Παρασκευή 2 Απριλίου 2021

«Η πολιτική οικονομία του παγκόσμιου αντιτσιγγάνικου απαρτχάιντ» του Δημήτρη Ντούσα: Ένα βιβλίο-σταθμός στην κατανόηση της κοινωνικής θέσης των Rom στον κόσμο

 

Παρουσίαση από τον Ιωάννη Νικολάου-Μπράζιο

 

Στα χρονικά της βιβλιογραφίας, το εγχείρημα της μελέτης κοινωνικών ομάδων που έχουν βρεθεί στο περιθώριο θεωρείται ταυτόχρονα δύσκολο και αξιέπαινο. Πόσω μάλλον δε όταν μιλάμε για την πλέον περιθωριοποιημένη και εξαθλιωμένη ομάδα, εκείνη των Rom. Αυτό λοιπόν το εγχείρημα επανέλαβε με το Η πολιτική οικονομία του παγκόσμιου αντιτσιγγάνικου απαρτχάιντ (εκδόσεις ΚΨΜ, 2020) ο Δημήτρης Ντούσας, για 3η φορά, έπειτα από τα βιβλία: 1) Rom και φυλετικές διακρίσεις, 2) Rom και μουσικοχορευτικός κόσμος, 3) Η τέχνη των Τσιγγάνων της Ελλάδας και του κόσμου.

Όπως είναι αναμενόμενο, καθένα από τα προαναφερθέντα βιβλία επικεντρώνεται σε ξεχωριστούς τομείς της τσιγγάνικης ζωής και ιστορίας, με το τελευταίο να καταπιάνεται με «τα ιστορικά αίτια της ξεχωριστής φυλετικής ανάπτυξης των Rom και τις διεθνείς προοπτικές τους», όπως μας φανερώνει ο υπότιτλος του βιβλίου.

Σκοπός του βιβλίου είναι: «Nα πληροφορηθεί η εργατική τάξη της χώρας, της Ευρώπης και του κόσμου όλου τις συνθήκες ζωής των Τσιγγάνων, τις ταξικές και φυλετικές διακρίσεις που υφίστανται και ενωμένη σε κοινά πολιτιστικά, εργατικά και πολιτικά σωματεία να αγωνιστεί για τη χειραφέτησή της από την ταξική σκλαβιά του κεφαλαίου» (σελ. 20).

Το παραπάνω εγχείρημα ξεδιπλώνεται στα 10 κύρια μέρη του βιβλίου, τα οποία ακολουθούν την ιστορική γραμμή. Από το μακρινό παρελθόν των Ντομ (πρόγονων των Rom) στην κεντρική Ινδία μέχρι το σήμερα και το εν δυνάμει μέλλον. Πριν όμως δούμε περιληπτικά τα 10 αυτά μέρη, πρέπει να τονιστεί η φιλοσοφική προσέγγιση του όλου ζητήματος, που δεν είναι άλλη από την «υλιστική διαλεκτική μέθοδο», που «διχοτομεί το ενιαίο σε αλληλοαποκλειόμενες αντιθέσεις και αναζητεί τη γνώση των αμοιβαίων τους σχέσεων. Και η βασική ταυτότητα των αντιθέσεων είναι η πάλη των τάξεων» (σελ 23). Η μέθοδος αυτή αναγνωρίζει την υλική βάση του αντιτσιγγανισμού στον χωροχρόνο, στις οικονομικές συνθήκες, ως τελικά καθοριστικές, καθώς και στους γενικούς νόμους που διέπουν την ιστορική εξέλιξη (ανισομερής αλλά συνδυασμένη ανάπτυξη των διαφόρων μερών, νόμος της αξίας, νόμος της αναντιστοιχίας ανάμεσο στο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, νόμος της καπιταλιστικής συσσώρευσης και νόμος της πάλης των τάξεων), όπως αυτοί περιγράφονται στις σελίδες 36-38 του βιβλίου. Το κλειδί λοιπόν της ανάπτυξης των τσιγγάνικων «κοινοτήτων» είναι οι παραγωγικές τους δυνάμεις στο πέρασμα του χρόνου. Ας δούμε πώς αυτές εξελίχθηκαν.

