Παρασκευή 9 Αυγούστου 2024

Οι ευρωεκλογές έβγαλαν πολιτική στροφή στην Ευρώπη αλλά και στη χώρα μας

 

Οι δύο βασικότερες ευρωπαϊκές χώρες, Γαλλία και Γερμανία, βυθίστηκαν σε πολιτική κρίση. Ο ευρωπαϊκοί λαοί δεν θέλουν να θυσιαστούν για τις «αγορές» και για τις επιδιώξεις ΝΑΤΟ-Ε.Ε. στην Ουκρανία. Τα αδιέξοδα της Ε.Ε. θα γίνουν εκρηκτικά. Στη χώρα μας η κυβέρνηση Μητσοτάκη έπαθε στραπάτσο στις ευρωεκλογές. Θα επιμείνει στην πολιτική της, εκτός αν οι συνειδητές δυνάμεις του εργαζόμενου λαού αδράξουν τις επόμενες ευκαιρίες και ανοίξουν μέτωπα αποφασιστικής αντίστασης.

Η ΝΔ του Μητσοτάκη συνεχίζει να μην έχει ισχυρή αντιπολίτευση, όμως η εσωτερική της ενότητα και τα κοινωνικά της ερείσματα έχουν αποδυναμωθεί. Η επίθεσή της σε μικροεπιχειρηματίες, αυτοαπασχολούμενους και στη μικρή ιδιοκτησία θα επιταχύνει τη φθορά της.

 

1. Όσο κι αν τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ και η ανύπαρκτη «αντιπολίτευση» κάνουν ό,τι μπορούν για να ξεχάσουμε τι συνέβη πριν από έναν μήνα, η απλή και καθαρή αλήθεια είναι ότι: στις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου η αντιλαϊκή-αντιδημοκρατική κυβέρνηση Μητσοτάκη υπέστη μια ξεκάθαρη ήττα. Η ΝΔ έπεσε 5 μονάδες κάτω από τον στόχο που ο ίδιος ο Μητσοτάκης είχε βάλει –το 33% που είχε πάρει στις προηγούμενες ευρωεκλογές– και 13 ολόκληρες μονάδες κάτω από το ποσοστό που πήρε στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, μόλις έναν χρόνο πριν. Είναι μια ξεκάθαρη αποδοκιμασία της πολιτικής της από τον ελληνικό λαό και μια ξεκάθαρη απόδειξη ότι η περίφημη «πολιτική ηγεμονία» Μητσοτάκη έχει διαρραγεί – και κατά τη γνώμη μας ανεπανόρθωτα.

Σε πρώτο χρόνο, βέβαια, ο αντίκτυπος της ήττας της ΝΔ μειώθηκε από το γεγονός ότι η «αντιπολίτευση» δεν κατάφερε να την εκμεταλλευθεί ούτε στο ελάχιστο. Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε λιγότερο από ό,τι στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές και το ΠΑΣΟΚ εμφάνισε ουσιαστικά μια στασιμότητα, αν εξαιρέσουμε ορισμένα παλαιά ΠΑΣΟΚικά προπύργια της επαρχίας. Αυτό αντικειμενικά δίνει κάποια περιθώρια στην κυβέρνηση να συνεχίσει την πολιτική της – αν και από δυσκολότερη θέση από ό,τι πριν τις εκλογές. Στην πραγματικότητα, ο λαός αποδοκίμασε και την «αντιπολίτευση», ακριβώς γιατί είναι αντιπολίτευση μόνο σε εισαγωγικά. Δεν διαθέτει καμιά συγκροτημένη εναλλακτική πολιτική πρόταση σε σχέση με τη ΝΔ, καμιά φιλολαϊκή ατζέντα που να πείθει ότι μπορεί να την εφαρμόσει κιόλας. Αμέσως μετά τις εκλογές, τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ βυθίστηκαν σε εσωστρέφεια και κρίση ηγεσίας. 

