Όσο παραμένει στην εξουσία η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτε άλλο παρά: αυταρχισμό και τρομοκρατία με πρόσχημα την επιδημία, νέα αντεργατικά-αντιλαϊκά μέτρα, εξοντωτική ακρίβεια και εκχώρηση του δημόσιου χρήματος και των δημόσιων αγαθών στα γνωστά αρπακτικά του παρασιτικού κεφαλαίου. Η λαϊκή αγανάκτηση αυξάνεται. Τώρα πρέπει να υψώσουμε τείχος αντίστασης για τη δημοκρατία, την ελευθερία, τα λαϊκά και εργατικά δικαιώματα! Να απομονώσουμε την πιο αντιλαϊκή κυβέρνηση των τελευταίων δεκαετιών, προετοιμάζοντας την πτώση της!
Η υπεράσπιση των υγειονομικών που έχουν τεθεί σε αναστολή, και που η κυβέρνηση τους πάει για απόλυση, είναι κρίσιμης σημασίας. Να μην επιτρέψουμε αυτή την προκλητική καταπάτηση του δικαιώματος στην εργασία και την επιβίωση, που θα έχει συνέπειες για όλους τους εργαζόμενους, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
1. Το νεοφιλελεύθερο καθεστώς του Μητσοτάκη, όσο βλέπει ότι αυξάνεται η δυσαρέσκεια εναντίον του, τόσο βιάζεται να αφαιρέσει από τον λαό και άλλα δικαιώματα και να τον δέσει χειροπόδαρα. Το καθεστώς εντείνει τώρα την αντιλαϊκή επίθεση από δυο μεριές: από τη μεριά του «υγειονομικού» ολοκληρωτισμού, της τρομοκράτησης και της πειθάρχησης της κοινωνίας. Και από τη μεριά της συντριπτικής ακρίβειας, που χτυπάει σκληρά τα λαϊκά νοικοκυριά.
Όσον αφορά το πρώτο, τον ολοκληρωτισμό με υγειονομικό πρόσχημα, κομβικής σημασίας είναι η πρόθεση της κυβέρνησης να θέσει οριστικά εκτός ΕΣΥ τους επτά χιλιάδες υγειονομικούς που έχουν τεθεί σε αναστολή επειδή δεν εμβολιάστηκαν. Η κυβέρνηση, διά στόματος του υπουργού Υγείας Θ. Πλεύρη (ενός εγνωσμένου ακροδεξιού), δηλώνει ότι προτίθεται να απολύσει τους υγειονομικούς στις 31 Μαρτίου, φέρνοντας νομοσχέδιο που θα θέτει τον εμβολιασμό ως προϋπόθεση για να δουλεύει κανείς στο ΕΣΥ. Έχει αφήσει όμως και ένα «παράθυρο» για παράταση της αναστολής.
Η κυβέρνηση έχει στοχοποιήσει τους υγειονομικούς για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχήν, για να τρομοκρατήσει όλη την κοινωνία, να περάσει στον κόσμο τον φόβο ότι το κράτος μπορεί να γίνει και εκδικητικό. Ότι όποιος δεν υπακούει στις κρατικές εντολές, όσο αυθαίρετες και να είναι αυτές, δεν θα έχει ούτε να φάει. Δεύτερον, για να ανοίξει θέμα απολύσεων στο δημόσιο, που το συγκεκριμένο επιτελείο το είχε βάλει μπροστά και το 2013-14 και που είναι διακαής τους πόθος. Και τρίτον, για να πολωθεί η κοινωνία γύρω από το θέμα του εμβολιασμού και να ξεχαστούν τα εγκλήματα που έχει κάνει η κυβέρνηση στη δημόσια υγεία και τη διαχείριση της επιδημίας. Εγκλήματα που έχουν ως αποτέλεσμα να είμαστε αυτή τη στιγμή στη χειρότερη κατάσταση πανευρωπαϊκά από απόψεως θνησιμότητας,λόγω απουσίας πρωτοβάθμιας υγείας και εγκατάλειψης των νοσοκομείων.
