Δευτέρα 17 Μαρτίου 2025

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ-ΤΡΟΤΣΚΙΣΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (4η ΔΙΕΘΝΗΣ)

 1. Η καταλυτική εξέλιξη, που αλλάζει άρδην την κατάσταση στη χώρα μας, είναι η ορμητική είσοδος του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο, με τις συγκλονιστικές συγκεντρώσεις της 28ης Φεβρουαρίου ενάντια στη συγκάλυψη του εγκλήματος των Τεμπών (είχαν προηγηθεί οι μεγάλες συγκεντρώσεις της 26ης Ιανουαρίου, οι οποίες καλέστηκαν αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση νέων στοιχείων για το έγκλημα). Στις 28 Φεβρουαρίου 2025, σε σχεδόν 400 σημεία στην Ελλάδα και το εξωτερικό, εκατομμύρια άνθρωποι, ακόμα και άνθρωποι που δεν είχαν ξανασυμμετάσχει στη ζωή τους σε διαδήλωση, βγήκαν στους δρόμους για να απαιτήσουν δικαιοσύνη για το έγκλημα που είχε λάβει χώρα ακριβώς δύο χρόνια νωρίτερα. Ήταν οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις που έχουν γίνει στη χώρα μας τουλάχιστον από τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, 1974-75. Εξίσου σημαντικό είναι ότι παράλληλα πραγματοποιήθηκε η πιο πετυχημένη Γενική Απεργία των τελευταίων πολλών δεκαετιών, με πολύ μεγάλο ποσοστό συμμετοχής σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και με κλειστά τα περισσότερα μαγαζιά. Όπως επίσης ιδιαίτερη σημασία έχει η συμμετοχή χιλιάδων Ελλήνων του εξωτερικού σε δεκάδες συγκεντρώσεις απ’ άκρη σ’ άκρη της Γης.

  

Το έγκλημα των Τεμπών δεν είχε σταθεί αρκετό για να αποτραπεί η επανεκλογή του Μητσοτάκη λίγους μήνες μετά τις 28 Φεβρουαρίου 2023. Τι έχει αλλάξει τώρα; Αφ’ ενός ο κόσμος που πλημμύρισε τους δρόμους των πόλεων, κωμοπόλεων και νησιών, έστω και ασυνείδητα, εξέφρασε και τη συσσωρευμένη δυσαρέσκειά του για την ακρίβεια, την ανασφάλεια, τον αυταρχισμό, την κοινωνική απελπισία, τη γενικότερη δηλαδή κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας επί των ημερών του Μητσοτάκη. Αφ’ ετέρου, η ειδική φύση αυτού του εγκλήματος, σε συνδυασμό με τις αποκαλύψεις που έγιναν την τελευταία περίοδο, κινητοποίησε ηθικά και δημοκρατικά αντανακλαστικά ακόμα και σε συντηρητικό κόσμο, ακόμα και σε κόσμο που είχε αυταπάτες για τη «νεοφιλελεύθερη» πολιτική. Τέλος, η ανυπαρξία αντιπολίτευσης και η αλαζονεία που επεδείκνυε η κυβέρνηση εξ αυτού ουσιαστικά «έσπρωξαν» τον λαό να αναλάβει τον ρόλο της αντιπολίτευσης. 

Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, η κυβέρνηση έχει αποχαιρετήσει οριστικά τη σιγουριά του «41%» και λίγοι θα στοιχημάτιζαν ότι θα παραμείνει για πολύ ακόμα στη θέση της. Ακόμα και φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ μιλούν για «κρίση νομιμοποίησης». Στην πραγματικότητα, η απονομιμοποίηση της κυβέρνησης είχε ξεκινήσει λίγο μετά τις εκλογές του 2023, όπως φάνηκε από τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών και των ευρωεκλογών. 