Η αντικυβερνητική δυσαρέσκεια εκφράστηκε σε δύο κατευθύνσεις. Αφ’ ενός σε μια θετική κατεύθυνση, με την αξιοσημείωτη ενίσχυση του ποσοστού του ΚΚΕ. Αυτό δείχνει ότι υπάρχει ένα υπολογίσιμο κομμάτι της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων που συνεχίζει να πιστεύει στους αγώνες, στα συνδικάτα, στη συλλογικότητα. Εκφράστηκε επίσης η δυσαρέσκεια αυτή και προς τα δεξιά, στα κόμματα της άκρας ή λαϊκιστικής δεξιάς. Πρόκειται για δυνάμεις αντιδραστικές, εχθρικές προς οποιαδήποτε αφύπνιση του ελληνικού λαού, που αναπαράγουν δηλητηριώδεις αυταπάτες, ότι η κατάσταση της χώρας και του λαού μπορεί να βελτιωθεί με ενίσχυση του εθνικισμού, της θρησκοληψίας και των «παραδοσιακών αξιών». Δεν πρόκειται όμως για φασίστες, ούτε έχουν σοβαρές πιθανότητες, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες, να μεταβληθούν σε μια συγκροτημένη δύναμη με προοπτική συμμετοχής στη νομή της εξουσίας. 

Έχει επίσης μια σημασία ότι η φασίζουσα ακροδεξιά, εκφραζόμενη κυρίως μέσα από την υποστήριξη του Κασιδιάρη στο κόμμα «Πατριώτες» του Εμφιετζόγλου, απέτυχε παταγωδώς. 

Τέλος, η αποχή-ρεκόρ περιλαμβάνει και μια έκφραση αποδοκιμασίας του πολιτικού συστήματος συνολικά, αλλά το πρόβλημα με την αποχή είναι ότι δεν παράγει κανένα πολιτικό αποτέλεσμα, δεν δείχνει κανέναν δρόμο έμπρακτης αντίδρασης.

 

2. Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, όμως, έχουν σημασία και από τη σκοπιά των πανευρωπαϊκών εξελίξεων. Εξελίξεις οι οποίες ουσιαστικά έχουν αρχίσει ήδη να επηρεάζουν και τη χώρα μας. Στις περισσότερες χώρες ο κόσμος πήγε να ψηφίσει με το μυαλό στην εγχώρια πολιτική κατάσταση, και όχι στο –χωρίς εξουσίες– Ευρωκοινοβούλιο του Στρασβούργου. Στις δύο ισχυρότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), τη Γαλλία και τη Γερμανία, τα κυβερνητικά κόμματα αποδοκιμάστηκαν μαζικά. Στην –περισσότερο πολιτικοποιημένη– Γαλλία αυτό προκάλεσε αμέσως πολιτικές εξελίξεις, με τον πρόεδρο Μακρόν να προκηρύσσει βουλευτικές εκλογές. Εκλογές οι οποίες, παρά τις προβλέψεις για νίκη του κόμματος της Λεπέν, οδήγησαν τελικά σε μια νίκη, χωρίς αυτοδυναμία, του Νέου Λαϊκού Μετώπου (ΝΛΜ), στο οποίο το πάνω χέρι έχουν πλέον οι σοσιαλδημοκράτες. Το ΝΛΜ με την τακτική του νεκρανάστησε τον Μακρόν, εμφανίζοντάς τον ως «δημοκρατικό σύμμαχο» ενάντια στη Λεπέν, έναν Μακρόν που εκείνη τη στιγμή ήταν ριγμένος στο καναβάτσο. Η γαλλική αστική τάξη πιέζει τώρα για μια κυβέρνηση Μακρόν-ΝΛΜ (χωρίς τον σχετικά πιο αριστερό Μελανσόν) και άλλων «προθύμων» (π.χ. κλασική δεξιά), με επιδίωξη να συνεχιστεί η ίδια πολιτική του Μακρόν, μια πολιτική που χτύπησε ανελέητα τη γαλλική εργατική τάξη. Όμως, οποιαδήποτε κυβερνητική συνεργασία και να επιτευχθεί, θα είναι θνησιγενής. Η Γαλλία έχει εμπλακεί σε μια βαθιά πολιτική κρίση, που αντανακλά και το γενικότερο υπαρξιακό αδιέξοδο του γαλλικού ιμπεριαλισμού. Αυτό θα δώσει ευκαιρίες στην έμπειρη αγωνιστικά και τολμηρή γαλλική εργατική τάξη και τα άλλα καταπιεζόμενα στρώματα να αντεπιτεθούν. 

