Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024

Η πραγματική κατάσταση του ελληνικού τουρισμού

Πολλές ξαπλώστρες έμειναν φέτος άδειες, και σε
πολλούς προορισμούς τα μαγαζιά είχαν μειωμένη
κίνηση...
 Είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει –και φυσικά δεν μας αρέσει–, από τις επιδόσεις του τουρισμού εξαρτάται ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας της χώρας, ενώ εξαρτώνται και δεκάδες χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι. Οπότε κάθε χρόνο τέτοια εποχή το κυρίαρχο ερώτημα είναι: πώς πήγε η τουριστική σεζόν; 

Φέτος στο ερώτημα αυτό υπάρχουν δύο απαντήσεις. Η κυβέρνηση ετοιμάζεται να παρουσιάσει και πάλι μια ανθηρή εικόνα, με αύξηση αφίξεων και εσόδων. Έχουμε ενστάσεις για τα στοιχεία της. Οι αφίξεις με τουριστική βίζα (ιδίως τη μη τουριστική περίοδο) δεν αντιστοιχούν αναγκαστικά σε τουρίστες και τα έσοδα θα έπρεπε να υπολογίζονται αποπληθωρισμένα, για να γίνει πραγματική σύγκριση. 

Ωστόσο, άλλο είναι το σημαντικό: οι Έλληνες που είχαν τη δυνατότητα να πάνε για λίγες ημέρες διακοπές σε κάποιο τουριστικό μέρος της χώρας μας παρατήρησαν ότι, παρά την πολυκοσμία, η κίνηση στα μαγαζιά ήταν αρκετά πεσμένη. Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν μείωση κατά κεφαλήν δαπάνης μέχρι στιγμής 3,6%. Αποπληθωρισμένη είναι ακόμα μεγαλύτερη. Ιδίως στην αρχή του καλοκαιριού, τοπικές ενώσεις εστιατόρων και ξενοδόχων σκιαγραφούσαν στις ανακοινώσεις τους μια δυσοίωνη εικόνα, με μείωση τζίρου που σε ορισμένες περιπτώσεις έφτανε το 30%.

Αν συνδυάσουμε α) τη μείωση της κατά κεφαλήν δαπάνηςβ) τις συνέπειες του υπερτουρισμού (αύξηση κόστους στέγης, υποβάθμιση περιβάλλοντος, εξάντληση των φυσικών πόρων, π.χ. νερό), γ) την υπερχρέωση των τουριστικών επιχειρήσεων και δ) το γεγονός ότι τα προϊόντα που καταναλώνει ο τουριστικός τομέας είναι σε μεγάλο βαθμό εισαγόμενα, το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: η ελληνική τουριστική «βιομηχανία» είναι σε κρίση. Μεσοπρόθεσμα δεν είναι βιώσιμη, στο σημερινό της επίπεδο και με τα σημερινά της χαρακτηριστικά. 

Μια χώρα με το κλίμα, τις ομορφιές και την ιστορία της Ελλάδας δεν θα πάψει ποτέ να έχει επισκέπτες. Αλλά αν δίναμε προτεραιότητα εκεί που πονάει η χώρα, δηλαδή στην παραγωγή (αγροτικός τομέας, βιομηχανία, βιοτεχνία κ.λπ.), τότε, πέρα από τα άλλα οφέλη, θα μπορούσαμε να φτιάξουμε και ένα πιο υγιές τουριστικό μοντέλο. Με έλεγχο, με όρια, με σεβασμό στο περιβάλλον, τους πόρους, τις τοπικές κοινωνίες, με κατανάλωση τοπικών προϊόντων, με καλύτερη σχέση ποιότητας-τιμής για τον τουρίστα. Και βέβαια, με περισσότερη προσοχή και στον Έλληνα εργαζόμενο, που έχει κι αυτός ανάγκη και δικαίωμα στην ξεκούραση. 

 

Πάρις Δάγλας