Γίνεται πλέον προφανές και στον πιο αδαή ότι η κυβέρνηση έχτισε πάνω στην υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού μια ολόκληρη πολιτική ατζέντα. Τρομοκράτηση του πληθυσμού, μετατροπή της κοινωνίας σε στρατόπεδο «πειθαρχημένης διαβίωσης»· επιβολή της λογικής της «ατομικής ευθύνης», υπονόμευση του δημόσιου συστήματος υγείας, εκχώρηση μεγάλων τομέων της υγειονομικής περίθαλψης στον ιδιωτικό τομέα· αποπροσανατολισμός σε σχέση με τη γενικότερη αντιλαϊκή πολιτική· χτύπημα μιας σειράς δικαιωμάτων (απεργίας, συνάθροισης, ελεύθερης κυκλοφορίας, αυτοδιάθεσης του σώματος, συνδικαλίζεσθαι κ.λπ.) με τις μικρότερες δυνατές αντιδράσεις.
Τώρα που στα καταπατημένα αυτά δικαιώματα προστίθεται, με τη στάση της κυβέρνησης απέναντι στους υγειονομικούς, και το δικαίωμα της εργασίας και της επιβίωσης, δεν έχουμε καμιά δικαιολογία να μην αντιταχθούμε σθεναρά! Μας αφορά όλους! Τυχόν επιτυχία της κυβέρνησης στο να διώξει τους υγειονομικούς θα μεταφραστεί ως «πράσινο φως» για να χτυπήσει και άλλους κλάδους εργαζομένων. Αντίθετα, τυχόν υποχώρηση της κυβέρνησης σε αυτό το ζήτημα θα ανοίξει τον δρόμο για να αναδειχθούν πραγματικά οι κυβερνητικές ευθύνες για την επιδημία, να απαιτηθεί η ουσιαστική ενίσχυση της δημόσιας υγείας και να ανακτηθούν τα χτυπημένα δημοκρατικά και ατομικά μας δικαιώματα.
2. Όσον αφορά την ακρίβεια, δεν είναι ένα «εξωγενές» και «παροδικό» φαινόμενο, όπως θέλει να μας πείσει η κυβέρνηση. Ούτε αφορά μόνο το εισερχόμενο κόστος από εκείνα τα αγαθά και πρώτες ύλες για τα οποία υπάρχει μια διεθνής τιμή. Αλλά και έτσι να ήταν, γιατί ο εργαζόμενος λαός, ο φτωχός κόσμος, θα έπρεπε να πληρώσει τον σχιζοφρενικό τρόπο λειτουργίας των «αγορών»;
Ωστόσο, πίσω από τη δομική ακρίβεια υπάρχουν τρεις στρατηγικές επιλογές της κυβέρνησης. Πρώτον, η οριστική ιδιωτικοποίηση-«απελευθέρωση» του ενεργειακού κλάδου της χώρας, που σημαίνει στην πράξη ότι: αν η ΔΕΗ έχει τη δυνατότητα να απορροφήσει ένα μέρος του αυξημένου κόστους και να προσφέρει κάποιες εκπτώσεις στους καταναλωτές, δεν δικαιούται να το κάνει γιατί θεωρείται «αθέμιτος ανταγωνισμός» για τους ιδιώτες-παρόχους! Δεύτερον, η βίαιη απολιγνιτοποίηση, που εξάρτησε όλο το κύκλωμα ενέργειας της χώρας από το πανάκριβο εισαγόμενο φυσικό αέριο και τις μη αποδοτικές (και ιδιωτικές) «ανανεώσιμες» πηγές ενέργειας. Τρίτον, η άρνηση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε διατίμηση κρίσιμων αγαθών, να μειώσει τον ΦΠΑ και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και να χτυπήσει πραγματικά την αισχροκέρδεια. Όλα αυτά τα αυτονόητα μέτρα θεωρούνται από το καθεστώς των μουτζαχεντίν του νεοφιλελευθερισμού «στρέβλωση της αγοράς»! Το να μην έχει ο κόσμος να πληρώσει τον λογαριασμό της ΔΕΗ, τη θέρμανσή του ή τη βενζίνη για το αυτοκίνητό του δεν είναι στρέβλωση της αγοράς;