 Στο 1ο μέρος, «Οι απόκληρες κάστες των Τσιγγάνων της αρχαίας Ινδίας (10ος αι. π.Χ.-8ος αι. μ.Χ.) – Οι ιστορικές ρίζες της υπανάπτυξής τους», εξετάζεται η ιστορική εμφάνιση των προγόνων των Τσιγγάνων (Ντομ) στην κεντρική Ινδία, μια περιοχή όπου συνέβησαν αρκετές ανακατατάξεις-κατακτήσεις. Την περίοδο αυτή, όπως μας πληροφορούν οι ιστορικοί Χάμζα και Φιρντούσι, οι Ντομ εργάζονται ως μουσικοί, μάντεις, μάγοι, ζητιάνοι, καλαθοποιοί, σιδεράδες, έμποροι, ξυλουργοί, εκπαιδευτές ζώων κ.ά. Ωστόσο, δεν ασχολούνται με τη μόνιμη καλλιέργεια της γης, διότι δεν είναι ιδιοκτήτες της. Η περιστασιακή λοιπόν εργασία τους στους τομείς της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, στο πλαίσιο πάντα του νομαδισμού, η μη συστηματική εργασία τους στη γη, σημειώνει τον πρώτο μεγάλο καταμερισμό εργασίας και θέτει τα θεμέλια της εκμετάλλευσης, όπως θα δούμε αργότερα. Παράλληλα, αν και το τοπίο είναι κάπως συγκεχυμένο όσον αφορά τα ιστορικά αίτια, είναι βέβαιο ότι οι Ντομ έμειναν εκτός κάστας. Είχαν δηλαδή τη χειρότερη δυνατή θέση στο καστικό σύστημα την Ινδίας. Δεν είχαν ιδιοκτησία, δικαιώματα ή διαπραγματευτική δύναμη, αποτελώντας έτσι αυτό που στην αρχαιότητα, πολύ γλαφυρά, έλεγαν «ομιλούντα εργαλεία». Υπήρξαν λοιπόν αντικείμενο εκμετάλλευσης, περιθωριοποίησης και χλεύης, εξαιτίας όσων αναφέρθηκαν αλλά και των άνομων πράξεων που αναγκάζονταν, στην προσπάθειά τους να ασκήσουν το φυσικό δικαίωμά τους στη ζωή, να διαπράξουν. Αξίζει, κλείνοντας αυτό το μέρος, να σημειώσουμε ότι οι Ντομ δεν ανήκαν στο βαθιά εδραιωμένο σύστημα επαγγελματικής οργάνωσης των συντεχνιών, αλλά συσπειρώνονταν γύρω από τη φάρα και το γένος, γεγονός που βάθυνε ακόμη περισσότερο την περιθωριοποίησή τους.

 Στο 2ο μέρος, «Οι Τσιγγάνοι κάτω από τον ασιατικό τρόπο παραγωγής (5ος-19ος αι. μ.Χ.) – Το εργασιακό απαρτχάιντ», μεταφερόμαστε δυτικά, στη Μέση Ανατολή, και από το καστικό σύστημα στον ασιατικό τρόπο παραγωγής. Για λόγους συνάφειας, να σημειώσουμε ότι ο τρόπο αυτός παραγωγής «μοιάζει» με τον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής, ωστόσο το «κέντρο» δεν αποτελεί η ύπαιθρος αλλά η πόλη. Η εποχή αυτή σημαδεύεται από την περσική αρχικά, και ύστερα αραβική-ισλαμική ενοποίηση της Μέσης Ανατολής. Στα στρατιωτικά, δεσποτικά αυτά καθεστώτα οι Τσιγγάνοι, άλλοτε ως εργάτες, άλλοτε ως έμποροι και άλλοτε ακόμη και ως στρατιώτες, εξόπλιζαν την πολεμική μηχανή γύρω από την οποία έτσι και αλλιώς η ζωή κινούνταν. Πέρα από αυτά, εργάζονται και ως ραφτάδες, υπηρέτες, μάγειροι, πεταλωτές, οπλουργοί, βαστάζοι και φυσικά εργάτες γης. Κοινά στοιχεία με την προηγούμενη περίοδο αποτελούν: η οργάνωση τους στη φάρα και το γένος, ο νομαδισμός, η ενασχόληση με τη μουσική και τη διασκέδαση των αρχουσών τάξεων και, φυσικά, η ανυπαρξία ιδιοκτησίας γης και η περιορισμένη ενασχόληση με αυτή – σε μια εποχή όπου κυριαρχεί η καλλιέργειά της. Στα δεινά τους έρχεται να προστεθεί η άγνοια των πνευματικών εξελίξεων που συντελούνταν σε διάφορους τομείς. Να θυμίσουμε ότι οι Άραβες καινοτόμησαν σε μια σειρά επιστήμες, όπως η άλγεβρα, η χημεία, η αστρονομία, ενώ επίσης στους πνευματικούς κόλπους είχε εισχωρήσει πλέον η αρχαιοελληνική σκέψη και ο φιλόσοφος Αριστοτέλης.