Βέβαια, η άρχουσα τάξη έχει επενδύσει πάρα πολλά στις αντιλαϊκές-αντιδημοκρατικές «μεταρρυθμίσεις» του Μητσοτάκη. Και αυτό, σε συνδυασμό με την κατάσταση της αντιπολίτευσης, σημαίνει ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να ρίξει λευκή πετσέτα. Θα επιμείνει στην πολιτική της –και στη συγκάλυψη του εγκλήματος των Τεμπών– ακόμα κι αν αναγκαστεί για μια περίοδο να παριστάνει ότι δείχνει «κατανόηση» για τον αγανακτισμένο κόσμο. Μόνο η συνέχιση και κλιμάκωση της λαϊκής κινητοποίησης, μέσα από πρωτοβουλίες των συνδικάτων, του Συλλόγου Συγγενών Θυμάτων Τεμπών, της φοιτητικής και μαθητικής νεολαίας, αλλά και κάθε είδους μορφών αυτοοργάνωσης, με διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις, απεργίες, μπορεί πραγματικά να γείρει την πλάστιγγα εις βάρος του καθεστώτος. Οι πολύμορφες αυτές κινητοποιήσεις θα πρέπει να έχουν στην προμετωπίδα τους τέσσερα κυρίως αιτήματα που συναντούν ευρύτατη αποδοχή: α) απόδοση δικαιοσύνης για το έγκλημα των Τεμπών, β) να πέσει η κυβέρνηση της συγκάλυψης, της διαφθοράς, του αυταρχισμού, γ) να πάψει ο έλεγχος της δικαστικής εξουσίας από την κυβέρνηση και δ) εθνικοποίηση-ανασυγκρότηση του σιδηρόδρομου. 

Σε αυτήν την κατεύθυνση, μέσα από την πάλη και το «φρεσκάρισμα» της σκέψης και της δράσης ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, μπορεί να ανοίξει δρόμος: για την ανατροπή του αντιλαϊκού-αντιδημοκρατικού καθεστώτος – για μια ριζική βελτίωση του κοινωνικού και πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων – για την αναγέννηση-ανασυγκρότηση του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος και της οργανωμένης πρωτοπορίας του. 

 

2. Πριν από σχεδόν μια δεκαετία, το 2016, όταν έλαβαν χώρα το δημοψήφισμα για το Brexit στην Αγγλία και η πρώτη εκλογική νίκη του Τραμπ στην Αμερική, διακηρύξαμε ότι αυτές οι εξελίξεις σηματοδοτούν τη χρεοκοπία του λεγόμενου «νεοφιλελεύθερου» προγράμματος. Σήμερα, με τη δεύτερη εκλογική νίκη του Τραμπ, ο αμερικανικός καπιταλισμός, ο ισχυρότερος του κόσμου, απορρίπτει ακόμα πιο ξεκάθαρα κεντρικά κομμάτια αυτού του προγράμματος και στρέφεται ακόμα πιο αποφασιστικά σε παλαιότερες αστικές πολιτικές, και συγκεκριμένα στον εθνικό προστατευτισμό. Οι διακηρύξεις περί μιας «παγκόσμιας τάξης βασισμένης σε κανόνες», περί ενός καπιταλισμού των «ανοιχτών αγορών» και των «ανοιχτών συνόρων» χρεοκόπησαν. Για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό αυτές οι πολιτικές βοήθησαν μόνο την Κίνα. Το 2016 ο Τραμπ νίκησε σαν «αουτσάιντερ», δεν είχε πραγματική στήριξη ούτε από το κόμμα του αλλά ούτε και από την πλειοψηφία της άρχουσας τάξης των ΗΠΑ. Σήμερα επανέρχεται στην εξουσία έχοντας στην πρώτη γραμμή –μεταφορικά και κυριολεκτικά– τους ηγέτες των ισχυρότερων αμερικανικών επιχειρήσεων, των πιο διεθνοποιημένων, αυτών που μέχρι τώρα αποτελούσαν βασικούς μοχλούς της «παγκοσμιοποίησης». 

