Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

Ο Φραντς Μέρινγκ για τον 1ο τόμο του «Κεφαλαίου» του Μαρξ

 (2ο μέρος)

Φραντς Μέρινγκ (1846-1919)
Παρουσιάζουμε στην Ιστορική Στήλη μας, σε τρία μέρη, το κείμενο του Φραντς Μέρινγκ για τον 1ο τόμο του «Κεφαλαίου» του Μαρξ. Είναι ένα τμήμα της ογκώδους βιογραφίας του Μέρινγκ για τον Κάρολο Μαρξ, που εκδόθηκε στα 1918. Ο Φραντς Μέρινγκ υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του γερμανικού επαναστατικού κινήματος και γενικά από τους σημαντικότερους μαρξιστές διανοούμενους. Γεννήθηκε το 1846 στην Πομερανία. Γόνος εύπορης οικογένειας, σπούδασε φιλοσοφία και σταδιακά κερδήθηκε από τις σοσιαλιστικές ιδέες. Έγινε μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας. Διακρίθηκε μεταξύ άλλων ως μαχητικός δημοσιογράφος. Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου διαφοροποιήθηκε από την προδοσία της σοσιαλδημοκρατίας, που ψήφισε τις πολεμικές δαπάνες και έστειλε τους Ευρωπαίους εργάτες στο ιμπεριαλιστικό σφαγείο.

Ακολούθησε τους Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ και οι τρεις τους έγιναν οι ηγέτες της οργάνωσης Σπάρτακος, από την οποία γεννήθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας. Η εξέγερση των Σπαρτακιστών, όμως, τον Ιανουάριο του 1919, απέτυχε. Οι Λίμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκαν και ο ίδιος ο Μέρινγκ, επηρεασμένος από την τύχη των πιο στενών συντρόφων του, αρρώστησε βαριά και πέθανε λίγες ημέρες αργότερα. Άφησε πίσω του ένα σπουδαίο έργο, πάνω σε ζητήματα πολιτικά, ιστορικά, φιλοσοφικά και αισθητικά, από τη σκοπιά του διαλεκτικού υλισμού.

Σκηνή από την εξέγερση των Σπαρτακιστών, Ιανουάριος 1919
Ο Μαρξ όχι μόνον αποδεικνύει ότι οι μηχανές και η μεγάλη βιομηχανία δημιούργησαν μεγαλύτερη αθλιότητα από κάθε άλλον προηγούμενο τρόπο παραγωγής γνωστό στην ιστορία, αλλά ακόμη και ότι με την αδιάκοπη από μέρους τους επαναστατικοποίηση της καπιταλιστικής κοινωνίας προπαρασκευάζουν τον δρόμο για μια ανώτερη μορφή κοινωνίας. Η εργοστασιακή νομοθεσία υπήρξε η πρώτη συνειδητή και μεθοδική αντίδραση της κοινωνίας εναντίον του αφύσικου τρόπου με τον οποίο λειτουργεί το παραγωγικό της σύστημα. Όταν η κοινωνία ρυθμίζει την εργασία στα εργοστάσια και τα εργαστήρια, αυτό προς στιγμήν δεν φαίνεται παρά μόνο σαν επέμβαση στα εκμεταλλευτικά δικαιώματα του κεφαλαίου.