 Το 3ο μέρος, «Οι κάστες των Rom κάτω από τον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής των Βαλκανίων (9ος-15ος αι. μ.Χ.) – Τα αίτια του αρχέγονου “χριστιανικού” αντιτσιγγανισμού», μας μεταφέρει σε έναν κόσμο πιο οικείο, πιο γνωστό από τους προηγούμενους: στον βυζαντινό κόσμο, όπου οι Rom διείσδυσαν μέσω μετανάστευσης ή της κατάκτησης εδαφών από τους Βυζαντινούς (π.χ. Αρμενίας). Κουβαλώντας τον φτωχό καταμερισμό εργασίας τους, ασκούσαν όποια επαγγέλματα μπορούσαν και χρειάζονταν οι κοινωνίες. Στις γραπτές πηγές τούς συναντάμε ως δούλους, δουλοπάροικους, που πωλούνται, αγοράζονται και υφίστανται την απόλυτη εκμετάλλευση στα μοναστήρια-φέουδα της εποχής (σελ 100-102). Το Βυζάντιο και ο φεουδαρχικός τρόπος παραγωγής χρειάζονταν εργατικά χέρια, οπότε οι νεοεισηγμένοι Τσιγγάνοι ήταν τα πρώτα θύματα της σκλαβοποίησης και δουλοπαροικιοποίησης που ξεκίνησε. Ωστόσο, κάποιοι κατάφεραν να ξεφύγουν από τη μοίρα αυτή και να ασκήσουν τεχνικά επαγγέλματα, όπως αυτά του σιδηρουργού, κοσκινοποιού, καλαθοποιού, του χαλκωματά, πεταλωτή, υποδηματοποιού και άλλα. Αυτοί είχαν πράγματι μια καλύτερη τύχη. Εξέχουσα θέση κατέχει το επάγγελμα του σιδηρουργού, ο οποίος κρίνεται απόλυτα αναγκαίος για το κάθε χωριό. Κάθε χωριό ήθελε τον δικό του Τσιγγάνο σιδηρουργό. Στη βιβλιογραφία, μάλιστα, έχουν μείνει γνωστοί οι συνοικισμοί σιδηρουργών της Μεθώνης και την Ζακύνθου (σελ. 104). Σε αυτό το σχετικά ευνοϊκό πλαίσιο μπόρεσαν λοιπόν ορισμένοι να ενταχθούν στη βυζαντινή κοινωνία. Όμως, οι Βυζαντινοί, βλέποντας την τεράστια εξέλιξη και δύναμη των σιδηρουργών, προσπάθησαν να τους δουλοπαροικιοποιήσουν. Όσοι γλύτωσαν είχαν να ανταγωνιστούν την αναπτυσσόμενη βιοτεχνία και τις συντεχνίες της πρωτεύουσας του πλουσιότερου κράτους της Γης. Φυσικά, άνθησε και το εξωπαραγωγικό κομμάτι της εργασίας (μαντεία, μαγεία, γήτευση ζώων, ακροβασία), μιας και ο βυζαντινός κόσμος χαρακτηρίζεται από τη δεισιδαιμονία. Επιπρόσθετα, μελετάται στο συγκεκριμένο μέρος και η ενδοτσιγγάνικη εργασία, όπου ανθούν οι έμποροι και οι μουσικοί.