Ποιες είναι λοιπόν οι επιδιώξεις του αμερικανικού ιμπεριαλισμού υπό τη διοίκηση Τραμπ: α) Να ανασυγκροτήσει σε ένα υψηλότερο επίπεδο τη βιομηχανική και τεχνολογική βάση της χώρας, με επιστροφή κεφαλαίων που είχαν φύγει προς την Ασία, αλλά και με την προσέλκυση κεφαλαίων από άλλες χώρες, τα οποία, λόγω των δασμών, θα πρέπει να παράγουν στην Αμερική αν θέλουν να έχουν πρόσβαση στη μεγαλύτερη αγορά του κόσμου. β) Να μειώσει τον «ζωτικό χώρο» της Κίνας με οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά μέσα – μιας Κίνας που από τη μια αντιμετωπίζει σοβαρά αναπτυξιακά προβλήματα, από την άλλη όμως φαίνεται πως έχει πάρει κεφάλι σε σημαντικές τεχνολογίες. γ) Να υποτάξει απολύτως την Ευρώπη στις προτεραιότητες της Αμερικής, είτε με τη λογική του διαίρει και βασίλευε, είτε με τον οικονομικό στραγγαλισμό της μέσα από τις υποχρεωτικές αγορές αμερικανικών όπλων και αμερικανικής ενέργειας. δ) Να απαλλαγεί από το βάρος πολέμων (Ουκρανία, Μέση Ανατολή) από τους οποίους δεν κέρδισε κάτι ιδιαίτερο και ίσα ίσα του έγιναν εμπόδιο – χωρίς βέβαια αυτό να συνιστά κάποια «φιλειρηνική» πρόθεση. ε) Να ανασυστήσει την απόλυτη κυριαρχία του στην αμερικανική ήπειρο, διώχνοντας από αυτή τα κινεζικά κεφάλαια και τις ευρωπαϊκές προσβάσεις (αυτό το νόημα έχουν οι διεκδικήσεις σε Γροιλανδία, Καναδά, Διώρυγα του Παναμά). στ) Τέλος, η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ επιδιώκει να απαλλαγεί από πολιτικές που θεωρεί πλέον παράγοντες αποδυνάμωσης και διαίρεσης της χώρας. Εδώ περιλαμβάνονται η «πράσινη μετάβαση», η “woke” ατζέντα και βέβαια η προηγούμενη, σχετικά χαλαρή μεταναστευτική πολιτική.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι όλες αυτές τις κατευθύνσεις ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός τις βλέπει ξεκάθαρα από τη σκοπιά των δικών του συμφερόντων. Όμως, υιοθετώντας τις και προωθώντας τις επιθετικά, τις «διαδίδει» και στις υπόλοιπες άρχουσες τάξεις του κόσμου, που συγκλίνουν προς αυτές, είτε από συμφέρον είτε από φόβο. Δημιουργεί δηλαδή ένα νέο παγκόσμιο αστικό πολιτικό πρόγραμμα.

 

3. Καμία βέβαια από τις παραπάνω κατευθύνσεις δεν γεννήθηκε μέσα στο κεφάλι του Τραμπ, του Μασκ ή κάποιου Αμερικανού οικονομολόγου ή πολιτικού επιστήμονα. Όλες προέκυψαν από τα αδιέξοδα της προηγούμενης φάσης του καπιταλισμού. 

α) Η «ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων και ανθρώπων», που προωθήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, όξυνε σε πρωτοφανή βαθμό τις εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος. Μεγάλο μέρος του παραγωγικού δυναμικού μεταφέρθηκε στις χώρες της Ασίας, ερημοποιώντας τις περισσότερες από τις παλιές βιομηχανικές ζώνες Ευρώπης και Αμερικής – όπου φυσικά μειώθηκε και η κατανάλωση. Η «απελευθέρωση» αυτή, λοιπόν, προκάλεσε διάφορα σοκ προσφοράς και ζήτησης, που ωθήθηκαν περαιτέρω από τη μεγάλη κρίση του 2007-09, τους πολέμους και τα λοκντάουν της covid. Προκάλεσε επίσης ένταση του γενικότερου παρασιτισμού του συστήματος. Ευνοήθηκε η χωρίς προηγούμενο γιγάντωση μιας χούφτας εταιρειών, κυρίως αμερικανικών και κινεζικών (αλλά και αραβικών επενδυτικών funds), με αποτέλεσμα ο «ελεύθερος ανταγωνισμός» όχι μόνο να μην ενισχυθεί αλλά να καταντήσει ανέκδοτο. Δεν επιτεύχθηκε καμία ενσωμάτωση/αφομοίωση των τεράστιων ανθρώπινων μαζών που ενορχηστρωμένα διώχθηκαν από τις καθυστερημένες χώρες με κατεύθυνση τις ανεπτυγμένες – προκειμένου να τσακιστούν οι κατακτήσεις των εργατικών τάξεων των ανεπτυγμένων χωρών. Ίσα ίσα, οξύνθηκαν οι εθνοτικές, θρησκευτικές και πολιτισμικές αντιπαραθέσεις, τα προβλήματα ασφάλειας, οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Και φυσικά δεν λύθηκε κανένα δημογραφικό πρόβλημα. Επίσης, το τεχνικό επίπεδο σε χώρες όπως η Ελλάδα έπεσε, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