Πίσω όμως από την πολιτική της κυβέρνησης για την ακρίβεια, όπως και πίσω από το χτύπημα της εστίασης-ψυχαγωγίας και του μικρού λιανεμπορίου με πρόσχημα την επιδημία, υπάρχει μια πολύ ευρύτερη επιδίωξη: η αλλαγή καταναλωτικού μοντέλου. Το σημερινό καθεστώς θέλει να τα δώσει όλα στο μεγάλο κεφάλαιο, ξένο και ντόπιο. Δεν θέλει τα χρήματα των εργαζομένων να καταλήγουν στους μικροεπιχειρηματίες της γειτονιάς. Θέλει να ξοδεύονται περισσότερα χρήματα για δαπάνες στέγασης, θέρμανσης, ηλεκτροδότησης, αυτοκίνησης, γιατί εκεί γίνεται το χοντρό παιχνίδι από το μεγάλο κεφάλαιο (κατασκευαστικό-ενεργειακό-τραπεζικό). Θέλει να ξοδεύονται περισσότερα χρήματα για «υπηρεσίες» υγείας και παιδείας, ώστε να προχωρήσει η ιδιωτικοποίηση αυτών των τομέων. Να μην έχει ο φτωχός για ποιοτικά φρέσκα εγχώρια τρόφιμα, αλλά μόνο για τα επεξεργασμένα σκουπίδια των σούπερ μάρκετ. Κι αν περισσεύει καμιά δεκάρα, αυτή να πηγαίνει στο Netflix, στην Amazon, σε φτηνο-πράγματα από το διαδίκτυο, ώστε να μειωθεί και η κοινωνικότητα των ανθρώπων – ένας ακόμη διακαής πόθος του καθεστώτος.
Αυτό είναι το μοντέλο ζωής που απεργάζονται για τη μεγάλη πλειοψηφία του εργαζόμενου λαού. Και σε αυτό πρέπει να ορθώσουμε ένα τείχος αντίστασης! Απαιτώντας: διατίμηση σε όλα τα βασικά αγαθά, άμεση μείωση του κόστους των ζωτικών υπηρεσιών, δραστική μείωση της έμμεσης φορολογίας, κρατικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας, αξιοποίηση όλων των εγχώριων ενεργειακών πηγών με κεντρικό σχέδιο.
3. Όλα τα παραπάνω γίνονται μέσα σε ένα κοινωνικό και πολιτικό κλίμα που σταδιακά οξύνεται. Από τη μια η κυβέρνηση επιμένει στον κοινωνικό αυτοματισμό, στις αντιλαϊκές και αντιδημοκρατικές «μεταρρυθμίσεις». Πέρα από τα της επιδημίας, έχει απαγορεύσει ουσιαστικά τις απεργίες και τη λειτουργία των συνδικάτων με τα «υγειονομικά» μέτρα και τον νόμο Χατζηδάκη. Από 1ης Φεβρουαρίου τα εργατικά σωματεία δεν δικαιούνται να κηρύξουν απεργία ή να υπογράψουν συλλογική σύμβαση αν δεν καταγραφούν στο μητρώο ηλεκτρονικού χαφιεδισμού της κυβέρνησης. Η απόλυση όλων των εργατών της υπό ιδιωτικοποίηση ΛΑΡΚΟ, τα ΜΑΤ στα Πετρέλαια Καβάλας και στην Coscoδείχνουν ξεκάθαρα τις προθέσεις της κυβέρνησης έναντι της εργατικής τάξης.