Τέλος, αποκαλύπτονται οι ρίζες των όρων «Τσιγγάνοι» και «Γύφτοι». Ας σταθούμε λίγο. Στη Βυζαντινή αυτοκρατορία υπήρχε μια αίρεση, οι Αθίγγανοι, από το στερητικό α και το ρήμα θιγγάνω [= ακουμπώ, αγγίζω ελαφρά, είμαι κοντά]» (σελ. 121), οι οποίοι αναγνώριζαν «τον βιβλικό βασιλέα της Ιερουσαλήμ Μελχισεδέκ ως δύναμη ανώτερη από τον Ιησού». Αυτοί χαρακτηρίζονταν ως μάντεις και μάγοι. Το ίδιο και κάποιες ομάδες Rom. Έτσι «δέχτηκαν σφοδρή ιδεολογική και κοινωνική επίθεση από όλα τα κλιμάκια του κλήρου. Τους ονόμαζαν και αυτούς Αθίγγανους, δηλαδή άθικτους, και καλούσαν τον λαό να τους απομονώνει και να τους αποστρέφεται» (σελ. 121). Κάπως έτσι, οι Αθίγγανοι έγιναν Ατσίγγανοι, Τσιγγάνοι. Όσον αφορά τον όρο «Γύφτοι», προέρχεται από τους Αιγύπτιους, που εκείνη την εποχή, αν οι Εβραίοι θεωρούνται σταυρωτές του Ιησού, εκείνοι θεωρούνται δημιουργοί των καρφιών, διότι επέστρεψαν στην ειδωλολατρία επί του Ιουλιανού του Παραβάτη. Επομένως, βλέπουμε ότι, εκτός των άλλων προβλημάτων, οι Rom είχαν να κουβαλήσουν στις πλάτες τους τους δύο πιο αποτρόπαιους και αρνητικούς χαρακτηρισμούς της εποχής. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί δεν ήταν ούτε άδολοι, ούτε κατά λάθος αποδιδόμενοι, μιας και ουδεμία σχέση είχαν οι μελαμψοί Rom με τους λευκούς Αθίγγανους για να τους μπερδέψει κανείς. Ο στιγματισμός ήταν στοχευμένος και είχε υλικά αίτια. Ποια ήταν αυτά; Πρώτον, η απόλυτη εργασιακή εκμετάλλευσή τους με τη συναίνεση του λαού. Δεύτερον, η μετατροπή τους σε εξιλαστήρια θύματα για όλα τα σφαλερά της κοινωνίας. Και τρίτον, η μονομερής εκμετάλλευση της δεισιδαιμονίας από τον κλήρο.

Οι κοινωνικοί αποκλεισμοί, λοιπόν, αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ότι έχουν ταξικά αίτια και όχι φιλοσοφικά-ιδεολογικά αίτια (ή μάλλον καλύτερα τα τελευταία είναι πάντοτε προφάσεις).

 Το 4ο μέρος, «Οι παραγωγικές δυνάμεις των Τσιγγάνων στη Γηραιά Ήπειρο την περίοδο της μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό (15ος-18ος αι. μ.Χ.) – Οι παράγοντες που συντέλεσαν στην υπανάπτυξή τους», αναλύει τις παραγωγικές δυνάμεις των Rom στο πέρασμα από τον φεουδαρχικό στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής στην Ευρώπη. Το πέρασμα αυτό ήταν αν μη τι άλλο μακροχρόνιο, σταδιακό και όχι ανεπτυγμένο σε όλη την Ευρώπη, ωστόσο η σημασία αυτής της περιόδου, ως αρχής του καπιταλισμού, που μέχρι σήμερα αποτελεί τον βασικό τρόπο παραγωγής, είναι τεράστια. Η περίοδος αυτή είναι η περίοδος των μεγάλων φιλοσοφικών εκρήξεων, των επιστημονικών επαναστάσεων, της Αναγέννησης, του Διαφωτισμού, αλλά και η περίοδος της ληστρικής υφαρπαγής, της απαλλοτρίωσης των μικρών αγροτών. Το αναπτυσσόμενο κεφάλαιο χρειαζόταν γη και ένα προλεταριάτο για να κερδίζει από την υπερεργασία του. Με τις απαλλοτριώσεις πέτυχε και τα δύο. Βέβαια μπορεί οι Rom να μην κατείχαν γη –η πλειοψηφία τους–, αλλά είχαν μέσα μεταφοράς για να υφαρπάξει το κεφάλαιο. Όμως τα δεινά δεν σταματούν εδώ. Ίσα ίσα, τώρα ξεκινούν.