β) Η άποψη ότι το «ελεύθερο εμπόριο» θα μείωνε τις εστίες έντασης ανά τον κόσμο διαψεύστηκε οικτρά. Όπως μας έχει διδάξει ο Μαρξ, στον καπιταλισμό ο ανταγωνισμός φέρνει τη συσσώρευση, αυτή φέρνει τη συγκεντροποίηση, αυτή οξύνει τον ανταγωνισμό σε ένα ακόμα ανώτερο επίπεδο κ.ο.κ. Το περαιτέρω άνοιγμα στον διεθνή ανταγωνισμό περιφερειών με ιστορικά άλυτα εθνικά και αστικά ζητήματα, από την τέως ΕΣΣΔ έως τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, έχει οδηγήσει στους αιματηρότερους πολέμους των τελευταίων δεκαετιών. Και η απειλή ενός ανοιχτού παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου με χρήση πυρηνικών όπλων μεγαλώνει. 

γ) Η προσπάθεια «ολοκλήρωσης» της τέως ΕΟΚ, ώστε αυτή να καταστεί ένα ενιαίο κράτος, κατά τα πρότυπα των ΗΠΑ, απέτυχε εμφανέστατα. Ο τρόμος για το τι θα ακολουθήσει πολιτικά αν εγκαταλειφθεί αυτό το πρότζεκτ είναι από τους λίγους παράγοντες που κρατά ακόμα «ενωμένη» την Ε.Ε. Το γραφειοκρατικό τέρας των Βρυξελλών μετέτρεψε την οικονομική πολιτική σε προκρούστειο κλίνη (η ίδια συνταγή για χώρες με τεράστιες διαφορές μεταξύ τους). Αφυδάτωσε παραγωγικά και δημογραφικά την Ευρώπη, μετέτρεψε την παλιά αστική δημοκρατία σε κενό γράμμα και έκανε την κάποτε κοσμοκράτειρα Ευρώπη τεχνολογικό και πολιτικο-στρατιωτικό νάνο. 

δ) Η «πράσινη μετάβαση» εξελίσσεται σε μια από τις μεγαλύτερες απάτες και ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στην ιστορία του καπιταλισμού. Εκφεύγει από τους σκοπούς αυτού του κειμένου να πάρει μια θέση πάνω στο θέμα της «κλιματικής αλλαγής». Το μόνο σίγουρο είναι ότι, αν υπάρχει όντως «ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή», η μόνη πολιτική που δεν μπορεί να την αντιμετωπίσει είναι η πολιτική της «πράσινης μετάβασης»! Η τεράστια αυτή μπίζνα (στην οποία πρωταγωνιστούν οι εταιρείες που υπήρξαν οι μεγαλύτεροι ρυπαντές στην ιστορία) έχει οδηγήσει σε τρομερά οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά αδιέξοδα. Τα κόστη της ενέργειας εκτοξεύονται, εις βάρος των καταναλωτών και της παραγωγικής οικονομίας. Νέες περιβαλλοντικές καταστροφές δημιουργούνται από την υπερ-ανάπτυξη των ψευδο-ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ανεμογεννήτριες κ.ά.) και τις εξορύξεις σπάνιων ορυκτών (που είναι απαραίτητα για να λειτουργήσει η «πράσινη» οικονομία). Το τραγελαφικό είναι ότι, ενώ αυξάνεται η «διείσδυση» των ΑΠΕ, τα ορυκτά καύσιμα όχι μόνο δεν υποχωρούν, αλλά ζουν νέα χρυσή εποχή! Και αυτό είναι μια ακόμα απόδειξη της σχιζοφρένειας του καπιταλισμού στην εποχή της μη αναστρέψιμης ιστορικής παρακμής του.

