Κάνοντας την Αγια-Σοφιά
τζαμί ο Ερντογάν ξεκόβει οριστικά από τον κεμαλισμό και επισημοποιεί τις επεκτατικές νεο-οθωμανικές του βλέψεις |
Η
πρόσφατη απόφαση του Ερντογάν να μετατρέψει την Αγια-Σοφιά σε τζαμί, 86 χρόνια αφότου
ο Κεμάλ Ατατούρκ την είχε κάνει μουσείο, εκφράζει την αποχαλίνωση του
αντιδραστικού καθεστώτος του και την
οριστική ρήξη του με τον κεμαλισμό. Εκφράζει επίσης τις επεκτατικές τάσεις του τουρκικού καπιταλισμού, που μέσα από το
νέο του ιδεολογικό υπόβαθρο, τον
οθωμανισμό, και την ολοφάνερη αύξηση της ισχύος του θέλει να κυριαρχήσει
στην ευρύτερη περιοχή. Η εξέλιξη αυτή εγκυμονεί
μεγάλους κινδύνους για τους λαούς της περιοχής.
Με
αυτή την κίνησή του, ο Ερντογάν στέλνει ένα μήνυμα στη χριστιανική Δύση ότι η
Τουρκία αποτελεί μια ισχυρή δύναμη και αποφασιστικό παράγοντα στην ευρύτερη
περιοχή, ενώ εμφανίζεται και ως ηγέτης του
ισλαμισμού, με σκοπό να αξιοποιήσει
τις αντίστοιχες μειονότητες στις γύρω χώρες.
Ο
ελληνικός καπιταλισμός έχει τεράστιες ευθύνες για αυτές τις εξελίξεις. Μπροστά
στις επενδύσεις του στη γείτονα χώρα, στη μανία του για κέρδη από μια αγορά 80
εκατομμυρίων καταναλωτών, έγινε ο
καλύτερος πρεσβευτής του Ερντογάν στην Ευρώπη, τον έγλειφε συστηματικά,
ζήλευε το αποτελεσματικό –μέσα στον αυταρχισμό του– καθεστώς Ερντογάν, μέχρι
και κουμπαριές σύναψε μαζί του. Τώρα ξαφνικά, διαβλέποντας τους κινδύνους –καθώς
ο Ερντογάν μετά από αυτή του την απόφαση απειλεί ότι θα ανοίξει και άλλα
ζητήματα (Συνθήκη της Λωζάννης κ.λπ.)–, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να «κλαψουρίζει».
Η συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της
Ελλάδας και το οξύ δημογραφικό πρόβλημά της, αποτέλεσμα συνειδητών πολιτικών
του ελληνικού κεφαλαίου, έχουν φέρει τη χώρα σε «αδύναμη» θέση έναντι της
γείτονος, που σε αυτά τα δύο ζητήματα διαθέτει ισχυρό πλεονέκτημα.
Η
μετατροπή της Αγια-Σοφιάς σε τζαμί, όμως, ανοίγει και τον δρόμο για άνοδο του
εθνικισμού και στις δύο χώρες, κάτι που δεν βοηθάει τη γενικότερη πάλη των δύο
εργατικών τάξεων. Μετά από 10 χρόνια ταπείνωσης της Ελλάδας μέσω των γενοκτονικών
μνημονίων, η εθνική ανασφάλεια έναντι
ενός ενισχυμένου αντιδραστικού τουρκικού καθεστώτος μπορεί ν’ αποτελέσει
αρνητικό παράγοντα στις κοινωνικές προοπτικές της χώρας μας. Η ελληνική εργατική τάξη θα πρέπει να
συνεχίσει τους αγώνες της για την επιβίωσή της, ενάντια στον κύριο εχθρό της,
τον ελληνικό καπιταλισμό, στην αντεργατική πολιτική του, και παράλληλα, μαζί με
τους γειτονικούς λαούς, να έχει ανοιχτό μέτωπο σε όλες τις αντιδραστικές
δυνάμεις της περιοχής.
Μ. Σάκος