Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΕΡΟΥΧΗΣ Ο αξέχαστος Κομμουνιστής-Τροτσκιστής ηγέτης


Ο Γιάννης Βερούχης σε μια από τις συνελεύσεις του πρότυπου
 εργατικού σωματείου των λιθογράφων εργατών,
 που άφησαν εποχή
Στις 4 Ιουνίου συμπληρώθηκαν 10 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου Κομμουνιστή-Τροτσκιστή εργατικού ηγέτη Γιάννη Βερούχη, του αγαπημένου δασκάλου και συντρόφου μας. Συνεχίζουμε στα βήματά του τον αγώνα για ν’ αποκτήσει η εργατική μας τάξη, στην οποία ο Γιάννης αφιέρωσε όλη τη ζωή του, αυτό που ειδικά σήμερα χρειάζεται περισσότερο από ποτέ: μια επαναστατική ηγεσία. 10 χρόνια μετά, ο Γιάννης μας λείπει περισσότερο από ποτέ… Δημοσιεύουμε επ’ αφορμή αυτής της επετείου δύο λόγους για τον Γιάννη Βερούχη, που εκφωνήθηκαν σε αντίστοιχες πολιτικές εκδηλώσεις.

Ο λόγος που εκφωνήθηκε στις 11-7-2010 στο ξενοδοχείο «Τιτάνια», σε εκδήλωση προς τιμήν του Γιάννη Βερούχη, από τον Βασίλη Παπανικολάου, εκ μέρους της Κομμουνιστικής-Τροτσκιστικής Ένωσης (4η Διεθνής)

Αγαπητοί φίλοι και σύντροφοι,


Συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ για να τιμήσουμε τη μνήμη του μεγάλου αγωνιστή Γιάννη Βερούχη. Όλοι καταλαβαίνουμε ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να γίνει μέσα σε λίγη ώρα.
Στην πραγματικότητα, η σημερινή μας συγκέντρωση θα πρέπει να έχει τον χαρακτήρα μιας ηθικής δέσμευσης ότι από σήμερα ξεκινάει μια μακρά πορεία εκτίμησης και αξιοποίησης του τεράστιου έργου του.

Η μεγαλύτερη τιμή για τον Γιάννη δεν θα είναι μόνο να διασώσουμε την προσωπική του ιστορία αλλά να αξιοποιήσουμε τις ιδέες του. Αυτές τις χιλιάδες ιδέες, στις οποίες αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του.
Και επίσης να αξιοποιήσουμε το προσωπικό του παράδειγμα, με το οποίο ήθελε να μας πει πολύ περισσότερα πράγματα από όσα με τον λόγο του.

***

Ο Γιάννης Βερούχης στην εργατική 
Πρωτομαγιά του 2002. Όρθιος και
 περήφανος για την τάξη του μέχρι το τέλος…
Ο Γιάννης ήταν ένας μοναδικός τύπος ανθρώπου, γιατί από τη γέννησή του ανατράφηκε σε ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον.
Ήταν γιος του Σταύρου Βερούχη, του πανελλαδικής εμβέλειας τροτσκιστή ηγέτη των εκατοντάδων χιλιάδων αναπήρων και θυμάτων πολέμου, των πολέμων 1912-1922, του εκλεγμένου στην κυβέρνηση του βουνού και δολοφονημένου από τον σταλινισμό, και της τροτσκίστριας αγωνίστριας Αντιγόνης Βερούχη, παλιάς εργάτριας ορυχείων.
Από μικρός μεγάλωσε σε ένα σπίτι επαναστατικό, όπου κυριαρχούσε η πίστη στις κομμουνιστικές ιδέες, η πίστη στην εργατική τάξη, η πίστη στη γνώση, η επαναστατική τόλμη και η αντισυμβατικότητα.

Δεν επιδίωξε να γίνει ένας μικροαστός διανοούμενος, αλλά προτίμησε να γίνει ένας ειδικευμένος εργάτης με τεράστια μόρφωση, που την απέκτησε μόνος του μελετώντας σε όλη του τη ζωή.

Αφιερώθηκε στο να εφαρμόσει στην πράξη τις επαναστατικές ιδέες και αναδείχτηκε στον μεγαλύτερο Έλληνα συνδικαλιστή ηγέτη από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι σήμερα.
Ηγήθηκε μαζί με τους τροτσκιστές συντρόφους του 61 εργοστασιακών απεργιών στον κλάδο των λιθογράφων, από τις οποίες οι 59 ήταν νικηφόρες.
Ηγήθηκε της μεγάλης 3μηνης απεργίας των λιθογράφων το 1977, χάρη στην οποία κατακτήθηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 5ήμερο-8ωρο-40ωρο, το τιμαριθμικό μεροκάματο (η περίφημη ΑΤΑ), ένας μήνας άδεια και ένας μήνας επίδομα αδείας, και μεγάλες μισθολογικές αυξήσεις.

