Τετάρτη 5 Αυγούστου 2020

Η κυβέρνηση φοβάται τον λαό Να επιβεβαιώσουμε τον φόβο της!

Η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μητσοτάκη χτυπάει το στοιχειώδες δημοκρατικό δικαίωμα της διαδήλωσης γιατί φοβάται ότι η πολιτική της θα προκαλέσει όχι μόνο μαχητικές διαδηλώσεις αλλά ακόμα και εξεγέρσεις. Να μη φορτωθούμε πάλι εμείς οι εργαζόμενοι και οι φτωχοί την κρίση του συστήματός τους. Να επιβεβαιώσουμε τους φόβους τους προετοιμάζοντας νέους αποφασιστικούς αγώνες! Είναι πιο αδύναμοι απ’ όσο φαίνονται.

 

Το σχέδιο της κυβέρνησης για έξοδο από την κρίση συνίσταται στην αναπαλαίωση του οικονομικού μοντέλου που οδήγησε στη χρεοκοπία του 2010: «φούσκες» με δημόσιο χρήμα σε μη παραγωγικούς τομείς, «απορρύθμιση» εργασιακών σχέσεων, ιδιωτικοποιήσεις, ακόμα μεγαλύτερη εξάρτηση από τους ξένους «δανειστές».

 

 

1. Μέσα σε ένα κλίμα ανησυχίας του ελληνικού λαού για τις οικονομικές συνέπειες της επιδημίας –αλλά και για την πιθανότητα αναζωπύρωσης αυτής–, η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρήκε την ευκαιρία να βάλει στο στόχαστρο ένα από τα σημαντικότερα δημοκρατικά δικαιώματα: το δικαίωμα της συνάθροισης, το δικαίωμα της διαδήλωσης. Ο νόμος που ψηφίστηκε στις 9 Ιουλίου δεν είναι απλώς μια έκφραση των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων αυτής της κυβέρνησης. Είναι, πολύ περισσότερο, μια προετοιμασία της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση των μεγάλων λαϊκών αντιδράσεων που ξέρει ότι θα προκύψουν την επόμενη περίοδο. Και θα προκύψουν εξαιτίας της πολιτικής της, εξαιτίας της βαθιάς ύφεσης που έχει ήδη ξεκινήσει, αλλά και εξαιτίας του αδιεξόδου στο οποίο βρίσκεται και πάλι ο ευρωπαϊκός και παγκόσμιος καπιταλισμός, μια δεκαετία μετά την τελευταία μεγάλη κρίση του.

Πέρα από τον νόμο αυτό καθ’ εαυτό, που είναι χουντικής εμπνεύσεως και που παραβιάζει και αυτές ακόμα τις εγγυήσεις του αστικού Συντάγματος, έχει σημασία να δούμε τι άλλο ανέδειξε η αντιπαράθεση γύρω από το ζήτημα των διαδηλώσεων. Η κυβέρνηση της δεξιάς πίστευε ότι, με τη φόρα που της έδινε η δημοσκοπική της κυριαρχία και με όλη την προετοιμασία της «κοινής γνώμης» εδώ και χρόνια πάνω σε αυτό το ζήτημα, θα έκανε πολιτικό περίπατο. Επί της ουσίας διαψεύστηκε. Οι μεγάλες διαδηλώσεις που οργανώθηκαν στην Αθήνα, αλλά και σε άλλες πόλεις, ήταν μια πρώτη ισχυρή απάντηση. Κόμματα και οργανώσεις της αριστεράς, συνδικάτα, φοιτητικοί σύλλογοι και άλλοι φορείς ξεκαθάρισαν ότι ο νόμος θα καταπέσει στην πράξη, ότι κανείς δεν πρόκειται να ζητήσει άδεια από την αστυνομία για να διαδηλώσει. Μέσα στη Βουλή ο Χρυσοχοΐδης βρέθηκε σε θέση απολογίας, ιδίως μετά την έκθεση της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής που ανέδειξε τον αντισυνταγματικό χαρακτήρα του νομοσχεδίου. Από απόψεως συμμαχιών, τον νόμο στήριξαν οι ακροδεξιοί του Βελόπουλου και το ΚΙΝΑΛ της Γεννηματά, το οποίο όμως βγήκε βαθιά τραυματισμένο από αυτή τη διαδικασία, λόγω της διαφοροποίησης του Γ. Παπανδρέου και ενός ακόμα ιστορικού στελέχους του.

Το ακόμα σημαντικότερο είναι ότι αυτή η αντιπαράθεση γίνεται μέσα σε μια διεθνή κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τις εξεγέρσεις στις ΗΠΑ –οι οποίες δεν έχουν μόνο αντι-ρατσιστικό αλλά και ταξικό υπόβαθρο– και από τη γενικότερη αντίδραση της παγκόσμιας εργατικής τάξης στο να φορτωθεί τις συνέπειες της νέας κρίσης. Με δυο λόγια, πάμε σε μια κατάσταση όπου διεθνώς οι διαδηλώσεις, οι συγκρούσεις, οι εξεγέρσεις θα αυξηθούν, και κανένας νόμος σαν κι αυτόν που πέρασε στη χώρα μας ο Μητσοτάκης δεν πρόκειται να το εμποδίσει.