Και όμως η πίεση των συνθηκών αναγκάζει σύντομα την κοινωνία να ρυθμίσει επίσης και την οικιακή εργασία και να επέμβει στη πατρική εξουσία, με τον τρόπο δε αυτόν αναγνωρίζει ότι η μεγάλη βιομηχανία διαλύει τις παλιές οικογενειακές σχέσεις, μαζί με την οικονομική βάση του παλιού οικογενειακού συστήματος και της οικογενειακής εργασίας που αντιστοιχούσε σ’ αυτό. «Όσο και αν φαίνεται φοβερή και αντιπαθής η διάλυση του παλιού οικογενειακού συστήματος μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, μολαταύτα παραχωρώντας στις γυναίκες, τους νέους και τα παιδιά έναν αποφασιστικό ρόλο στην κοινωνική παραγωγική διαδικασία, έξω από την οικιακή σφαίρα, η μεγάλη βιομηχανία δημιουργεί μια καινούργια οικονομική βάση τόσο για μια ανώτερη μορφή οικογένειας όσο και για τις μεταξύ των δύο φύλων σχέσεις. Φυσικά είναι εξίσου βλακώδες να θεωρεί κανείς τη χριστιανο-γερμανική μορφή της οικογένειας σαν κάτι το απόλυτο, όσο θα ήταν βλακώδες και αν αντίκριζε την κλασική ρωμαϊκή μορφή, ή την κλασική ελληνική μορφή, ή την ανατολική μορφή σαν απόλυτες, αφού άλλωστε όλες τους οι μορφές αυτές αντιπροσωπεύουν, μαζί, μια σειρά ιστορικών εξελίξεων. Είναι το ίδιο σαφές ότι η σύνθεση του συνδυασμένου εργατικού προσωπικού από άτομα και των δύο φύλων και διαφόρων ηλικιών, θα πρέπει να μετατραπεί, κάτω από κατάλληλες συνθήκες, σε πηγή ευεργετικής προόδου, μολονότι κάτω από την ανεμπόδιστη και απάνθρωπη καπιταλιστική της μορφή (στην οποία οι εργάτες υπάρχουν για την παραγωγική διαδικασία και όχι η διαδικασία της παραγωγής για του εργάτες) αποτελεί μια αποκρουστική πηγή διαφθοράς και σκλαβιάς». Η μηχανή, που υποβιβάζει τον εργάτη μετατρέποντάς τον σε απλό εξάρτημά της, δημιουργεί ταυτόχρονα και τη δυνατότητα της αύξησης των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας σε τέτοια έκταση ώστε όλα τα μέλη της κοινωνίας, χωρίς εξαίρεση, θα μπορούν ν’ απολαμβάνουν τις ίδιες δυνατότητες μιας ανάπτυξης άξιας ανθρώπινων όντων την οποία όλες οι προηγούμενες κοινωνίες δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιήσουν επειδή ήταν εξαιρετικά φτωχές.

Μετά την εξέταση της παραγωγής της απόλυτης και σχετικής υπεραξίας, ο Μαρξ προχωρεί κατόπιν στην ανάπτυξη της πρώτης γνωστής στην ιστορία της πολιτικής οικονομίας ορθολογιστικής θεωρίας του ημερομισθίου. Η τιμή ενός εμπορεύματος είναι η αξία του εκφραζόμενη σε χρήμα, τα δε ημερομίσθια αντιπροσωπεύουν την τιμή της εργατικής δύναμης. Η εργασία η ίδια δεν παρουσιάζεται στην αγορά των εμπορευμάτων, αλλά ο ζωντανός εργάτης που προσφέρει την εργατική του δύναμη για πώληση, η δε εργασία δεν εμφανίζεται παρά μόνο κατά την κατανάλωση του εμπορεύματος εργατική δύναμη. Η εργασία είναι η ουσία και το αναπόσπαστο μέτρο των αξιών, αλλά δεν έχει η ίδια αξία. Ωστόσο, με τα ημερομίσθια φαίνεται σαν να πληρώνεται η εργασία, γιατί ο εργάτης παίρνει το ημερομίσθιό του μόνο αφού πρώτα εκτελέσει την εργασία του. Η μορφή με την οποία πληρώνονται τα ημερομίσθια αποκρύπτει πραγματικά κάθε ίχνος της διαίρεσης της εργάσιμης ημέρας σε πληρωμένο και απλήρωτο εργάσιμο χρόνο. Με τους δούλους συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ο δούλος φαίνεται να εργάζεται πάντοτε για τον κύριό του, ακόμα και τότε που εργάζεται για ν’ αναπαράγει την αξία των ειδών της δικής του διατροφής, και όλη η εργασία του φαίνεται σαν να είναι απλήρωτη εργασία. Με τη μισθωτή εργασία αντίθετα, όλη η εργασία, ακόμα και η απλήρωτη φαίνεται σαν να πληρώνεται. Στη μια περίπτωση η σχέση ιδιοκτησίας αποκρύπτει το γεγονός ότι ο δούλος εργάζεται ένα μέρος του χρόνου για τον εαυτό του, ενώ στην άλλη περίπτωση η χρηματική σχέση αποκρύπτει το γεγονός ότι ο μισθωτός εργάτης εργάζεται ένα μέρος του χρόνου χωρίς να παίρνει τίποτε σε αντάλλαγμα. Έτσι μπορούμε να εννοήσουμε, τονίζει ο Μαρξ, την αποφασιστική σπουδαιότητα της μετατροπής της αξίας και της τιμής της εργατικής δύναμης σε μια ημερομισθιακή μορφή, είτε αλλιώς σε αξία και τιμή της ίδιας της εργασίας. Όλες οι νομικές αντιλήψεις τόσο των καπιταλιστών όσο και των εργατών, όλες οι παραπλανητικές πλευρές του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, όλες περί ελευθερίας αυταπάτες του και οι απαλυντικές ψευδολογίες της αγοραίας πολιτικής οικονομίας, στηρίζονται πάνω σ’ αυτή την εμφάνιση που κρύβει την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων και προβάλλει σαν σωστό ακριβώς το αντίθετό του.