Στη Γερμανία, τα τρία κόμματα που συνεργάζονται στην κυβέρνηση οριακά συγκέντρωσαν όλα μαζί το 1/3 των ψήφων στις ευρωεκλογές. Και εδώ υπάρχει μια ανερχόμενη ακροδεξιά δύναμη, το AfD, που είναι ακόμα πιο αντιδραστικό αλλά και πιο αδιαμόρφωτο σε σχέση με το κόμμα της Λεπέν. Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός αντιμετωπίζει και αυτός μεγάλη κρίση προσανατολισμού, αλλά και οικονομική κρίση, έχοντας χάσει τη στρατηγική του σχέση με Ρωσία και Κίνα. Ασφυκτιά ανάμεσα στην πίεση των ΗΠΑ και τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία. 

Η κρίση του γαλλογερμανικού άξονα, η αποδοκιμασία –σε ορισμένες τουλάχιστον χώρες– της κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης πολιτικής, η διαφαινόμενη αποτυχία των επιδιώξεων ΝΑΤΟ-Ε.Ε. στο Ουκρανικό, η επίδραση του Παλαιστινιακού, το γενικότερο παραγωγικό και οικονομικό αδιέξοδο της Ε.Ε. και η πολύ μεγάλη πιθανότητα νίκης του Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου δημιουργούν μια εκρηκτική κατάσταση στην ήπειρό μας. Αυτό ανοίγει μεγάλες ευκαιρίες να μπουν και πάλι οι ευρωπαϊκές εργατικές τάξεις, οι ευρωπαϊκοί λαοί σε κίνηση, αμφισβητώντας τον νεοφιλελεύθερο «μονόδρομο», τον ζουρλομανδύα των Βρυξελλών και τα πολεμικά σφαγεία που στήνουν οι άρχουσες τάξεις.

 

3. Ξαναγυρίζοντας στη χώρα μας, αμέσως μετά τις ευρωεκλογές, ο Μητσοτάκης δήλωσε ότι «πήρε το μήνυμα» που του έστειλε ο ελληνικός λαός. Και ποιο ήταν το μήνυμα κατ’ αυτόν; Να συνεχίσει την ίδια πολιτική… με ακόμη ταχύτερους ρυθμούς! Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η «αντιπολίτευση» του επιτρέπει να τα λέει αυτά. Εκπροσωπώντας τα πιο αδίστακτα τμήματα του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου, και τιμώντας τον ιστορικό ρόλο των Μητσοτάκηδων, θα προτιμήσει να φύγει με όλο τον ελληνικό λαό να τον βρίζει αλλά παραμένοντας μέχρι τέλους πιστός στα αφεντικά του, παρά να κάνει πίσω. Έτσι, σαλπίζει νέα έφοδο ενάντια στα δικαιώματα και τις κατακτήσεις του εργαζόμενου λαού, με βασικούς άξονες: 

