Η γραφειοκρατία και οι κυβερνήσεις της Ευρώπης βρίσκονται σε πανικό, με την πολιτική που ακολουθεί η νέα αμερικανική κυβέρνηση και κυρίως μετά την σύνοδο ασφαλείας του Μονάχου, όπου ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Βανς, με έναν πολύ καυστικό λόγο, κατηγόρησε της ευρωπαϊκές ηγεσίες για λογοκρισία και διαφθορά, ότι δεν ακούν τους λαούς τους, ότι έχουν καταργήσει την δημοκρατία, και άλλα.
Η νέα αμερικανική κυβέρνηση προσπαθεί να υλοποιήσει όσο πιο γρήγορα μπορεί τις προεκλογικές της εξαγγελίες, όσο η λαϊκή εντολή είναι νωπή, γνωρίζοντας πως, αργά ή γρήγορα, οι αντιφάσεις του συστήματος θα αρχίσουν να τη φθείρουν.
Προσπαθούν να γκρεμίσουν το προηγούμενο «αφήγημα» της παγκοσμιοποίησης, όπου η πολιτική της «πράσινης ανάπτυξης», εκτός από την καταστροφή των βιομηχανιών και της εφοδιαστικής αλυσίδας, κατέστρεψε και τον ίδιο της τον εαυτό, αφού ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά αποδείχτηκαν αναξιόπιστα και οικονομικά ασύμφορα.
Βασικός οικονομικός αντίπαλος των ΗΠΑ είναι η Κίνα. Ό,τι κινήσεις κάνουν οι ΗΠΑ, είναι για να εξυπηρετήσουν προς όφελός τους αυτόν τον ανταγωνισμό. Ξέρουν πολύ καλά ότι ο μονοπολικός κόσμος τελείωσε και έχουμε περάσει σε έναν πολυπολικό κόσμο, όπου αναδύονται και άλλα κράτη (Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, Τουρκία, Πακιστάν κ.ά.), διεκδικώντας μεγαλύτερο μερτικό από τον παγκόσμιο πλούτο. Ο αγώνας που θα δώσουν οι ΗΠΑ δεν θα είναι για την απόλυτη κυριαρχία αλλά για την πρωτοκαθεδρία, με εμπορικές συνεργασίες (ενίοτε εξαναγκαστικές) μέσα σε έναν πολυπολικό κόσμο.
Γι’ αυτό η Αμερική χρειάζεται την απόλυτη πειθαρχία της Ευρώπης προκειμένου να τα βάλει με την Κίνα.Δεν μπορεί να υποτάξει τη Ρωσία, αλλά μπορεί να συνάψει οικονομικές σχέσεις με αυτή, αποκόπτοντάς την από την Κίνα. Έτσι δίνει λύσεις στη Ρωσία, να σταματήσει τον πόλεμο και να κρατήσει μεγαλύτερες αποστάσεις από την Κίνα, κάτι που το θέλει και η Ρωσία, φοβούμενη μια συμμαχία- υποταγή στην τεράστια κινεζική οικονομία.
Έτσι η «νέα Γιάλτα», όπως λένε το μοίρασμα της Ουκρανίας, γίνεται σε διμερή βάση, μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ, αδιαφορώντας για τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών και την Αγγλία, που θέλουν τη συνέχιση του πολέμου. Η λήξη του πολέμου εξυπηρετεί διπλά τον Τραμπ. Χτυπάει την ευρωπαϊκή πολεμική βιομηχανία, αφού θέλει μόνο πώληση αμερικανικών όπλων, βυθίζοντας περισσότερο την ευρωπαϊκή οικονομία και εξαναγκάζοντας έτσι την Ευρώπη σε δανεισμό και υποταγή.
Στα πλαίσια των αλλαγών αυτών, ο Τραμπ χτυπάει τη «woke ατζέντα», την «πράσινη ανάπτυξη» και τη μετανάστευση, τα οποία δεν είναι ένα «πολιτιστικό αφήγημα» αλλά μια εξαναγκαστική από το προηγούμενο καθεστώς οικονομική πολιτική, που αυτή τη στιγμή δεν τον εξυπηρετεί. Γι’ αυτό διαλύει μια οργάνωση των αμερικανικών ελίτ, τη USAID, που χρηματοδοτούσε χιλιάδες δημοσιογράφους και εκατοντάδες μη κυβερνητικές οργανώσεις, όπως του μεγιστάνα Σόρος, για να προωθούν τη woke ατζέντα και τη μετανάστευση. Ταυτόχρονα η USAID είχε στα καθήκοντά της να χρηματοδοτεί πραξικοπήματα, δήθεν από δημοκρατικά κινήματα.
Επίσης ο Τραμπ τραβάει τα αμερικανικά στρατεύματα από την Ανατολική Ευρώπη, εξαναγκάζοντας έτσι τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη, για υπέρογκες αμυντικές δαπάνες.
Όλα αυτά δεν γίνονται γιατί η κυβέρνηση Τραμπ είναι φιλειρηνική ή δημοκρατικότερη από τις προηγούμενες. Οι αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος κατά καιρούς διασπούν την αστική τάξη, για να αλλάξει πολιτική και να σώσει το σύστημα από την προηγούμενη αποτυχημένη πολιτική, αλλαγή που πολλές φορές περνάει και μέσα από την υποστήριξη αστικοδημοκρατικών δικαιωμάτων.
Η σημερινή αλλαγή, με την αποδόμηση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και το γκρέμισμα των παράλογων «αφηγημάτων», θα ευνοήσει, προσωρινά έστω, την εργατική τάξη. Της δίνεται η ευκαιρία να οργανωθεί και να διεκδικήσει όλα τα καταπατημένα εργατικά δικαιώματα. Στην Ελλάδα, με αφορμή το έγκλημα των Τεμπών, ο κόσμος έχει βγει στους δρόμους ζητώντας δικαιοσύνη. Θα συνεχίσει απαιτώντας και άλλα δικαιώματα. Είναι βέβαιο πως στην ίδια κατεύθυνση θα κινηθούν δυναμικά και άλλες χώρες στην Ευρώπη.
Χρήστος Χατζής