Ηγήθηκε της μεγαλύτερης αντιδικτατορικής οργάνωσης, των Δημοκρατικών Επιτροπών Αντίστασης, και έγραψε θρυλικές σελίδες με τη διαφυγή του στο εξωτερικό, παλεύοντας με τη θάλασσα επί 17 ολόκληρες μέρες, μέσα σε μια μικρή βάρκα με πανί, για να φτάσει από την Αττική στην Ιταλία, μαζί με τον σύντροφό του, Γιώργο Κώτσου.

Μύησε πολύ μεγάλο αριθμό ανθρώπων στις μαρξιστικές επαναστατικές ιδέες, με τρομερή υπομονή και χωρίς ποτέ να ασκεί καμιά ψυχική πίεση.

Μελέτησε σε βάθος τον μαρξισμό και τον εφάρμοσε όχι σαν νεκρό δόγμα αλλά σαν πολύτιμο εργαλείο ανάλυσης της σύγχρονης πραγματικότητας.
Ήξερε πολύ καλά ότι χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατική πράξη.
Γι’ αυτό και πρωτοστάτησε σε μια σειρά από τολμηρές πολιτικές αναλύσεις, που πήγαιναν και εξακολουθούν να πηγαίνουν κόντρα στο ρεύμα.

Άφησε πίσω του ένα μεγάλο έργο από κείμενα, τόσο δημοσιευμένα όσο και αδημοσίευτα, πάνω στην τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα, πάνω στην επαναστατική ιδεολογία και πάνω στα διδάγματα που ο ίδιος αποκόμισε από την πολύχρονη δράση του.

Γύρισε περιφρονητικά την πλάτη σε όσους (εργοδότες, πολιτικά κόμματα και κράτος) θέλησαν να τον εξαγοράσουν ή να τον αγοράσουν, αρνούμενος μεταξύ άλλων ολόκληρο εργοστάσιο που του προσέφεραν οι εργοδότες για να εγκαταλείψει τον συνδικαλισμό, τους παχυλούς μισθούς της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και του ΠΑΚ, καθώς και τη συνδικαλιστική σύνταξη.

Και τα τελευταία 17 χρόνια της ζωής του τα αφιέρωσε στη σφυρηλάτηση της εφημερίδας μας, της Σοσιαλιστικής Προοπτικής, και της οργάνωσής μας, της Κομμουνιστικής-Τροτσκιστικής Ένωσης, που πλέον φέρουν ανεξίτηλη τη σφραγίδα του.

Τέλος, θα ήταν μεγάλη παράλειψη αν δεν αναφέραμε ότι άξια συμπαραστάτις του από τη νεανική του ηλικία μέχρι τέλους ήταν η τίμια αγωνίστρια εργάτρια Ματίνα Γορανίτη-Βερούχη, η σύντροφος της ζωής του, που με τον τρόπο της τον βοηθούσε όλα αυτά τα χρόνια να φέρει σε πέρας το υπέροχο έργο του, καταλαβαίνοντας τη μοναδική αξία του.

***

Η θρυλική διαφυγή από τη Χούντα, με ένα βαρκάκι από την Αττική 
στην Ιταλία, 17 ολόκληρες ημέρες πάλης με τα κύματα της ανοιχτής θάλασσας

Όπως όμως τόνισα και στην αρχή, θα είναι λάθος να πιστέψουμε ότι η μεγαλύτερη τιμή στον Γιάννη είναι το σημερινό πολιτικό μνημόσυνο.

Η μεγαλύτερη τιμή για τον Γιάννη θα είναι, ξεκινώντας από σήμερα:

– Να διασώσουμε, να μελετήσουμε και να διαδώσουμε τα γραπτά του, τις ιδέες του και την ιστορία του.

– Να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε σε βάθος όλα όσα μας δίδασκε με τα λόγια του και με τη συμπεριφορά του, τα οποία κάποιες φορές αδυνατούσαμε να καταλάβουμε σε όλες τους τις διαστάσεις ακόμη και οι πιο κοντινοί του σύντροφοι.

– Να προσπαθήσουμε πάνω απ’ όλα να κατανοήσουμε αυτό που τον ξεχώριζε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο από όλους τους άλλους ανθρώπους: την αστείρευτη αισιοδοξία του.
Μια αισιοδοξία εκατό τοις εκατό αληθινή, που πήγαζε από τη βαθιά του πίστη στις δυνάμεις των ανθρώπων και της ανθρωπότητας συνολικά.
Μια αισιοδοξία ότι η ανθρωπότητα θα προχωρήσει μπροστά και θα χτίσει έναν πανέμορφο κόσμο.
Αυτή η ομορφιά του μελλοντικού κόσμου, που μπορούσε και διέκρινε ο Γιάννης να έρχεται, διακατείχε ολόκληρη την ύπαρξή του και τον έκανε να διατηρηθεί για πάντα νέος.

