Αν η
κυβέρνηση θέλει να λέει ότι εκπροσωπεί
στοιχειωδώς το συμφέρον του ελληνικού
λαού, ας πει καθαρά στους «δανειστές»-εκβιαστές:
«Με ό,τι λεφτά έχουμε θα πληρώνουμε
μισθούς και συντάξεις και όχι δόσεις
δανείων». Μια τέτοια τοποθέτηση θα
έγερνε κατευθείαν την πλάστιγγα της
«διαπραγμάτευσης» υπέρ της. Κι αν η
κυβέρνηση δεν τολμά να το πει, να το πει
ο εργαζόμενος ελληνικός λαός.
Η
«διαπραγμάτευση» δεν είναι μόνο στις
Βρυξέλλες αλλά και στην Αθήνα. Να μην
επιτρέψουμε στις εγχώριες μεγαλοαστικές
συμμορίες και τους μνημονιακούς πράκτορές
τους να σηκώσουν κεφάλι. Ενότητα, οργάνωση
και πάλη της εργατικής τάξης είναι ο
μόνος δρόμος!
1.
Οι τελευταίες ειδήσεις γύρω από την
περιβόητη «διαπραγμάτευση» μεταξύ της
κυβέρνησης Τσίπρα και των «δανειστών»
(βλ. εκβιαστών) Ε.Ε. και ΔΝΤ είναι ότι η
κυβέρνηση, βλέποντας πλέον ότι τα χρονικά
περιθώρια έχουν στενέψει, επιδιώκει
όχι μια «ενδιάμεση συμφωνία» και νέα
διαπραγμάτευση τον Ιούνιο αλλά μια
«συμφωνία-πακέτο» μέσα στον Μάιο. Αυτό
που κανείς όμως δεν λέει καθαρά είναι
ότι: εδώ δεν έχουμε μια αποκομμένη
διαπραγμάτευση ανάμεσα σε δύο αυτόνομους
παίκτες (ελληνική κυβέρνηση από τη
μια-«δανειστές» από την άλλη) αλλά
μια ζωντανή πάλη ανάμεσα σε αντιτιθέμενα
ταξικά συμφέροντα τόσο εκτός της χώρας
όσο και, κυρίως, εντός. Το
αν η κυβέρνηση θα επιμείνει ή θα υποχωρήσει
στις συλλογικές συμβάσεις, τις επικουρικές
συντάξεις, τον κατώτατο μισθό, τις
ομαδικές απολύσεις, το φορολογικό, τις
ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ. δεν είναι ένα
ζήτημα διαπραγματευτικής τακτικής.
Αλλά ένα ζήτημα
ζωής και θανάτου για εκατομμύρια φτωχούς
εργαζόμενους, κατεστραμμένους από την
κρίση μικροαστούς, ανέργους,
χαμηλοσυνταξιούχους. Και
από την άλλη, ένα ζήτημα που καίει τις
διάφορες μερίδες της εγχώριας αστικής
τάξης, οι οποίες θέλουν από τη μια να
απαλλαγούν από ορισμένες συνέπειες του
μνημονίου, από την άλλη όμως να διατηρηθούν
στον αφρό εις βάρος της τεράστιας
πλειοψηφίας της κοινωνίας. Ενώ, τέλος,
εκ των πραγμάτων στη «διαπραγμάτευση»
εμπλέκονται άμεσα και οι ιμπεριαλιστικοί
ανταγωνισμοί (βλ. την κόντρα Ε.Ε.-ΔΝΤ).