Είναι η εποχή όπου για πρώτη φορά συστηματοποιείται ο αντιτσιγγανισμός και παίρνει έννομη μορφή σε όλες τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Ο νομαδισμός απαγορεύεται, η επαιτεία, η μαντεία, η μαγεία και μια σειρά άλλα παραδοσιακά επαγγέλματά τους τίθενται εκτός νόμου. Το ίδιο και το εμπόριό τους, που ήταν και είναι πηγή δύναμης, πλουτισμού και ένταξης πολλών Rom στην κοινωνία. Στόχοι αυτών των νομοθεσιών ήταν: Πρώτον, να οδηγήσουν τους Τσιγγάνους σε μόνιμη εγκατάσταση (με σκοπό την ανάπτυξη της μανιφακτούρας). Δεύτερον, να τους μετατρέψουν σε παρανόμους και ως εκ τούτου να τους φυλακίσουν, αναγκάζοντάς τους να εργάζονται στα καταναγκαστικά έργα, να τους μετατρέψουν σε δούλους για τις γαλέρες, ώστε ως τέτοιοι να μεταφερθούν και στον Νέο Κόσμο, όπου φυσικά το κεφάλαιο για να εξαπλωθεί χρειαζόταν εργατικό δυναμικό.

Τέλος, ο αρχέγονος οργανισμός τους (φάρα-γένος), η πνευματική και επιστημονική άγνοια συνεχίζουν να υπάρχουν. Μάλιστα, ο καταμερισμός εργασίας, ενώ για το σύνολο της κοινωνίας μεγάλωνε, για αυτούς μίκραινε.

 Το 5ο μέρος, «Οι Ευρωπαίοι Τσιγγάνοι την περίοδο της πολιτικής εγκαθίδρυσης του καπιταλισμού ως τη σημερινή παγκοσμιοποίηση (19ος-21ος αι.) – Ο στενός καταμερισμός εργασίας τους ως αιτία και αποτέλεσμα των ταξικών και φυλετικών διακρίσεων», βρίσκει τον καπιταλισμό θεμελιωμένο σχεδόν σε όλη την Ευρώπη και τη μηχανή να κυριαρχεί στη γεωργική και βιομηχανική παραγωγή. Οι μηχανές βέβαια δεν αποτελούν έμψυχα όντα αλλά αντίθετα εργαλεία και γι’ αυτό όσα δεινά και αν «φέρνουν» δεν ευθύνονται τα ίδια αλλά ο τρόπος χρησιμοποίησής τους. Στον καπιταλιστικό κόσμο, ο σκοπός τους (δηλαδή ο σκοπός που τους αποδόθηκε), είναι η παραγωγή περισσότερης υπεραξίας, που την καρπώνονται λίγοι, η οπισθοδρόμηση των εργατικών δικαιωμάτων και κινητοποιήσεων και, πάνω από όλα, η αλλοτρίωση τόσο του εργαζομένου όσο και του κεφαλαιοκράτη.

Μέσα σε αυτό λοιπόν το γενικότερο πλαίσιο, οι Rom εργάτες γης και προλετάριοι ζουν την απόλυτη φτώχια και εξαθλίωση, που έζησαν λίγο πολύ και οι όμοιοί τους Μπαλαμέ, με τις φρικιαστικές συνθήκες υγιεινής, διατροφής και γενικότερα εργασίας, που εκφύλισαν γενιές ολόκληρες και εκτόξευσαν την παιδική θνησιμότητα στα ύψη (όλα αυτά περιγράφονται πολύ αναλυτικά στις σελ. 179-184). Παρόμοια δυστοπικές φαντάζουν και οι συνθήκες εργασίας και γενικότερα ζωής των αυτοαπασχολούμενων τεχνιτών που «ηττήθηκαν» κατά κράτος από τις μηχανές, ενώ καλύτερη τύχη φαίνεται να είχαν οι Rom έμποροι (ζώων, μικροαντικειμένων, αυτοκινήτων κ.ά.), μερικοί από τους οποίους μάλιστα πλούτισαν, ενσωματώθηκαν στην κοινωνία και σήμερα προσπαθούν να «αφυπνίσουν» την τσιγγάνικη συνείδηση, να πυροδοτήσουν τον εθνικισμό τους, για δικά τους φυσικά συμφέροντα.