 

4. Δεν πρέπει βέβαια να υπάρχουν αυταπάτες: η πολιτική του εθνικού προστατευτισμού δεν θα γιατρέψει τις πληγές του συστήματος που έχουν από καιρό κακοφορμίσει. Η διεθνοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων είναι μια διαδικασία που ιστορικά δεν μπορεί να σταματήσει. Θα συνεχίσει να έρχεται σε αντίθεση με τις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις και τον στενό κορσέ των εθνικών κρατών. Μόνο η σοσιαλιστική κοινωνία μπορεί να επιλύσει αυτή την αντίθεση – και όχι βέβαια οι ιμπεριαλιστικοί συνασπισμοί τύπου E.E. ή BRICS, ή οι προσπάθειες των υπερ-ολιγαρχών τύπου Μασκ ή Μπέζος (και των Κινέζων ομολόγων τους) να οργανώσουν την παγκόσμια οικονομία σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Επίσης, ό,τι και να λέει ο Τραμπ, η Αμερική δεν μπορεί να μεταφέρει στο σήμερα την παλιά πολιτική του «απομονωτισμού» της. Δεν μπορεί να εγκαταλείψει τελείως περιοχές ή μέτωπα στα οποία έχει ιστορικά παρουσία, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε σχεδόν αυτόματη κάλυψη του κενού από τους Κινέζους ή άλλους ανταγωνιστές. Αν η πολιτική του Τραμπ πετύχει στο να δυναμώσει εγχώρια τον αμερικανικό καπιταλισμό, αυτό αποκλείεται να μην εκφραστεί με νέες εξωχώριες εξορμήσεις του. 

Το ότι και η πολιτική της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης» και η πολιτική της επιστροφής στον εθνικό προστατευτισμό είναι εξίσου αντιδραστικές δεν σημαίνει ότι είμαστε αδιάφοροι για τη μεταξύ τους σύγκρουση ή ότι κρατάμε ίσες αποστάσεις. Γιατί αυτή η σύγκρουση δεν περιορίζεται μέσα στις άρχουσες τάξεις· διαχέεται σε όλη την κοινωνία, διατρέχει όλες τις κοινωνικές τάξεις και όλες τις ιστορικές πολιτικές παρατάξεις (δεξιά, κέντρο, αριστερά), διαμορφώνει εδώ και τώρα τον συσχετισμό, το πεδίο της πάλης. Δύο παραδείγματα: η υποστήριξη της «πράσινης μετάβασης», των «ανοιχτών συνόρων» και της «ενωμένης Ευρώπης» από την πλειοψηφία, δυστυχώς, της ευρωπαϊκής αριστεράς την αποδυνάμωσε τελείως, την έκανε να φαίνεται προδοτική στα μάτια των ευρύτατων λαϊκών στρωμάτων που πλήττονται από αυτές τις πολιτικές και αποδόμησε τα ιστορικά εργατικά κινήματα. Η ήττα λοιπόν αυτών των αντιλήψεων, ακόμα και σε αστικό πλαίσιο κατ’ αρχάς, ξανανοίγει μια αντιπαράθεση στην οποία το εργατικό κίνημα και η αριστερά μπορούν να τοποθετηθούν από καλύτερες θέσεις. Ομοίως, η αποτυχία των «ανοιχτών αγορών», όπου τα πάντα είναι ιδιωτικοποιημένα και χρηματιστηριοποιημένα, ξανανοίγει την κουβέντα για τα δημόσια αγαθά και τις δημόσιες υπηρεσίες ή για την προτεραιότητα της δημοκρατίας έναντι της «αγοράς». 

Γι’ αυτό σε αυτή τη φάση, χωρίς να ενθαρρύνουμε αυταπάτες για την άλλη αστική πολιτική, στρέφουμε τα κύρια πυρά μας ενάντια στη «νεοφιλελεύθερη» πολιτική και τις αντίστοιχες δυνάμεις. Γιατί είναι αυτές οι δυνάμεις που έχουν καταφέρει τα χειρότερα χτυπήματα εις βάρος των εργατικών τάξεων και λαών αλλά και εις βάρος της οργανωμένης πρωτοπορίας. Και γιατί είναι η ήττα αυτής της πολιτικής που θα φέρει σε μεγαλύτερη πολιτική κρίση το σύστημα και θα ανοίξει δρόμους για να προωθηθούν οι διεκδικήσεις και οι θέσεις του δικού μας ταξικού στρατοπέδου. Δηλαδή, θα δημιουργήσει ευκαιρίες τις οποίες μπορούν και οφείλουν να εκμεταλλευθούν οι εργατικές τάξεις και τα καταπιεζόμενα στρώματα για να οργανωθούν και να αγωνιστούν. Φυσικά, επειδή η πάλη, η κάθε είδους πάλη, είναι κάτι το δυναμικό, κάτι το ζωντανό, είμαστε ανοιχτοί σε κάθε αναπροσαρμογή που μπορεί να απαιτηθεί από την ίδια την εξέλιξη των πραγμάτων. 