1) Τις νέες αντεργατικές επιθέσεις, με κορωνίδα το εξαήμερο. Για τον σκοπό αυτό, άλλωστε, τοποθέτησε στο Υπουργείο Εργασίας το αδίστακτο αντεργατικό σκυλί που ακούει στο όνομα Κεραμέως. 2) Την επιτάχυνση της ιδιωτικοποίησης της δημόσιας υγείας και παιδείας. 3) Το ξεπούλημα ή διάλυση του ό,τι έχει απομείνει στο δημόσιο (βλ. αρχή έμμεσης ιδιωτικοποίησης για αστικές συγκοινωνίες, ΕΛΤΑ και άλλες εναπομείνασες ΔΕΚΟ). 4) Τη συνέχιση της πολιτικής της ακρίβειας, προκειμένου να αυξηθούν τα δημόσια έσοδα και να εκτοξευθούν τα ποσοστά κέρδους. 5) Τη συγκεντροποίηση εις βάρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των αυτοαπασχολούμενων αλλά και εις βάρος της μικροϊδιοκτησίας γενικά (βλ. φορολογική εξόντωση μικροαστικής τάξης, μέτρα δήθεν για «πυροπροστασία», κάθετη αύξηση κόστους στέγης κ.λπ.). Μάλιστα, ο θρασύτατος Στουρνάρας έφτασε στο σημείο να πει ότι όσοι μικροεπιχειρηματίες δεν αντέχουν την αύξηση της φορολογίας «ας μεταναστεύσουν»! Αυτή η πολιτική γύρω από τη μικρή ιδιοκτησία θα φέρει κατακλυσμιαίες αλλαγές, αφού πρόκειται για ανατροπή του ίδιου του ιστορικού χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας. 

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, λοιπόν, θα επιμείνει στην εγκληματική πολιτική της, ωστόσο, σε σχέση με πριν από τις εκλογές, θα πρέπει να την υλοποιεί από χειρότερες θέσεις. Αυτό φάνηκε κατ’ αρχάς στον ανασχηματισμό, όπου αποδείχθηκε ότι δεν έχει εφεδρείες. Φάνηκε από τη «λευκή απεργία» καραμανλικών και άλλων στελεχών. Το σημαντικότερο απ’ όλα, φάνηκε από τις πρόσφατες ομιλίες Καραμανλή και Σαμαρά, με αφορμή μια βιβλιοπαρουσίαση, ομιλίες που εξελίχθηκαν σε μια συνολική «πλατφόρμα» αμφισβήτησης του Μητσοτάκη εκ των έσω. Μπορεί Καραμανλής και Σαμαράς να είναι αποσυρμένοι από το πολιτικό προσκήνιο, εκφράζουν όμως την αυξανόμενη δυσαρέσκεια για την πολιτική Μητσοτάκη και μέσα στην ίδια τη βάση της δεξιάς. Και αντανακλούν το γενικότερο ευρωπαϊκό κλίμα που περιγράψαμε πιο πάνω.

 

4. Κάθε ρήξη, διαφωνία, δυσκολία στο στρατόπεδο του αντιπάλου είναι ευνοϊκή για το δικό μας στρατόπεδο. Αλλά αν δεν κινηθεί η ίδια η εργατική τάξη, τα πιο συνειδητά στρώματα του εργαζόμενου λαού, η πρωτοβουλία των κινήσεων θα παραμείνει στον αντίπαλο. Δεν πρέπει να ωραιοποιούμε την κατάσταση: αυτή τη στιγμή οι εργαζόμενοι της χώρας μας είναι απορροφημένοι από τον αγώνα της καθημερινής επιβίωσης, μια επιβίωση που γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Ενώ η ανυπαρξία μιας εναλλακτικής πρότασης εξουσίας, έστω και στο κοινοβουλευτικό πλαίσιο, λειτουργεί αποθαρρυντικά. Ωστόσο, αυτή η κατάσταση μπορεί να αλλάξει, και σύντομα. Το σταδιακό «ξεβράκωμα» της πολιτικής Μητσοτάκη και η επίδραση της ευρωπαϊκής κατάστασης θα δημιουργήσουν δυνατότητες να ανοίξουν νέα μέτωπα αντίστασης. Ας προετοιμαστούμε να τις αξιοποιήσουμε με κάθε τρόπο! Ένας νέος γύρος αντιστάσεων στις σημερινές συνθήκες θα δείξει μια ώρα αρχύτερα την πόρτα της εξόδου στην αντιλαϊκή-αντιδημοκρατική κυβέρνηση. 

 

10.7.2024

Η Συντακτική Επιτροπή