Παρά τη βία και τη νοθεία, η μισή
Τουρκία γύρισε την πλάτη στον Ερντογάν. Οι προοδευτικές δυνάμεις της Τουρκίας
θα πουν το τελευταίο λόγο.
Αμέσως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα
κατά του Ερντογάν, πολλοί έλεγαν ότι, εφόσον απετράπη, αυτός θα βγει
ενισχυμένος και θα μπορέσει ανενόχλητος και ηθικά νομιμοποιημένος να επιβάλει
τη δική του δικτατορία.
Το πρόσφατο δημοψήφισμα απέδειξε
το αντίθετο. Παρά το γενικευμένο κλίμα διώξεων, συλλήψεων και απολύσεων από το
δημόσιο των πολιτικών του αντιπάλων και παρά την αναμφισβήτητη νοθεία, ο
Ερντογάν κατάφερε να επικρατήσει με ένα οριακό, αναιμικό ποσοστό της τάξεως του
51%. Οι μεγάλες πόλεις
(Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Άγκυρα) του γύρισαν την πλάτη, ψηφίζοντας κατά
πλειοψηφία «όχι». Ο διχασμός της χώρας σε προοδευτικό δυτικό και καθυστερημένο
ανατολικό τμήμα επιβεβαιώθηκε για μια ακόμα φορά.
Αυτά που επακολούθησαν του
δημοψηφίσματος και συνεχίζονται με αμείωτη ένταση μέχρι σήμερα αποδεικνύουν την αδυναμία του καθεστώτος:
αποπομπές χιλιάδων αστυνομικών, νέες διώξεις και συλλήψεις πολιτικών αντιπάλων
κ.ο.κ. Στη Συρία ο Ερντογάν δεν έχει πετύχει τίποτε ιδιαίτερο, παρά την
αποστολή στρατού, και προσπαθεί να κερδίσει κάτι πηγαίνοντας με τα νερά των ΗΠΑ
και της Ρωσίας. Το κουρδικό παραμένει
τεράστιο πρόβλημα, λόγω του ενισχυμένου ρόλου των ένοπλων Κούρδων της
Συρίας στον πόλεμο και της συνακόλουθης ενίσχυσης των ένοπλων Κούρδων της
Τουρκίας.
Το χειρότερο όμως για τον
Ερντογάν είναι ότι η οικονομία της χώρας πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Η ήπια οικονομική κρίση, που είχε
συντελέσει στην κρίση του καθεστώτος, ανατροφοδοτείται τώρα με πολύ πιο άγριο
τρόπο από την πολιτική αστάθεια και οδηγεί σε μια εκρηκτική οικονομική
κατάσταση, που δεν ξέρουμε πόσο ακόμη θα την ανεχτεί η τουρκική αστική
τάξη. Η τουρκική λίρα έχει πέσει σε ιστορικά χαμηλά έναντι του δολαρίου, ο
πληθωρισμός καλπάζει με 10%, η ανεργία έφτασε στο 13%, ο τουρισμός έχασε πέρυσι
το ένα τρίτο των εσόδων του και οι επενδύσεις πέφτουν κατακόρυφα λόγω της
πολιτικής αβεβαιότητας.
Όλα αυτά προοιωνίζουν μια
παρατεταμένη περίοδο αναταράξεων για το καθεστώς, το οποίο αμφισβητείται έντονα από τα πιο δυναμικά κομμάτια του τουρκικού
πληθυσμού (κάτοικοι των πόλεων, εργατική τάξη, νεολαία, Κούρδοι) και πλέον
δεν χαίρει καμίας εμπιστοσύνης σε διεθνές επίπεδο, αφού ακόμα και η παραδοσιακά
φιλική Γερμανία του γυρίζει την πλάτη. Βεβαίως, στον πολιτικό ορίζοντα της
Τουρκίας δεν διαφαίνεται ακόμα κάποια σοβαρή εναλλακτική, αλλά η εντεινόμενη οικονομική κρίση είναι βέβαιο
ότι θα επιταχύνει τις αναζητήσεις της τουρκικής αστικής τάξης αλλά και του
τουρκικού λαού για επείγουσες λύσεις.
Η αδυναμία αυτή του καθεστώτος
και η πληθώρα των μετώπων που έχει να αντιμετωπίσει καθιστά μικρή την
πιθανότητα κάποιας σοβαρής επιθετικής ενέργειας κατά της Ελλάδας ή της Κύπρου,
η οποία μάλιστα θα αναβάθμιζε τον ρόλο του στρατού και θα αναζωπύρωνε τις
δυνατότητες ενός νέου πραξικοπήματος. Πέραν αυτού, η όλο και μεγαλύτερη σύσφιξη
των σχέσεων Ελλάδας-ΗΠΑ αποτελεί έναν επιπλέον αποτρεπτικό παράγοντα, αφού ο
ρόλος της Αμερικής θα είναι καθοριστικός σε ό,τι συμβεί.
Το πιο σημαντικό και αισιόδοξο είναι ότι η παρατεινόμενη αστάθεια του
συστήματος εξουσίας Ερντογάν δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την αναβίωση του
προοδευτικού κινήματος των πόλεων (όπως ήταν το κίνημα του Πάρκου Γκεζί το
2013), για την ενίσχυση του κουρδικού κινήματος
(που εκτός από εθνοτικά έχει και σαφή αριστερά χαρακτηριστικά), και φυσικά για την αναβάθμιση των
εργατικών αγώνων, που τα τελευταία χρόνια έχουν να επιδείξουν σημαντική
ζωτικότητα στη γειτονική χώρα.
Η Τουρκία λοιπόν είναι πάλι, όπως ήταν και πριν από εκατό χρόνια, ο
«μεγάλος ασθενής». Στις εξελίξεις που με βεβαιότητα έρχονται, οι προοδευτικές,
αριστερές και συνειδητές εργατικές δυνάμεις της Ελλάδας και γενικότερα των
ευρωπαϊκών χωρών, έχουν καθήκον να συνδράμουν με κάθε τρόπο τις μαχόμενες
προοδευτικές δυνάμεις της Τουρκίας.
Βασίλης Παπανικολάου