Οι δύο κύριες μορφές του ημερομισθίου είναι το χρονικό ημερομίσθιο και το ημερομίσθιο με το κομμάτι. Με βάση τους νόμους που ρυθμίζουν το χρονικό ημερομίσθιο, ο Μαρξ αποδεικνύει την ανεδαφικότητα των ισχυρισμών ότι ο περιορισμός της εργάσιμης ημέρας θα ελαττώσει αναγκαστικά τα ημερομίσθια, όπως τουλάχιστον υποστηρίζεται από ανθρώπους με ιδιοτελείς σκοπούς, και αποδεικνύει ότι ακριβώς το αντίθετο είναι αληθινό: μια προσωρινή μείωση της εργάσιμης ημέρας ελαττώνει τα ημερομίσθια, μια μόνιμη όμως ελάττωσή της τα αυξάνει. Όσο μεγαλύτερη είναι η εργάσιμη ημέρα τόσο χαμηλότερο είναι το ημερομίσθιο.

Το ημερομίσθιο με το κομμάτι δεν είναι παρά μια αλλαγμένη μορφή του χρονικού ημερομισθίου και αποτελεί ακριβώς τη μορφή του ημερομισθίου που ταιριάζει καλύτερα στο καπιταλιστικό παραγωγικό σύστημα. Αυτή η μορφή του ημερομισθίου επεκτάθηκε ευρύτατα κατά τη διάρκεια της περιόδου της καθαυτό χειροτεχνικής βιομηχανίας και στην περίοδο της αλματικής  ανάπτυξης της μεγάλης αγγλικής βιομηχανίας χρησίμευσε σαν μοχλός για την παράταση της εργάσιμης ημέρας και τον υποβιβασμό των ημερομισθίων. Τα ημερομίσθια με το κομμάτι είναι πολύ ευνοϊκά για τον καπιταλιστή, γιατί καθιστούν σχεδόν περιττή την επίβλεψη των εργατών και συνάμα προσφέρουν πολλές ευκαιρίες για την περικοπή των ημερομισθίων όπως και για την εφαρμογή άλλων μεθόδων εξαπάτησης των εργατών. Εξάλλου αυτή η μορφή των ημερομισθίων συνοδεύεται με πολλά και μεγάλα μειονεκτήματα για τον εργάτη: φυσική εξάντληση που είναι το αποτέλεσμα των υπερβολικών προσπαθειών του ν’ ανεβάσει το επίπεδο των ημερομισθίων, προσπαθειών που μάλλον στην πραγματικότητα τείνουν να κατεβάσουν τα ημερομίσθια, αυξημένο ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών με επακόλουθο την εξασθένηση της αλληλεγγύης τους, την εμφάνιση παρασιτικών στοιχείων μεταξύ των καπιταλιστών και των εργατών, των μεσαζόντων που τσεπώνουν ένα ουσιώδες μέρος των ημερομισθίων των εργατών, και άλλα παρόμοια δυσάρεστα φαινόμενα.

Η συσχέτιση υπεραξίας και ημερομισθίων έχει σαν αποτέλεσμα ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αναπαράγει συνεχώς όχι μόνο το κεφάλαιο του κεφαλαιούχου αλλά και την ένδεια του εργάτη. Από το ένα μέρος υπάρχει η καπιταλιστική τάξη που κατέχει όλα τα είδη διατροφής, όλες τις πρώτες ύλες και όλα τα παραγωγικά μέσα· και από το άλλο μέρος υπάρχει η εργατική τάξη, η μεγάλη μάζα των ανθρώπινων όντων που εξαναγκάζονται να πουλούν την εργατική τους δύναμη στους κεφαλαιούχους έναντι εκείνης ακριβώς της ποσότητας τροφής που στην καλύτερη περίπτωση επαρκεί μόνο να τους διατηρήσει κατάλληλους για εργασία και να τους επιτρέψει τη δημιουργία μιας νέας γενιάς εργαζόμενων προλετάριων.

Σημ. της Σύνταξης: Το 3ο μέρος του κειμένου θα δημοσιευθεί όχι στο επόμενο φύλλο μας, αλλά στο φύλλο του Μαΐου 2024.