Κάθε
απόφαση ή αναβολή απόφασης από τη μεριά
της κυβέρνησης αντανακλά άμεσα ή έμμεσα
στον ταξικό συσχετισμό - όπως και
αντίστροφα κάθε υποχώρηση της εργατικής
μας τάξης από τις διεκδικήσεις και τα
αιτήματά της επηρεάζει κατευθείαν τους
προσανατολισμούς της κυβέρνησης. Μιας
κυβέρνησης η οποία εκ των πραγμάτων
πατάει σε δύο βάρκες:
αφ’ ενός μεν είναι μια αστική κυβέρνηση,
που παίζει εξ ολοκλήρου στο γήπεδο του
συστήματος, της Ε.Ε., της οικονομίας της
«αγοράς», αφ’ ετέρου όμως την κύρια
πολιτική της δύναμη την αντλεί από την
υποστήριξη των πλατιών λαϊκών στρωμάτων
και εξελέγη για να βάλει φρένο στη
μνημονιακή γενοκτονία. Στην πραγματικότητα,
λοιπόν, η «διαπραγμάτευση» δεν είναι
μόνο στις Βρυξέλλες αλλά και στην Αθήνα.
Ένα
πράγμα είναι σίγουρο: Εμείς
οι εργάτες, οι καταπιεζόμενοι, οι φτωχοί
δεν έχουμε την πολυτέλεια να παρακολουθούμε
τις εξελίξεις από τους δέκτες των
τηλεοράσεών μας. Αλλά
επείγει να πάρουμε θέση, εδώ και τώρα,
σε αυτά που κρίνουν τη ζωή μας και το
μέλλον των παιδιών μας. Με την οργάνωσή
μας, το δυνάμωμα των συλλογικών μας
οργάνων, την πάλη μας, να επιβάλουμε τις
δικές μας «κόκκινες γραμμές», να
προκαθορίσουμε το αποτέλεσμα της
«διαπραγμάτευσης» απαιτώντας αυτά που
δικαιούμαστε: μισθούς
και συντάξεις για να ζούμε αξιοπρεπώς,
λεφτά για υγεία και παιδεία και όχι για
τα τοκογλυφικά δάνεια, φόρους για αυτούς
που έχουν να πληρώσουν κι όχι για αυτούς
που δεν έχουν τίποτα, δουλειές μέσα από
ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης
με δημόσιες επενδύσεις.
2.
Αν ήθελε κανείς να βρει σημεία να χτυπήσει
αυτή την κυβέρνηση για το πώς χειρίζεται
τα πράγματα μέσα κι έξω από τη χώρα, θα
έβρισκε πολλά. Πέρα από τις διαρκείς
αναβολές στα πιο κομβικά σημεία του
προγράμματός της, αδυνατεί να πάρει μια
ξεκάθαρη θέση ακόμα κι εκεί που δεν
τίθεται θέμα οικονομικού κόστους και
προσπαθεί να τα έχει καλά με όλους (ακόμα
και με τον Γιωργάκη τον Παπανδρέου
συνομίλησε ο Τσίπρας). Αφήνει
ασύδοτους τους μνημονιακούς πράκτορες
στους διαφόρους κρατικούς θεσμούς να
χτυπούν και την ίδια
και δεν έχει παρουσιάσει κανένα πραγματικό
σχέδιο σε φλέγοντα θέματα, όπως η
παραγωγική ανασυγκρότηση, η ενέργεια,
η ανεργία κ.ο.κ. Στο μεταναστευτικό, αντί
να απαιτήσει τουλάχιστον από την Ε.Ε.
κατάργηση των συμφωνιών που εγκλωβίζουν
όλους τους λαθρομετανάστες και τους
πρόσφυγες στην Ελλάδα, το έχει ρίξει
στις «ανθρωπιστικές» διακηρύξεις. Το
να λέει η κυβέρνηση ότι θα τα πήγαινε
καλύτερα στη «διαπραγμάτευση» αν δεν
της έσκαβε το λάκκο ο Σαμαράς ή αν δεν
την εξαπατούσε ο Ντάισελμπλουμ μόνο
σαν ένδειξη αδυναμίας ακούγεται. Ασφαλώς
μιλάμε για μια αστική κυβέρνηση, και
μόνο έτσι μπορούμε να την κρίνουμε, αλλά
μια και προεκλογικά οι ΣΥΡΙΖΑίοι
επικαλέστηκαν πολλές φορές τις πολιτικές
του Ρούσβελτ στη μεγάλη κρίση του ’29
στις ΗΠΑ, ας ήταν τουλάχιστον τόσο
τολμηροί όσο αυτός, που στο κάτω κάτω
δεν δήλωνε και αριστερός.
