Ο Μπάιντεν
συνεχίζει την πολιτική του Τραμπ στο κυρίαρχο θέμα, δηλαδή στην αντιμετώπιση
της Κίνας
Οι νεοφιλελεύθεροι φίλοι της παγκοσμιοποίησης περίμεναν εναγωνίως ο νεοεκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ Μπάιντεν να αλλάξει την πολιτική του προστατευτισμού του απερχόμενου Τραμπ. Απογοητεύτηκαν όμως όταν σε λόγο του ανακοίνωσε ότι δεν προτίθεται να άρει τις κυρώσεις που επέβαλε ο Τραμπ στην Κίνα. Αντιθέτως, θα επιβάλλει αυστηρότερους «νέους στοχευμένους περιορισμούς», ειδικά σε εξαγωγές ευαίσθητων προϊόντων υψηλής τεχνολογίας προς τη χώρα «που αντιπροσωπεύει τον υπ’ αριθμόν ένα ανταγωνιστή των ΗΠΑ», καθώς επίσης επισήμανε ότι «αν δεν κάνουμε τίποτα, θα μας συντρίψουν».
Στα
πλαίσια αυτά τόνισε πως θα είναι «πολύ πιο αυστηρός από τον Ντόναλντ Τραμπ σε
θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων», αναφερόμενος στο Χονγκ Κονγκ και στους
Ουιγούρους της επαρχίας Σιντζιάνγκ. Επίσης προειδοποίησε την Κίνα για τον
επεκτατισμό της στη Σινική Θάλασσα, υπενθυμίζοντας στον Ιάπωνα πρωθυπουργό τη
δέσμευση των ΗΠΑ για την προστασία της Ιαπωνίας και του αρχιπελάγους Σενκάκου
(Ντιαογιού), που διεκδικείται από την Κίνα. Από την πλευρά της η Κίνα
προειδοποίησε πως μια σύγκρουση με τις ΗΠΑ θα ήταν «καταστροφική για τις ίδιες
και για όλο τον κόσμο».
Έτσι
λοιπόν, για άλλη μια φορά έπειτα από μια
τεράστια οικονομική κρίση το ξαναμοίρασμα του πλανήτη από τις μεγάλες
ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είναι στην ημερήσια διάταξη. Οι μεγάλες δυνάμεις είναι οι ΗΠΑ και η Κίνα. Η Ευρώπη είναι
διχασμένη, με αντίθετα οικονομικά συμφέροντα στο εσωτερικό της και η επιδημία επιδείνωσε τα προβλήματά
της. Οι μεγάλες περιφερειακές
δυνάμεις γύρω από την Κίνα είναι οι Ρωσία, Γερμανία, Τουρκία, Ιράν, Ιταλία και
γύρω από τις ΗΠΑ οι Ινδία, Γαλλία, Αγγλία, Καναδάς, Ιαπωνία.
Η
Γερμανία ηγείται της ΕΕ και θέλει να
φαίνεται ότι κρατά ίσες αποστάσεις από ΗΠΑ και Κίνα, αλλά στις διεθνείς
οικονομικές συγκρούσεις αυτό δεν γίνεται. Οι ΗΠΑ, θέλοντας να αναγκάσουν την
Ευρώπη να εναντιωθεί στην Κίνα, συγκρούονται πλέον ανοιχτά με τη Γερμανία. Έτσι
εξηγείται η κίνηση της Γερμανίας τον Δεκέμβριο του 2020 να προχωρήσει βιαστικά
σε μια επενδυτική συμφωνία με την Κίνα και να συζητάει για τα δίκτυα 5G, παρά την προτροπή των ΗΠΑ ότι, για τη διατήρηση της
κυριαρχίας της Δύσης σε σύγχρονες τεχνολογίες, από τεχνητή νοημοσύνη μέχρι
δίκτυα 5G, χρειάζεται ισχυρή διατλαντική συνεργασία. Αυτές οι
κινήσεις κατευθύνονται από τη γερμανική μεγαλοαστική τάξη (Volkswagen, AEG,
βιομηχανία χάλυβα κ.λπ.), η οποία έχει τεράστιους οικονομικούς δεσμούς
με την Κίνα και την Τουρκία, καθώς επίσης είναι άμεσα εξαρτημένη από τη ρωσική
ενέργεια.
Η
Κίνα, για να μπορέσει να
πραγματοποιήσει το άλμα της προς την παγκόσμια κυριαρχία, αποβιβάστηκε εδώ και είκοσι χρόνια στην Αφρική, απορροφώντας τον εναπομείναντα υλικό πλούτο του πλανήτη,
κυρίως σε σπάνιες γαίες, απαραίτητες για τη σύγχρονη τεχνολογία. Έτσι έχουν ήδη
ξεκινήσει οι πολεμικές συγκρούσεις στη Μαύρη Ήπειρο και θα επεκταθούν ακόμη περισσότερο, στην προσπάθεια των ΗΠΑ να
εκδιώξουν την Κίνα, με τη συνδρομή των πρώην αποικιοκρατών της Αφρικής, Γάλλων
και Άγγλων.
Οι
ΗΠΑ πάλι, εκτός από τη στρατιωτική υπεροπλία, έχουν ένα υπερόπλο, το δολάριο.
Το 90% των διεθνών συναλλαγών γίνονται σε δολάριο, όπως σε δολάρια είναι και το 60%-70% των συναλλαγματικών
αποθεμάτων των φιλικών και εχθρικών προς τις ΗΠΑ χωρών, γεγονός που
επιτρέπει στις ΗΠΑ να εκβιάζουν χώρες ώστε να έρθουν προς το μέρος τους.
Αναπόφευκτη είναι
η σύγκρουση όχι μόνο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας αλλά και μεταξύ των περιφερειακών
δυνάμεων που συντάσσονται γύρω από αυτές. Φυσιολογικά μέσα σε αυτή τη σύγκρουση
θα αποδομηθεί η Ε.Ε. και οι ταξικοί αγώνες θα ενταθούν. Η Αφρική, βασικό πεδίο
μάχης αυτού του οικονομικού πολέμου, με τεράστια υπεργεννητικότητα, ανεργία,
υποσιτισμό, πρόκειται να γίνει θέατρο πολέμων αλλά και ταξικών αγώνων. Ο αγώνας
για το γκρέμισμα του σάπιου πλέον καπιταλιστικού συστήματος είναι η μοναδική
ελπίδα για την ανθρωπότητα.
Χρήστος Χατζής