Τρίτη 26 Μαΐου 2015

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΙΕΡΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΑΞΙΟΠΡΕΠΗ ΔΙΑΒΙΩΣΗ

Οι εργοδότες επιμένουν στους μισθούς πείνας - και η κυβέρνηση με τη στάση της τους ενθαρρύνει
Να διεκδικήσουμε τα αυτονόητα: μισθούς για να μπορούμε να ζούμε και συλλογικές 
συμβάσεις για να μην είμαστε όμηροι των εργοδοτών

Η νέα κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται όλο και πιο απρόθυμη στο να εφαρμόσει
μια βασική προεκλογική της δέσμευση: την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ. Το αναβάλλει συνεχώς και έχει αλλοιώσει την ουσία του, μιλώντας για σταδιακή αύξηση, που θα ολοκληρωθεί σε ενάμιση χρόνο από τώρα. Έτσι, όμως, το μέτρο ουσιαστικά ακυρώνεται, από τη δεδομένη αύξηση των τιμών των καταναλωτικών προϊόντων.
Η επαναφορά του κατώτατου μισθού συναντάει τη λυσσασμένη αντίδραση του κεφαλαίου. Όχι μόνο του πολύ μεγάλου, των κρατικοδίαιτων εργολάβων-εκδοτών, των τραπεζιτών, των εφοπλιστών. Αλλά και του βιομηχανικού κεφαλαίου, που αντικειμενικά θίγεται απ’ την πολιτική της διάλυσης της παραγωγής και της μείωσης της αγοραστικής δύναμης του ελληνικού λαού. Αυτό συμβαίνει γιατί και αυτό το τμήμα της αστικής τάξης είναι μαθημένο στην άγρια αντεργατική πολιτική. Κάτω από τις δεδομένες αντιφάσεις του κεφαλαιοκρατικού συστήματος αλλά και του γενικότερου παρασιτισμού του, «γέρνει» προς τις εύκολες λύσεις: τη φτηνή εργασία και τις τριτοκοσμικές εργασιακές σχέσεις. Γι’ αυτό, άλλωστε, ένα μεγάλο τμήμα της βιομηχανίας έχει μεταφερθεί στα Βαλκάνια.
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση των κλωστοϋφαντουργών βιομηχάνων, που σε υπόμνημά τους προς την κυβέρνηση, «κλαίγονται» ενάντια στην αύξηση του κατώτατου μισθού, που δήθεν θα διαλύσει τις εναπομείνασες επιχειρήσεις. Και δεν λένε κουβέντα για το πόσα εργοστάσια έχουν μεταφερθεί π.χ. στη Βουλγαρία, ούτε ζητούν μέτρα ενάντια στο πλημμύρισμα της αγοράς από τα κινέζικα, που έχουν εκτοπίσει την εγχώρια παραγωγή. Κι αυτό προφανώς γιατί και οι εγχώριοι βιομήχανοι χρησιμοποιούν ασιατικές πρώτες ύλες και εισαγόμενη φτηνή εργασία.
Το ποσοστό του εργασιακού κόστους στο συνολικό κόστος παραγωγής μειώθηκε κατά 25% με τους μνημονιακούς νόμους. Η «ανταγωνιστικότητα», όμως, των ελληνικών προϊόντων μειώθηκε, όπως αποδεικνύει και η καταβαράθρωση των εξαγωγών. Γιατί αυτή εξαρτάται βασικά από άλλους παράγοντες: την ποιοτική αναβάθμιση των προϊόντων, το υψηλό τεχνικό επίπεδο της εργασίας, τον αυτοματισμό της παραγωγής. Στοιχεία που αποτελούν «ψιλά γράμματα» για τον αρπακτικό και σαλταδόρικο εγχώριο καπιταλισμό.
Η συνέχιση, λοιπόν, της πολιτικής των χαμηλών μισθών δεν δίνει διέξοδο στη βιομηχανία. Δεν βελτιώνει ούτε την «ανταγωνιστικότητα», για την οποία τόσο κόπτονται, ενώ η συνεχής μείωση της αγοραστικής δύναμης του λαού αφήνει αδιάθετα τα προϊόντα τους και επιτείνει την κρίση.
Το βιομηχανικό κεφάλαιο στήριξε σε μεγάλο βαθμό την κυβερνητική αλλαγή, γιατί θιγόταν από τη μνημονιακή κατάρρευση της εσωτερικής αγοράς. Δεν ξέρει, όμως, ούτε το ίδιο πώς θα αντιμετωπίσει τις αντιφάσεις του συστήματός τους και παραμένει δέσμιο των άγριων αντεργατικών ενστίκτων του. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, από τη μεριά της, αν δεν προχωρήσει ούτε σε αυτό το φιλεργατικό μέτρο που έχει εξαγγείλει, θα διαβρωθεί απ’ το μνημονιακό στρατόπεδο και θα έχει σύντομη πολιτική ημερομηνία λήξης.
Για την εργατική τάξη μας, η αύξηση του βασικού μισθού δεν είναι το παν, είναι όμως ένα πολύ σημαντικό βήμα για να σταθεί στα πόδια της και να προετοιμάσει την αντεπίθεσή της. Όπως και να έχει, η επιβίωσή της βρίσκεται στα δικά της χέρια. Όσα μας στερούν, αξιοπρεπείς μισθούς και εργασιακά δικαιώματα, μπορούμε να τα πάρουμε πίσω με σωστή οργάνωση και δυναμικούς αγώνες, και αυτούς μπορεί να τους φέρει σε πέρας μόνο μια τίμια και αποφασισμένη εργατική πρωτοπορία. Πρέπει να σταματήσουμε εμείς οι ίδιοι τον αφανισμό της τάξης μας. Και αυτό θα γίνει μόνο με την επιβολή ενός προγράμματος δημοσίων επενδύσεων και δημοσίων έργων, προσανατολισμένου στην παραγωγική, βιομηχανική και τεχνολογική ανασυγκρότηση. Μόνο έτσι θα νικηθεί το τέρας της ανεργίας, που μαστίζει ιδιαίτερα την εργατική νεολαία. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος σωτηρίας για την ελληνική εργατική τάξη.

Σ. Κρόκος