Ο
εργαζόμενος ελληνικός λαός πολύ λίγο
σκοτίζεται αν η κυβέρνηση θα φανεί
συνεπής στις ομιχλώδεις «αριστερές»
αναφορές της. Ούτως ή άλλως, η εργατική
μας τάξη δεν έχει ανάγκη από μια τέτοια
«αριστερά», αλλά από μια αριστερά που
να παλεύει πραγματικά για την ανατροπή
του σημερινού σαπισμένου καπιταλιστικού
συστήματος, κοντολογίς μια αριστερά
επαναστατική. Αυτό, όμως, από την ανάποδη
σημαίνει ότι όλοι εκείνοι που «αποκαλύπτουν»
στον ελληνικό λαό ότι αυτή η κυβέρνηση
δεν είναι αριστερή, παραβιάζουν ανοιχτές
θύρες. Τα συνειδητά στρώματα του ελληνικού
λαού ξέρουν πολύ καλά πόσο αριστερή
(δεν) είναι αυτή η κυβέρνηση. Την
ψήφισαν, χωρίς ιδιαίτερες αυταπάτες,
για να ανακόψουν τη μνημονιακή λαίλαπα
και να μπορέσουν να δώσουν την πάλη τους
από καλύτερες θέσεις. Αυτό το στοίχημα
είναι ακόμα ανοιχτό. Όσοι βιάζονται
(και σχεδόν χαίρονται) να «καταγγείλουν»
ότι όλο αυτό δεν οδήγησε πουθενά και
ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κάνει σίγουρα την
υποχώρηση μόνο στην αγωνιστικότητα του
ελληνικού λαού δεν συμβάλλουν.
3.
Οι επόμενες εβδομάδες θα σημαδευτούν
από ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις, καθώς
είναι φανερό ότι μια συμφωνία μεταξύ
της κυβέρνησης και των δανειστών δεν
θ’ αργήσει. Κι αυτό όχι για λόγους
«ασφυξίας της αγοράς» (αυτό είναι ένα
επιχείρημα που χρησιμοποιείται κυρίως
από τη μεγαλοαστική τάξη, μέσω των
καναλιών της, για να εκβιάσει τις
εξελίξεις προς όφελός της) αλλά επειδή
καμιά από τις δύο πλευρές δεν έχει
ουσιαστικά κάποια εναλλακτική στρατηγική.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τολμά να πετάξει το μπαλάκι
στο γήπεδο του αντιπάλου και να πει
«εμείς με ό,τι λεφτά έχουμε θα πληρώνουμε
μισθούς και συντάξεις και όχι δόσεις
δανείων» - πάντως, οι διεθνείς οίκοι
αξιολόγησης ξεκαθάρισαν πρόσφατα ότι
η μη πληρωμή μίας δόσης από την Ελλάδα
δεν συνιστά αυτομάτως χρεοκοπία. Αλλά
ούτε και οι
Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές τολμούν να
δείξουν στην Ελλάδα την πόρτα της εξόδου
από την Ε.Ε., γιατί ξέρουν πολύ καλά ότι
κάτι τέτοιο θα σημάνει την αρχή του
τέλους της Ε.Ε.
Έτσι,
τα δύο σενάρια πάνω στα οποία κινείται
η κυβέρνηση είναι: 1)
Μια συμφωνία με την οποία θα κερδίζει
κάποια ρευστότητα και θα κρατά
τις δεσμεύσεις της σε εργασιακά, κατώτερο
μισθό και συντάξεις, κάνοντας
βέβαια και κάποιες υποχωρήσεις (π.χ.
