Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

Ακρίβεια, φτώχεια και προσεχώς… πείνα

 

Οι αυξήσεις στην ενέργεια και τα καύσιμα έχουν 
περάσει σε όλα τα βασικά είδη - δημιουργώντας
συνθήκες ακραίας φτώχειας
Μπορεί την κεντρική πολιτική σκηνή να την απασχολούν οι δημοσκοπήσεις, τη μέση ελληνική οικογένεια όμως την απασχολούν πολύ πιο… πεζά θέματα, όπως οι τιμές που καθημερινά καλπάζουν προς τα ύψη. Το αστείο είναι ότι στις ίδιες αυτές δημοσκοπήσεις για τις οποίες ερίζουν τα κόμματα εξουσίας καταγράφεται ως κυρίαρχος ο φόβος της ακρίβειας, τείνοντας μάλιστα να ξεπεράσει και τον φόβο της πανδημίας.

Φόβος που δεν εδράζεται στα τρομοκρατικά «ρεπορτάζ» για τον καφέ που θα φτάσει στα 5 ευρώ, ή για το σουβλάκι που πλησιάζει στα 3 ευρώ (ειδικά σε αυτά τα δυο είδη υποκρύπτονται καθαρά κερδοσκοπικές τάσεις στην εστίαση), αλλά στις υπέρογκες αυξήσεις που, ξεκινώντας από την ενέργεια, έχουν απλωθεί στα είδη πρώτης ανάγκης, όπως τα καταγράφει κι ο επίσημος δείκτης τιμών καταναλωτή που εκδίδει η ΕΛΣΤΑΤ.

Εισαγόμενη ή μη η ακρίβεια, σίγουρα δεν είναι παροδική, όπως προσπαθεί να μας πείσει η κυβέρνηση για να δικαιολογήσει τα ημίμετρα «ανακούφισης» που εξήγγειλε, ενώ έχει αφήσει ανεξέλεγκτη την αγορά. Η ελληνική οικονομία βιώνει εδώ και μια δεκαετία τέτοια βάρβαρη επίθεση, με τις ευρείες ιδιωτικοποιήσεις κρίσιμων κλάδων, όπως η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, που σήμερα αποδεικνύεται ιδιαίτερα ευάλωτη στις διεθνείς πιέσεις. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι η χώρα μας έχει σχεδόν την πιο ακριβή κιλοβατώρα σε όλη την Ευρώπη δεν οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες αλλά στον μονόπλευρο προσανατολισμό της ηλεκτροπαραγωγής στις πανάκριβες ΑΠΕ, στην εξάρτηση από το εισαγόμενο φυσικό αέριο και στην πρόωρη απολιγνιτοποίηση – στην κυβερνητική πολιτική δηλαδή.

Η πανδημία φαίνεται ότι επιδείνωσε τις ακραίες συνθήκες κάτω από τις οποίες ζει πλέον ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της χώρας. Σημειώστε μερικά στοιχεία που έδωσε πρόσφατα η ίδια η ΕΛΣΤΑΤ για την «υλική στέρηση και τις συνθήκες διαβίωσης»:

·      Το 45,8% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη μέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας. Το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 5,3%.

·      Το 50,1% των φτωχών νοικοκυριών δυσκολεύεται να πληρώσει πάγιους λογαριασμούς (ρεύμα, νερό, φυσικό αέριο).

·      Το φτωχότερο 20% του πληθυσμού ξοδεύει για διατροφή το 58,2% των συνολικών δαπανών του. 

Επαναλαμβάνουμε: αυτά τα διατυπώνει επισήμως μια κρατική υπηρεσία, που μάλιστα βρίσκεται υπό ευρωπαϊκή κηδεμονία, καταγράφοντας την ένδεια στην οποία ζει η ελληνική κοινωνία.

 

Γιώργος Καστρίτης