 

2. Όσο κι αν η επιδημία δεν είχε πολλά θύματα στη χώρα μας, το βαρύ πλήγμα στον τουρισμό, το αντιπαραγωγικό μοντέλο «ανάκαμψης» στο οποίο επιμένει η εγχώρια αστική τάξη, τα αντεργατικά μέτρα της κυβέρνησης και η δανειακή εξάρτηση από την Ε.Ε. θα οδηγήσουν με μαθηματική ακρίβεια σε μια αδιέξοδη κατάσταση.

Στο αδιέξοδο αυτό θα συμβάλει και η παταγώδης αποτυχία της εξωτερικής πολιτικής της εγχώριας αστικής τάξης. Η απόφαση του καθεστώτος Ερντογάν να μετατρέψει σε τζαμί την Αγια-Σοφιά, συνδυασμένη με τη γενικότερη επίδειξη δύναμης της Τουρκίας στην περιοχή (Συρία, Λιβύη, ΑΟΖ κ.λπ.), αναδεικνύει, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, τη βαριά ανημπόρια του ελληνικού καπιταλισμού. Η μεγαλοαστική συμμορία που κυβερνά τη χώρα μας θριαμβολογούσε, δύο δεκαετίες πριν, με την εισαγωγή του ευρώ, για την «ισχυρή Ελλάδα». Ποια ήταν η κατάληξη; Διάλυση της παραγωγικής βάσης, χρεοκοπία, φτωχοποίηση του λαού, πλήρης εξάρτηση από τους «δανειστές», δημογραφική αιμορραγία και τώρα περιθωριοποίηση έναντι της ραγδαία ανερχόμενης Τουρκίας και άγχος εθνικής επιβίωσης. Μόνο τα υγιή, τίμια, μαχόμενα τμήματα του εργαζόμενου λαού μας μπορούν να βάλουν φρένο σε αυτή την πορεία. Και είμαστε σίγουροι ότι σύντομα θα ξαναδοθούν ευκαιρίες να ξαναβγεί μπροστά ο λαϊκός παράγοντας και να παλέψει για μια άλλη πορεία της χώρας.

Όσον αφορά τη μετατροπή της Αγια-Σοφιάς σε τζαμί, εμείς οι Κομμουνιστές-Τροτσκιστές λέμε καθαρά ότι: η κίνηση αυτή, όπως και γενικά η επιθετικότητα και οι επεκτατικές, νεο-οθωμανικές φιλοδοξίες του υπερ-αντιδραστικού καθεστώτος Ερντογάν, συνιστούν μια απειλή όχι μόνο για τον ελληνικό λαό αλλά και για όλους τους λαούς της περιοχής, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του τουρκικού λαού. Η αποθράσυνση αυτού του καθεστώτος και η οφθαλμοφανής ενδυνάμωση των ιμπεριαλιστικών βλέψεων της Τουρκίας δημιουργούν ένα «πρότυπο» για τις πιο αντιδραστικές δυνάμεις όλης της περιοχής μας και αυτό παράγει και αρνητικές κοινωνικές-ταξικές συνέπειες.

Μέσα στη χώρα μας, τώρα, θα πρέπει να αντιταχθούμε σε κάθε είδους εθνικιστική αναδίπλωση. Κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να βοηθήσει τον ελληνικό λαό να δει καλύτερες μέρες και να αισθανθεί πιο σίγουρος για τον εαυτό του. Δεν είναι τυχαίο ότι οι διάφοροι εθνικιστές της χώρας μας εξάντλησαν τον «πατριωτισμό» τους στο να υβρίζουν και να απειλούν τον μικρό σλαβομακεδονικό λαό, την ίδια στιγμή που δεν έβγαζαν τσιμουδιά για τα εγκλήματα του Ερντογάν στη Συρία, στο Κουρδιστάν ή εις βάρος του προοδευτικού κομματιού του τουρκικού λαού. Από την άλλη, δεν συμφωνούμε σε καμία περίπτωση με μια μηχανιστική-οικονομίστικη αντίληψη που υπάρχει μέσα στην αριστερά και η οποία βλέπει απλώς δύο αντίπαλους εθνικισμούς δύο ανταγωνιστικών μεταξύ τους αστικών τάξεων. Αυτή η αντίληψη δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί η Τουρκία –μέχρι πρόσφατα μια χώρα καθυστερημένη σε σχέση με την Ελλάδα– είναι σήμερα η πρώτη δύναμη της ευρύτερης περιοχής, με στρατιωτικές επεμβάσεις σε Συρία, Λιβύη, Ιράκ, στρατιωτική παρουσία σε Σομαλία, Κατάρ κ.λπ.

Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι τεράστια ευθύνη για αυτή την εξέλιξη έχει ο ελληνικός καπιταλισμός και όλα τα οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά επιτελεία του. Όλοι αυτοί που τώρα χύνουν κροκοδείλια δάκρυα είναι οι ίδιοι που: πρώτον, αδυνάτισαν συνολικά την Ελλάδα, με τις πολιτικές που διέλυσαν την παραγωγική της βάση και τη συρρίκνωσαν δημογραφικά (αυτά είναι τα δύο κύρια πλεονεκτήματα της Τουρκίας)· και δεύτερον, ορεγόμενοι την πρόσβαση στην τεράστια τουρκική αγορά, υπήρξαν για χρόνια οι καλύτεροι πρεσβευτές του Ερντογάν στην Ευρώπη αλλά και οι καλύτεροι γλείφτες του.

 

3. Στα εσωτερικά ζητήματα τώρα, πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη εξυφαίνει έναν ιστό εις βάρος του εργαζόμενου ελληνικού λαού, στον οποίο όμως θα πιαστεί η ίδια.

Πέρα από τον νόμο που χτυπάει το δικαίωμα στη διαδήλωση, η κυβέρνηση ψήφισε τους τελευταίους μήνες τον αντι-περιβαλλοντικό νόμο και τον νόμο που χτυπάει τη δημόσια εκπαίδευση, προωθεί νομοσχέδιο που τσακίζει τα δικαιώματα των εκπαιδευτικών της ιδιωτικής εκπαίδευσης, έβαλε μπρος την ιδιωτικοποίηση του νερού, ενώ με το «νέο εργατικό δίκαιο» που έφτιαξε ο Βρούτσης επ’ αφορμή της επιδημίας απογείωσε την εργοδοτική αυθαιρεσία. Οι εργοδότες γύρισαν την πλάτη στο πρόγραμμα «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ», το οποίο υποτίθεται θα βοηθούσε να διασωθούν θέσεις εργασίας. Οι λύσεις που επιλέγουν είναι είτε αναστολή σύμβασης –και το κράτος να πληρώνει τον μισθό– είτε απόλυση.

Όσον αφορά τα περίφημα 32 δις από την Ε.Ε., αυτά θα αρχίσουν να έρχονται από τα τέλη του 2021. Ο Μητσοτάκης διαβεβαιώνει ότι δεν θα υπάρχουν όροι μνημονιακού χαρακτήρα αλλά αναγκαίες «μεταρρυθμίσεις». Οι «μεταρρυθμίσεις» αυτές, όμως, εντάσσονται ακριβώς στο κλασικό αντιπαραγωγικό μοντέλο που μας οδήγησε στα μνημόνια: ιδιωτικοποιήσεις, νέες «φούσκες» με δημόσιο χρήμα, μεταξύ άλλων στην «πράσινη» οικονομία, τουριστικοποίηση του κέντρου της Αθήνας, αποδόμηση της δημόσιας παιδείας και της κοινωνικής ασφάλισης.

Σε όλα αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε το εντεινόμενο αδιέξοδο της λεγόμενης «μεσαίας τάξης». Τα μικροαστικά στρώματα που στήριξαν την άνοδο του Μητσοτάκη στην εξουσία είναι ιδιαίτερα δυσαρεστημένα από την οικονομική διαχείριση της επιδημίας, και όχι μόνο.

Για όλους τους παραπάνω λόγους θεωρούμε ότι: α) η κυβέρνηση θα χάνει όλο και περισσότερο κοινωνικά ερείσματα και β) σύντομα θα δημιουργηθούν προϋποθέσεις για μαζικές λαϊκές αντιδράσεις στην πολιτική της. Όμως, για να γίνει πράξη αυτό, χρειάζεται από τη δική μας σκοπιά, από τη σκοπιά των συνειδητών δυνάμεων της εργατικής τάξης, πολλή δουλειά, τόλμη και αποφασιστικότητα.

Να σηκώσουμε το γάντι, να οξύνουμε την πολεμική μας στη νεοφιλελεύθερη-αυταρχική κυβέρνηση, να αποκαλύψουμε τη νέα μεταφορά πλούτου από τα κατώτερα και μικρομεσαία στρώματα στο μεγάλο κεφάλαιο και τους «κολλητούς» της κυβέρνησης. Να στρέφουμε όλες τις μάχες, μικρές και μεγάλες –για την παιδεία, για το περιβάλλον, για τα δημοκρατικά δικαιώματα, για τις εργασιακές σχέσεις–, ενάντια στην κυβέρνηση και το καθεστώς, ενάντια στους νέους αντιλαϊκούς «μονόδρομους». Στα συνδικάτα, στους χώρους εργασίας, στα τοπικά και επιμέρους ζητήματα, να δουλέψουμε με αισιοδοξία για την οργάνωση και τη συσπείρωση των μάχιμων δυνάμεων. Δεν θα ξαναγυρίσουμε στο 2010, δεν θα πιάσει αυτή τη φορά το «δόγμα του σοκ». Η κυβέρνηση είναι πιο αδύναμη απ’ ό,τι φαίνεται. Να βγάλουμε από πάνω μας τον φόβο και να τον περάσουμε στο στρατόπεδο του αντιπάλου!

 

14/7/2020

Η Συντακτική Επιτροπή