Επίσης, τιμή στη μνήμη του Γιάννη θα είναι:

– Να πιστέψουμε στους εαυτούς μας, στους γύρω μας και γενικά στον άνθρωπο, όπως πίστευε ο Γιάννης.

– Να ακολουθήσουμε όσο μπορεί ο καθένας το προσωπικό του παράδειγμα: ελευθερία πνεύματος, σκέψη, αυτομόρφωση, αγωνιστικότητα, περήφανο και ανυπότακτο φρόνημα, ειλικρίνεια, απλότητα, καμία προσωπική επίδειξη και ματαιοδοξία, μεθοδική και υπομονετική δουλειά, αφοσίωση στον σκοπό, τόλμη, τόλμη και πάλι τόλμη.

– Να συνεχίσουμε με όσες δυνάμεις διαθέτει ο καθένας μας χωριστά και όλοι μαζί το έργο του για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας: για την αποκάλυψη της αλήθειας, για την κατάργηση της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, για το ξεπέρασμα των αυταπατών και των προλήψεων, για τον θρίαμβο της γνώσης και της προόδου, για την ανύψωση, οργάνωση και χειραφέτηση της εργατικής τάξης και του λαού, για τη νίκη της μελλοντικής κοινωνίας.

***

Κλείνοντας, θα ήθελα, αντί να ευχηθώ να είναι αιώνια η μνήμη του, να εκφράσω την απόλυτη βεβαιότητα ότι πράγματι η μνήμη του θα παραμείνει αιώνια, μέσα στο πάνθεον των μεγάλων ανθρώπων που γέννησε η εργατική τάξη.

Να εκφράσω την απόλυτη βεβαιότητα ότι η κοινωνία του μέλλοντος, η κοινωνία της ισότητας, της αδελφοσύνης, της δικαιοσύνης και της προόδου, δηλαδή η μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία, θα τιμήσει τον Γιάννη Βερούχη όπως του αξίζει.

Λόγος που εκφωνήθηκε από τον Γιώργη Χατζή στο πολιτικό μνημόσυνο για τον ένα χρόνο από τον θάνατο του Γιάννη Βερούχη