 

5. Ξαναγυρίζοντας τώρα στην τρέχουσα εσωτερική πολιτική κατάσταση, ως Κομμουνιστική-Τροτσκιστική Ένωση ξεκαθαρίσαμε έγκαιρα ότι: το καθεστώς Μητσοτάκη δεν είναι μια ακόμα αντιδραστική μνημονιακή κυβέρνηση· αλλά αντιπροσωπεύει μια συνολικότερη προσπάθεια να σαρωθούν οι εναπομείνασες κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης και να ριζώσουν στην κοινωνία αλλά και θεσμικά οι πιο αγριανθρωπικές και ατομικιστικές «ιδέες» του νεοφιλελευθερισμού. Ώστε να σβήσουν οι αγωνιστικές μνήμες του ελληνικού λαού, να αφαιρεθεί κάθε έδαφος δράσης για την οργανωμένη πρωτοπορία και να απαλλαγεί η μαφιόζικη-παρασιτική εγχώρια μεγαλοαστική τάξη από κάθε δυνητικό κοινωνικό κίνδυνο. Η κυβέρνηση αυτή πέτυχε όντως να επιβάλει μια σειρά από αντιλαϊκά-αντεργατικά και αντιδημοκρατικά μέτρα και να αφαιρέσει σημαντικές κατακτήσεις του ελληνικού λαού. Όμως, όπως δείχνουν οι τελευταίες εξελίξεις –και παρά το γεγονός ότι η ατομικοποίηση και ο κοινωνικός κανιβαλισμός έχουν ενισχυθεί– το καθεστώς αυτό δεν πέτυχε να επιφέρει τόσο βαθιές αντιδραστικές αλλαγές όσο θα ήθελε στη συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων.

Από την άλλη πλευρά, δεν τρέφουμε αυταπάτες ότι κάποιο από τα υπάρχοντα κοινοβουλευτικά κόμματα μπορεί να εκφράσει συνειδητά τη σημερινή αφύπνιση του ελληνικού λαού και να τραβήξει σε μια σύγκρουση με το καθεστώς. Το καθεστώς έχει διάδοχες κυβερνητικές λύσεις – ακόμα και με μια αλλαγή φρουράς και «διόρθωση» πολιτικής μέσα στο ίδιο το κυβερνητικό κόμμα. Ωστόσο, ο κατακερματισμός του πολιτικού σκηνικού είναι τέτοιος που δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί σύντομα η έρπουσα πολιτική κρίση. Αυτή είναι η καταλληλότερη περίοδος για να βγουν νέες αγωνιστικές δυνάμεις μέσα από τα σπλάχνα ιδίως των βαθιών λαϊκών στρωμάτων· και φυσικά να ενισχυθούν οι μικρές σήμερα πρωτοπόρες επαναστατικές δυνάμεις. Θα απαιτηθεί για αυτό επίπονη εργασία μέσα στο εργατικό, νεολαιίστικο και πλατύ λαϊκό κίνημα, θα χρειαστεί επίσης πολιτική τόλμη, επιμονή και ευελιξία, καθώς και η χρήση μιας σειράς ενιαιομετωπικών ή άλλων τακτικών. Εμείς οι αγωνιστές της Κομμουνιστικής-Τροτσκιστικής Ένωσης θα είμαστε στην πρώτη γραμμή αυτών των προσπαθειών, εμπλουτίζοντας το «οπλοστάσιό» μας μέσα από την ιστορική πάλη που δίνουν αυτή τη στιγμή στους δρόμους της χώρας μας εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι και νέοι.

 

15-3-2025

Η Κεντρική Επιτροπή της Κομμουνιστικής-Τροτσκιστικής Ένωσης (4η Διεθνής)