ΕΝΦΙΑ, ιδιωτικοποιήσεις). Κάποια μέτρα
επιπλέον φορολογίας σε υψηλά εισοδήματα
που ακούγονται τελευταία δεν μπορούν
να θεωρηθούν υποχώρηση γιατί ούτως ή
άλλως δεν βρίσκουν αντίθετο τον ελληνικό
λαό. Σε αυτή την περίπτωση, κανείς δεν
θα έχει λόγο να πανηγυρίσει, οπωσδήποτε
όμως το μνημονιακό στρατόπεδο θα έχει
υποστεί μια ξεκάθαρη ήττα, θα έχουμε
αλλαγή ηγεσίας στην Ν.Δ. και το κλίμα
για περαιτέρω διεκδικήσεις του εργαζόμενου
λαού θα βελτιωθεί. 2)
Υποχώρηση στις πιέσεις των «δανειστών»,
αναβολή για το άδηλο μέλλον των βασικών
προεκλογικών δεσμεύσεων και, ουσιαστικά,
νέο μνημόνιο με αντίστοιχα νέα μέτρα
λιτότητας.
Το πολιτικό εκκρεμές σε μια τέτοια
περίπτωση θα κινηθεί προς τα δεξιά, ένα
μεγάλο μέρος του κόσμου που ψήφισε
ΣΥΡΙΖΑ θα απογοητευθεί και το μνημονιακό
μπλοκ θα πάρει τα πάνω του, απαιτώντας
ουσιαστικά να συγκυβερνά. Δημοψήφισμα
ή εκλογές αφού η κυβέρνηση έχει κάνει
τη μεγάλη υποχώρηση θα είναι υπογραφή
του πολιτικού της θανάτου.
Σε
κάθε περίπτωση, όμως, οποιαδήποτε
συμφωνία θα είναι προσωρινή. Στην πρώτη
περίπτωση, γιατί οι «δανειστές» σίγουρα
θα επιδιώξουν να διατηρήσουν μηχανισμούς
σκληρής επιτήρησης, για να μαζεύουν την
κυβέρνηση κάθε φορά που θα «παρασύρεται»
προς φιλολαϊκές πολιτικές. Ενώ στη
δεύτερη περίπτωση απλούστατα θα
ξαναμπούμε στο μνημονιακό καθοδικό
σπιράλ, όπου κάθε τρεις μήνες θα
απαιτούνται νέα μέτρα και
φυσικά καμία σταθεροποίηση, πόσω μάλλον
ανάπτυξη, δεν πρόκειται να έρθει. Αυτό
που έχει σημασία, λοιπόν, είναι ο κόσμος
της εργασίας, οι άνεργοι, οι φτωχοί, τα
θύματα της κρίσης, εμείς που είμαστε η
συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας
να καταφέρουμε σε αυτές τις κρίσιμες
στιγμές να σταθούμε στις επάλξεις. Και
να απαιτήσουμε, με όποιον τρόπο μπορούμε:
Πρώτον, καμιά υποχώρηση στους δανειστές,
κανένα πισωγύρισμα σε μνημονιακές
πολιτικές, μη πληρωμή του τοκογλυφικού
χρέους. Δεύτερον, να υλοποιηθούν τώρα
όλα όσα μας υποσχέθηκε προεκλογικά η
κυβέρνηση, σαν εφαλτήριο για παραπέρα
διεκδικήσεις. Τρίτον, ν’ ανοίξουν τα
κρίσιμα μέτωπα στο εσωτερικό της χώρας,
από την επαναλειτουργία των κλειστών
εργοστασίων και την κρατικοποίηση του
τραπεζικού συστήματος μέχρι το χτύπημα
των εργολάβων και των καναλιών τους και
την αλλαγή του φορολογικού συστήματος,
ώστε να πληρώσουν επιτέλους οι έχοντες.
Ούτως ώστε, όποια κι αν είναι η στάση
των «δανειστών», να βρουν απέναντί τους
έναν λαό αποφασισμένο να προασπίσει με
κάθε τίμημα την επιβίωσή του, έναν λαό
που προτιμά την αξιοπρέπεια του αγώνα
από την ντροπή μιας υποταγής χωρίς
τέλος.
6.5.2015
Η
Συντακτική Επιτροπή