Πριν αναφερθώ στη γνωριμία μου και στη δράση μας με τον Γιάννη Βερούχη, θέλω να πω πως δεν χωρίσαμε ποτέ, ούτε στην περίοδο της δικτατορίας, που δραπέτευσε και αλληλογραφούσαμε με ψευδώνυμα, μέχρι την ημέρα που έφυγε από τη ζωή στα χέρια μου στο νοσοκομείο «Ερρίκος Ντυνάν».
Με τον Γιάννη γνωριστήκαμε το 1955 στο λιθογραφείο Παπαχρυσάνθου. Δεν γίναμε απλώς φίλοι, αλλά σύντροφοι, και αναλάβαμε να γνωρίσουμε και άλλους συναδέλφους του κλάδου, για να οργανώσουμε το Σωματείο Λιθογράφων, που βρισκόταν σε διάλυση, με μια διοίκηση που δεν έκανε εγγραφές.
Δημιουργήσαμε μια ομάδα πέντε ατόμων, που ο Γιάννης μας έγραψε στο σωματείο. Στην πρώτη γενική συνέλευση, ελάβαμε όλοι το λόγο και κάναμε κριτική στη διοίκηση για τον τρόπο που διοικούσε. Ο πρόεδρος εγκατέλειψε τη συνέλευση και αποχώρησε. Την ίδια μέρα, έγιναν εκλογές, και η νέα διοίκηση απετελέσθη από τα πέντε μέλη που πήγαμε μαζί, έναν από την παλαιά διοίκηση και ένα συνάδελφο από άλλο λιθογραφείο. Παραλάβαμε το σωματείο με 33 μέλη. Με επισκέψεις στα εργοστάσια και συνεχείς συνελεύσεις, σε ένα χρόνο τα μέλη έγιναν 500.
Την επόμενη χρονιά, ύστερα από συσκέψεις με τους συναδέλφους, ξεκινήσαμε τις εργοστασιακές απεργίες για αυξήσεις των αποδοχών. Αυτές υπερέβησαν τις 60 και σχεδόν όλες ήσαν νικηφόρες.
Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι οι εκλογές στο σωματείο γίνονταν κάθε χρόνο και η διοίκηση που εκλεγόταν ήταν αυτή που εμείς υποδεικνύαμε, με πρόεδρο τον Γιάννη Βερούχη. Το συμβούλιο δε, μπορούσε να το παρακολουθήσει κάθε συνάδελφος. Η συντροφική ομάδα του σωματείου ήταν 15 μέλη και οι αποφάσεις για το σωματείο ελαμβάνοντο στους σχηματισμούς, όπου είχαμε αποφασίσει να προχωρήσουμε σε γενική απεργία.
Σε συσκέψεις και σε γενικές συνελεύσεις, αναφέραμε τα προβλήματα του κλάδου, καθώς και τα κέρδη των εργοδοτών. Ο κλάδος είχε δεχθεί τη γενική απεργία και τον Ιούνιο του 1964 άρχισε, με μεγάλο ενθουσιασμό, με αιτήματα: αύξηση μισθών, μείωση των ωρών εργασίας και πενθήμερη εβδομάδα.
Βρισκόμαστε στην έκτη ημέρα και πολλοί εργοδότες που είχαν υποχρέωση για παράδοση εργασιών συζητούσαν να έρθουν σε επαφή με τη διοίκηση και να συζητήσουν για τη λύση της απεργίας. Επενέβη τότε το «δημοκρατικό» κόμμα, η ΕΔΑ, με την εφημερίδα του, την «Αυγή», και ζήτησε από το υπουργείο Εργασίας να μας παραπέμψουν στη διαιτησία.
Το υπουργείο, βέβαια, δεν έχασε την ευκαιρία και την ίδια μέρα μας παρέπεμψε. Και ενώ βρισκόμαστε σε γενική του κλάδου, στο Εργατικό Κέντρο στην Αγησιλάου, μας γνωστοποίησε υπάλληλος του υπουργείου την παραπομπή. Έτσι, η απεργία έληξε την έκτη ημέρα, με σχετική απογοήτευση.
Με συσκέψεις και συνελεύσεις, και αυτό ξεπεράστηκε. Μεσολάβησαν, όμως, τα πολιτικά γεγονότα του 1965, που κράτησαν μέχρι το 1967, οπότε επεβλήθη η δικτατορία των Συνταγματαρχών και έτσι διαλύθηκε το σωματείο.
Η συντροφική ομάδα των λιθογράφων δεν διαλύθηκε, αλλά, με προτροπή του Γιάννη, χωρίστηκε σε μικρές ομάδες των τριών συντρόφων και άρχισε τη δράση της ως ΔΕΑ, με έκδοση εφημερίδων και προκηρύξεων εναντίον της Χούντας.
Οι ομάδες αυτές έδρασαν μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου του 1967, οπότε συνελήφθησαν οι πιο πολλοί και οδηγήθησαν στο Στρατοδικείο, όπου και δικάστηκαν σε βαριές ποινές.
Το 1974, με την πτώση της Χούντας, τα σωματεία ενεργοποιήθησαν πάλι και, μάλιστα, η προσέλευση των εργαζομένων ήταν μαζική. Ο Γιάννης καθυστερούσε να επιστρέψει (από το εξωτερικό) και, με την προτροπή μου, διορίσθη προσωρινή διοίκηση, η οποία έκανε αρχαιρεσίες, στις οποίες εξελέγησαν γνωστοί συνάδελφοι, όχι βέβαια σύντροφοι. Άρχισαν αμέσως οι συσκέψεις και οι συνελεύσεις και οι συζητήσεις, για επαναφορά των διεκδικήσεων του 1964. Στο μεταξύ, επανήλθε και ο Γιάννης από το εξωτερικό και ενεργοποιήθηκε στο σωματείο.
Με την προετοιμασία του κλάδου, φθάσαμε στο 1977 και αποφασίστηκε η απεργία διαρκείας με αιτήματα: εβδομαδιαίο σαραντάωρο-πενθήμερο, τιμαριθμικό μεροκάματο, ένα μήνα άδεια και ένα μήνα επίδομα.
Ο Γιάννης ανέλαβε την απεργιακή επιτροπή, που αποτελείτο από 150 μέλη, με σκοπό την περιφρούρηση της απεργίας και των εργοστασίων. Η απεργία κράτησε τρεις μήνες και έληξε με πλήρη επιτυχία. Ο Γιάννης ο Βερούχης ήταν η ψυχή της απεργίας και συνέβαλε τα μέγιστα στην επιτυχία της.
Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ένα χάρισμα που είχε ο Γιάννης Βερούχης και που σπάνια το συναντάς. Βαθιά γνώστης του Μαρξισμού, έπειθε εύκολα κάθε συνομιλητή, από όποια παράταξη και αν προερχόταν.
Ήταν μια σπάνια μορφή, πολιτική και συνδικαλιστική.