Σάββατο 24 Απριλίου 2021

ΑΝΟΙΧΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΜΕ ΜΕΤΡΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Βαρύτατες οι επιπτώσεις των κλειστών σχολείων για τους μαθητές αλλά και για το μορφωτικό επίπεδο της χώρας

 

Η αντικατάσταση της ζωντανής εκπαιδευτικής διαδικασίας από την
τηλεκπαίδευση έχει βαριές συνέπειες, τόσο από τη σκοπιά των 
μορφωτικών ανισοτήτων όσο και από τη σκοπιά της ψυχολογίας
και της κοινωνικοποίησης των μαθητών

Εδώ και περισσότερο από έναν χρόνο, με την εμφάνιση της επιδημίας του κορωνοϊού στη χώρα μας, τα σχολεία είναι ουσιαστικά κλειστά. Ειδικά τη φετινή σχολική χρονιά, με εξαίρεση τους δύο πρώτους μήνες του σχολικού έτους που τα σχολεία ήταν ανοιχτά, και τον ενάμιση μήνα λειτουργίας των δημοτικών και 10 ημερών των γυμνασίων μετά τα Χριστούγεννα, η διδασκαλία γίνεται –τρόπος του λέγειν– αποκλειστικά μέσω τηλεκπαίδευσης.

Η κατάσταση αυτή είναι τραγική. Η ζωντανή εκπαιδευτική διαδικασία είναι αναντικατάστατη. Η τηλεκπαίδευση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βασικό εργαλείο διδασκαλίας και κάλυψης της ύλης, δεν λαμβάνει υπόψη τις παιδαγωγικές ανάγκες και δυνατότητες των μαθητών, την ηλικία τους, τις ιδιαιτερότητές τους. Η εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης έχει οδηγήσει σε κατακόρυφη αύξηση τις μορφωτικές ανισότητες και τα μορφωτικά ελλείμματα. Υπάρχουν χιλιάδες μαθητές οι οποίοι δεν έχουν τα απαραίτητα τεχνικά μέσα ώστε να παρακολουθήσουν επαρκώς το «μάθημα», ενώ συνεχίζονται τα προβλήματα στις συνδέσεις, στην επικοινωνία κ.λπ. Ειδικά οι μαθητές που προέρχονται από χαμηλό κοινωνικό και μορφωτικό υπόβαθρο, καθώς και αυτοί με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, δεν μπορούν να ανταποκριθούν και έχουν ουσιαστικά πεταχτεί στον Καιάδα.  

Την ίδια στιγμή, η απουσία των μαθητών από τον φυσικό τους χώρο, το σχολείο, η απομόνωσή τους στα σπίτια τους, η απουσία καθημερινών επαφών με τους συνομηλίκους τους, η απουσία δραστηριοτήτων (αθλητικών, πολιτιστικών), σε συνδυασμό με την πολύωρη καθήλωση μπροστά σε μια οθόνη, έχει οδηγήσει σε τεράστιες επιπτώσεις στην ψυχολογία των παιδιών όλων των ηλικιών, αλλά και στην προσαρμογή σε μια πραγματικότητα ατομικισμού και μοναξιάς. Οι αρνητικές συνέπειες αυτής της κατάστασης θα φανούν ακόμα πιο έντονα στο μέλλον, όπως θα φανούν και οι συνέπειες των μορφωτικών ελλειμμάτων συνολικά στην ελληνική κοινωνία.

Η κυβέρνηση φέτος είχε να επιλέξει αν θα κρατήσει τα σχολεία ανοιχτά, παίρνοντας μέτρα για την ασφαλή λειτουργία τους, ή θα εφαρμόσει την τηλεκπαίδευση, που την υλοποίησε δοκιμαστικά πέρυσι. Επέλεξε το δεύτερο. Γι’ αυτό και άφησε τα σχολεία αθωράκιστα στην επιδημία. Η πολιτική αυτή επιλογή ήταν απολύτως συνειδητή, για να μη στηρίξει το δημόσιο σχολείο, για να χτυπήσει τα μορφωτικά δικαιώματα της νέας γενιάς, αλλά και για να εξυπηρετήσει άλλου είδους συμφέροντα (π.χ. εταιρειών όπως της Cisco, στην οποία έχει δοθεί η τηλεκπαίδευση).

Τώρα όμως που ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι, που τα λύκεια είναι ήδη πάνω από πέντε μήνες κλειστά, που σε δύο μήνες πρέπει να γίνουν οι πανελλαδικές εξετάσεις, προετοιμάζουν το άνοιγμά τους. Και το μόνο μέτρο που παίρνουν είναι τα υποχρεωτικά self tests! Δηλαδή πετάνε το μπαλάκι στην «ατομική ευθύνη» γονέων, μαθητών και εκπαιδευτικών, για να βγάλουν από πάνω τους τη δική τους κύρια ευθύνη για την εξέλιξη της επιδημίας και της μη λειτουργίας δια ζώσης των σχολείων! Είναι απίστευτοι!

Τα σχολεία είναι αδήριτη ανάγκη να ανοίξουν και θα πρέπει άμεσα να διασφαλιστούν όλοι οι όροι και οι προϋποθέσεις για την υγειονομική προστασία μαθητών και εκπαιδευτικών. Όπως ήδη ζητούν τα εκπαιδευτικά σωματεία, θα πρέπει εδώ και τώρα: να μειωθούν οι μαθητές στους 15 ανά τμήμα και να αξιοποιηθούν οι διαθέσιμες αίθουσες των σχολείων και άλλοι χώροι (π.χ. δήμων), να γίνουν διορισμοί εκπαιδευτικών, σχολικών νοσηλευτών, καθαριστριών, να αυξηθεί η χρηματοδότηση των σχολείων για την κάλυψη των αναγκών (υλικά καθαριότητας κ.λπ.), να δοθούν άδειες σε όλους τους εκπαιδευτικούς που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες, να μη γίνουν προαγωγικές εξετάσεις σε λύκεια και γυμνάσια. Να πραγματοποιούνται μαζικά και επαναλαμβανόμενα τεστ σε εκπαιδευτικούς και μαθητές και να γίνεται σωστή επιδημιολογική επιτήρηση, να συνδεθούν τα σχολεία με τις μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Λύσεις υπάρχουν.

 

Μ. Σάκος