Ένα τυχαίο γεγονός ήταν αρκετό για να αποκαλυφθεί σε όλη της την έκταση η πραγματική υπόσταση ενός σάπιου και διεφθαρμένου έως το κόκκαλο κρατικού μηχανισμού. Αυτοί που προεκλογικά παρουσιάζονται σαν «σωτήρες», ηθικά ακέραιοι, «αδιάφθοροι» και έτοιμοι να θυσιαστούν για το κοινό καλό δεν είναι τίποτα άλλο από ένα μάτσο τυχοδιώκτες, με νοοτροπία και συνείδηση μαφίας.
Σε σύσκεψη που γινόταν στη Σπάρτη, μεταξύ του δημοτικού συμβουλίου, του δημάρχου Σπάρτης Πέτρου Δούκα και του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης Σπήλιου Λιβανού με θέμα την αποζημίωση των αγροτών για τις καταστροφές από τις χαλαζοπτώσεις και η οποία μεταδιδόταν ζωντανά από τοπικό τηλεοπτικό κανάλι ακούστηκαν τα εξής: ο Πέτρος Δούκας ανάφερε ότι την περίοδο των φονικών πυρκαγιών στην Ηλεία το 2007 μοίραζαν τα λεφτά «με τις σακούλες» στους πληγέντες και έτσι «γύρισαν το παιχνίδι», εννοώντας προφανώς την επανεκλογή της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Ο υπουργός απάντησε πως εκείνες οι μέρες ήταν «εποποιία». Το «παιχνίδι» που κατάφεραν να γυρίσουν και η εποποιία αφορούσαν τον φρικτό θάνατο στις φλόγες 63 ανθρώπων (ανάμεσά τους και μια μητέρα με τα τρία ανήλικα παιδιά της). Οι χαμένες ζωές, η καταστροφή χιλιάδων στρεμμάτων γης, ο ανθρώπινος πόνος και η δυστυχία για αυτούς δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι που έπρεπε να γυρίσουν για να συνεχίσουν να κάθονται στις καρέκλες τους και να εξακολουθούν να ληστεύουν και να λοιδορούν ανενόχλητοι τον ελληνικό λαό. Ο κυνισμός, η απάθεια, η έπαρση και ο μισανθρωπισμός που τους χαρακτηρίζει ξεπερνά το όριο της προσωπικής ανθρώπινης κατάντιας, κάνοντάς μας να δούμε το πλαίσιο στο οποίo αυτά τα υποκείμενα λειτουργούν.
Και αυτό δεν είναι άλλο από το επίσημο αστικό πολιτικό σύστημα, το οποίο ακολουθεί την παρακμή του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος που εκπροσωπεί. Ενός κοινωνικού συστήματος που δημιουργεί και τρέφει τέτοιες προσωπικότητες, και τους δίνει εξουσία για να εξασφαλίζουν την κυριαρχία μιας χούφτας εκμεταλλευτών εις βάρος όλου του ελληνικού λαού. Ενός συστήματος που διαμορφώνει συνειδήσεις όχι μόνο για αυτούς που χρησιμοποιεί σαν πρόσωπα εξουσίας αλλά και των απλών ανθρώπων. Που θα πάρουν τα λεφτά, ή οτιδήποτε άλλο θα εξαγοράσει την ψήφο, τη σιωπή ή την ανοχή τους, για να μπορούν αυτά τα αποβράσματα να λειτουργούν ανενόχλητα. Μια συνείδηση ελαστική, που συνίσταται στο ατομικό βόλεμα, την ανάθεση ευθύνης πάντα στους άλλους, τον χλευασμό σε όποιον αντιδρά σε όλα αυτά, τη διάδοση της πεποίθησης ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει, την απάθεια, την έλλειψη σεβασμού και αλληλεγγύης, με λίγα λόγια μια ατομικιστική συνείδηση. (Αυτά τα λέμε γενικά, με αφορμή την περίπτωση Λιβανού-Δούκα, και όχι βέβαια αναφερόμενοι στους πληγέντες των πυρκαγιών της Ηλείας, που η αποζημίωσή τους ήταν αυτονόητη και το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει το κράτος για το δράμα που υπέστησαν).
Εδώ φαίνεται και το μεγάλο έλλειμμα της αριστεράς. Οι επαναστατικές ιδέες δεν αναπτύσσονται ούτε εφαρμόζονται μόνο στα φοιτητικά αμφιθέατρα και στις διαφόρων ειδών συλλογικότητες, και βέβαια σε καμιά περίπτωση στα κοινοβουλευτικά έδρανα. Η μεταπολιτευτική αριστερά, που μεταμορφώθηκε από μια αριστερά δράσης σε μια αριστερά κυρίως θεωρητικής προσέγγισης και ανάλυσης, απομακρύνθηκε από τα λαϊκά στρώματα, γεγονός που συνέβαλε (σε συνδυασμό βέβαια και με άλλους παράγοντες) στο να υπερτερεί η ατομική συνείδηση έναντι της συλλογικής.
Οι ιδέες για κοινωνική αλλαγή, για δικαιοσύνη και ισότητα, η πίστη σε ένα κοινωνικό όραμα, δημιουργούν και αντίστοιχες συνειδήσεις. Ο ελληνικός λαός, που στις παραδόσεις του έχει το αγωνιστικό πνεύμα, τη συλλογική δράση, τις δημοκρατικές πεποιθήσεις, χρειάζεται να βρει το νήμα που θα τον ξανασυνδέσει με όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του. Αυτό είναι το επιτακτικό καθήκον της επαναστατικής αριστεράς σήμερα· όχι μόνο να αρθρώνει σωστό ταξικό πολιτικό λόγο, αλλά και με κάθε τρόπο και μέσο να κάνει τις επαναστατικές ιδέες και τα οράματα να ριζώσουν και να ανθίσουν μέσα στον ελληνικό λαό.
Μαρία Καράβολα