληνικού λαού
μπορεί με την ήττα αυτού του εθνικισμού να στραφεί στην πάλη ενάντια στη
μνημονιακή ισοπέδωσή του, και όχι στη διαμάχη με τους γειτονικούς λαούς και σε
αντιδραστικά εθνικιστικά κηρύγματα. Και σε αυτό είναι που βοηθάει αυτή η αστική
συμφωνία.
Σ. Κρόκος