Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

ΑΠΑΤΗΛΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΑ ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ «ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ» ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Η Κύπρος μπορεί να ενωθεί πραγματικά μόνο από τις εργατικές τάξεις του νησιού και μόνο σε σοσιαλιστική βάση

Όπως το 2004, και τώρα ακόμα πιο αποφασιστικά, κυπριακός και ελληνικός 
λαός πρέπει να αντιδράσουν στη νέα απόπειρα αποικιοποίησης της Κύπρου
Ο διεθνής ιμπεριαλισμός και οι κυρίαρχες αστικές μερίδες σε Ελλάδα και Τουρκία προωθούν πάλι τα αντιδραστικά τους σχέδια για την Κύπρο, όμοια με αυτά του 2004. Ο στόχος είναι να μετατραπεί το νησί, με τη μορφή μιας χαλαρής ομοσπονδίας, σε ένα προτεκτοράτο, υπό την επικυριαρχία των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων κυρίως αλλά και των «προστατριών δυνάμεων» Ελλάδας και Τουρκίας.
Η «λύση» αυτή, όμως, απαιτεί τη διάλυση της μοναδικής πραγματικής κρατικής οντότητας στο νησί, της ελληνοκυπριακής, ενώ δίνει την ευκαιρία στην τουρκική αστική τάξη να κυριαρχήσει, μέσω της γεωγραφικής και στρατιωτικής υπεροχής της.

Τα σχέδια αυτά είναι και ανέφικτα και αντιδραστικά. Ανέφικτα γιατί η ελληνοκυπριακή αστική τάξη και κυρίως ο ελληνοκυπριακός λαός δεν θα δεχτούν να αυτοκτονήσουν ιστορικά για χάρη των πιο τυχοδιωκτικών αστικών μερίδων. Αλλά και γιατί το καθεστώς Ερντογάν, αν και αυτά τα σχέδια ευνοούν γενικά την Τουρκία, δεν είναι διατεθειμένο να κάνει την παραμικρή παραχώρηση στο εδαφικό ή στο ζήτημα της παρουσίας του τουρκικού στρατού. Και αντιδραστικά γιατί συνεπάγονται τη διάλυση του κυπριακού κράτους και τη μετατροπή του νησιού σε αποικία.
Η διαμορφωμένη απ’ τον 20ό αιώνα κατάσταση καθιστά αδύνατη οποιαδήποτε λύση στο πλαίσιο του υπάρχοντος παρηκμασμένου καπιταλισμού. Η Κύπρος δεν ήταν ποτέ πραγματικά ενωμένη μετά την κατάκτηση της ανεξαρτησίας της απ’ τον αγγλικό ιμπεριαλισμό. Η ελληνοκυπριακή πλευρά ήταν η κυρίαρχη, ενώ η τουρκοκυπριακή ήταν σε θέση κοινωνικά και οικονομικά υποβαθμισμένης μειονότητας, με τις συγκρούσεις να είναι πολλές φορές αιματηρές, όπως το 1964. Η τουρκική αστική τάξη δεν πρόκειται ποτέ να παραιτηθεί εθελούσια απ’ τη στρατιωτική κατοχή του 38% του νησιού, που πέτυχε με την εισβολή του 1974. Η κοινωνικοοικονομική απόσταση που χώριζε τις δύο κοινότητες έχει μεγαλώσει, καθώς η ελληνική πλευρά γνώρισε μια ανάπτυξη στα χρόνια μετά την εισβολή. Άλλωστε, δεν υπήρξε ποτέ κυπριακό έθνος. Οι Ελληνοκύπριοι έχουν ελληνική εθνική συνείδηση, με τη διαφορά απ’ τους Ελλαδίτες ότι έχουν τη δική τους αστική τάξη, με το δικό της κράτος. Η τουρκοκυπριακή πλευρά ταυτιζόταν πάντα αναγκαστικά με την Τουρκία και τώρα ακόμα περισσότερο, με τον εποικισμό απ’ την Ανατολία μετά την εισβολή. Οποιοδήποτε πείραμα «ενοποίησης» θα εμπλέξει Κύπρο και Ελλάδα με το αυταρχικό ισλαμικό καθεστώς Ερντογάν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Μια Κύπρος πραγματικά ενιαία και ανεξάρτητη μπορεί να υπάρξει μόνο στο πλαίσιο της πάλης για σοσιαλισμό, με ανατροπή των αστικών τάξεων και της ιμπεριαλιστικής κηδεμονίας. Τις περισσότερες προϋποθέσεις γι’ αυτό το ιστορικό καθήκον συγκεντρώνει, βέβαια, η ελληνοκυπριακή εργατική τάξη. Μεγάλο ρόλο θα παίξουν οι γενικότερες εξελίξεις και η άνοδος της ταξικής πάλης σε Ελλάδα και Τουρκία. Η ενδυνάμωση των εργατικών τάξεών τους θα δώσει μια άλλη οπτική για το ζήτημα, στα μάτια των κατοίκων του νησιού.
Σαν άμεσο καθήκον για τον ελληνικό και κυπριακό λαό μπαίνει η αποτροπή των ιμπεριαλιστικών σχεδίων. Χρειάζεται μεγαλύτερη ενεργητικότητα και επιμονή απ’ το 2004, γιατί οι εμπνευστές των σχεδίων αυτών έχουν πάρει το μάθημά τους απ’ την τότε ήττα τους με το 76% υπέρ του ΟΧΙ. Και είναι πιθανό να επιχειρήσουν να φέρουν τον ελληνοκυπριακό λαό μπροστά σε τετελεσμένα γεγονότα. Στην πολιτική ηγεσία της Κύπρου βρίσκονται δυνάμεις που στήριξαν τότε το σχέδιο Ανάν (το δεξιό ΔΗ.ΣΥ. του Αναστασιάδη), ενώ καμία εμπιστοσύνη δεν μπορεί να υπάρχει στο σταλινογενές ΑΚΕΛ, που στην ουσία ταυτίζεται με αυτά τα σχέδια.
Τη ματαίωση των αντιδραστικών εξελίξεων μπορεί να την επιτύχει μόνο ο ελληνοκυπριακός λαός, με τη μαζική του άρνηση και με τη δεδομένη συμπαράσταση του ελληνικού, που και το 2004 ήταν απερίφραστα αντίθετος με το ξεπούλημα της Κύπρου, παρά την απίστευτη προπαγάνδα που δέχτηκε απ’ τα όργανα της αδίστακτης εγχώριας αστικής τάξης.

Σ. Κρόκος