Από την άλλη, η δυσαρέσκεια του λαού αυξάνεται. Ο φόβος που συστηματικά καλλιεργήθηκε για την επιδημία δίνει τη θέση του στην κόπωση και η κόπωση στην αγανάκτηση για όλα όσα χάθηκαν δυο χρόνια τώρα. Το γεγονός ότι όλη η Αθήνα παρέλυσε επί μια βδομάδα για δέκα πόντους χιόνι ήταν ένα ακόμα χτύπημα στην εικόνα μιας κυβέρνησης «αρίστων». Σε αυτά προστίθεται φυσικά η ακρίβεια, το «μάτωμα» ολόκληρων κλάδων της οικονομίας από τα περιοριστικά μέτρα και η γενικότερη οικονομική ανασφάλεια, που θυμίζει… ημέρες 2010.
Σε πολιτικό επίπεδο, η κυβέρνηση μπορεί να μην αντιμετωπίζει καμία άξια λόγου αντιπολίτευση μέσα στη Βουλή, από την άλλη όμως ακόμα και τα στημένα γκάλοπ δεν μπορούν να κρύψουν μια πραγματικότητα: ότι δεν έχει πια σοβαρές πολιτικές και κοινωνικές εφεδρείες. Ο φόβος του επιτελείου Μητσοτάκη είναι μήπως με το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών (που είναι με απλή αναλογική) δεν θα μπορούν καν να ζητήσουν νέες εκλογές. Από την άλλη, όμως, αν δεν κάνουν τις εκλογές σύντομα, θα πέσουν κι άλλο.
Στα παραπάνω συμβάλλουν και σημαντικοί εξωγενείς παράγοντες. Εν τάχει: α) η απόσυρση των περιοριστικών μέτρων σε πολλές χώρες και η μαζική λαϊκή αντίσταση στην κορωνο-υστερία και το υγειονομικό απαρτχάιντ (βλ. Καναδάς, Αυστραλία, Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία κ.λπ.) θολώνουν το «υγειονομικό αφήγημα» της κυβέρνησης. β) Η «βύθιση» του σχεδιαζόμενου αγωγού φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου με πρωτοβουλία των ΗΠΑ είναι μεγάλο χτύπημα για τον ελληνικό καπιταλισμό, και ειδικά για τη φιλο-γερμανική κυβέρνηση Μητσοτάκη. γ) Η μεγάλη άνοδος των επιτοκίων των 10ετών ελληνικών ομολόγων ανέδειξε το τεράστιο πρόβλημα της υπερχρέωσης της χώρας.
4. Η κατάσταση «μυρίζει» προεκλογική περίοδο. Το σκεπτόμενο και συνειδητό κομμάτι του εργαζόμενου λαού δεν έχει κανέναν λόγο να περιμένει μέχρι τις εκλογές. Ούτως ή άλλως, δεν έχει κάποιο κόμμα που να αντιπροσωπεύει πραγματικά τα συμφέροντά του. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να αξιοποιήσουμε την αυξανόμενη δυσαρέσκεια του κόσμου για να αποδομήσουμε γρήγορα την πιο αντιλαϊκή και πιο αυταρχική κυβέρνηση των τελευταίων δεκαετιών. Και παράλληλα, να εργαστούμε ακόμα πιο εντατικά για να αρχίσει ο κόσμος να ξανακατεβαίνει στο πεζοδρόμιο: για τις ελευθερίες που του στέρησαν, για τα εργασιακά του δικαιώματα, για ουσιαστικά μέτρα κατά της ακρίβειας κ.ο.κ. Η πιθανότητα μη σχηματισμού κυβέρνησης και διπλών εκλογών δημιουργεί μια μεγάλη πολιτική αβεβαιότητα. Αυτές είναι οι συγκυρίες που μπορούν να αποσπαστούν κέρδη από τον αντίπαλο. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει χωρίς αποφασιστικούς, ενωτικούς και τολμηρούς αγώνες. Κανείς δεν πρόκειται να μας παραχωρήσει τίποτε, ή να μας γλυτώσει από οτιδήποτε, αν εμείς δεν αποδείξουμε τη δύναμή μας στην πράξη!
10.2.2022
Η Συντακτική Επιτροπή