Τέλος, την περίοδο αυτή, που φτάνει μέχρι τις μέρες μας, παρά τον ρατσισμό και το μίσος που τρέφει η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού για αυτούς, μερικοί κατάφεραν να γίνουν δικηγόροι, δάσκαλοι, επιστήμονες και ποιητές, αλλά δυστυχώς παραμένουν η συντριπτική μειονότητα σε ένα προέθνος που χαρακτηρίζεται από την επαιτεία, την ληστεία, την ανεργία και επαγγέλματα όπως η μαντεία, η μαγεία κλπ.

Στο 6ο μέρος, «Η φιλοσοφία του αντιτσιγγάνικου εργασιακού απαρτχάιντ στις κοινωνίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των ΕΠΑ και της Μέσης Ανατολής στην εποχή μας», αποκαλύπτεται ολόκληρο το πλέγμα των νομικών διακρίσεων εις βάρος των Τσιγγάνων και η κοινωνική τους θέση στην Ευρώπη, τις ΕΠΑ και τη Μέση Ανατολή.

Όσον αφορά τη γηραιά ήπειρο, στις σελ. 206-209 περιγράφονται οι ταξικές συγκρούσεις και οι διώξεις εις βάρος τους στη Μεγάλη Βρετανία, ενώ στις σελ. 210-216 η αθλιότητα και η οικονομική υπανάπτυξή τους στην Ισπανία. Στις σελ. 217-220 αναλύεται το ζήτημα της κατοικίας για τους (εδραίους, ημινομάδες και νομάδες) Τσιγγάνους. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στη χώρα των μεγάλων ανισοτήτων, των φυλετικών συγκρούσεων και της λογικής «ο φτωχός είναι άξιος της μοίρας του», οι Τσιγγάνοι βρίσκονται προφανώς στον αρνητικό πόλο της κοινωνίας. Ο στενός καταμερισμός εργασίας τους και ο νομαδισμός τους συνεχίζουν να υποβαθμίζουν την κοινωνική ομάδα των Rom, να μην τους επιτρέπουν να εργαστούν ο πρώτος και να λάβουν εκπαίδευση ο δεύτερος. Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί η έλλειψη ιδιοκτησίας και ως εκ τούτου ύπαρξης αστικής τάξης, που θα μπορούσε να διεκδικήσει δικαιώματα, όπως έπραξαν οι μαύροι, με αρχηγούς τους Martin Luther King και MalcolmX.

Σε αυτόν τον Δυτικό, «πολιτισμένο» κόσμο, έχει ξεπηδήσει εδώ και μερικές δεκαετίες ένας άλλος, νέος και πιο πονηρός τύπος αντιτσιγγανισμού, με τη μορφή του «φιλοτσιγγανισμού» και του «αντιρατσισμού», που σαν όροι μπορεί να ακούγονται ωραίοι, δίκαιοι, ελπιδοφόροι και ανθρωπιστικοί, εντούτοις στην πραγματικότητα είναι απλώς ένα προσωπείο του παλιού γνήσιου αντιτσιγγανισμού. Η φιλοσοφία τους είναι: «Να μην καταπιέσουν οι Τσιγγάνοι την ιδιαίτερη ταυτότητά τους ασκώντας κανονικά και σύγχρονα επαγγέλματα και στέλνοντας τα παιδιά τους στο σχολείο όπως οι άλλοι πολίτες» (σελ. 254), «να μην κάνουν συμβιβασμούς», «να εφαρμόζουν πιστά τον κώδικα γνησιότητας της φυλής τους». Και όλα αυτά όταν οι ίδιοι παράλληλα διακηρύττουν πως οι αξίες και το επίπεδο ζωής των Rom ευθύνονται για τις αδικίες που υφίστανται! Στην πραγματικότητα, οι τσιγγανολόγοι, πολιτικοί και φιλόσοφοι, υπερασπιστές αυτών των αντιλήψεων «ευνοούν τα αστικά κράτη, ώστε να μην πάρουν κανένα μέτρο για την οικονομική, κοινωνική, εκπαιδευτική, πολιτική ένταξη των Rom» (σελ. 255).

Εύκολα λοιπόν φανταζόμαστε, εφόσον αυτά τα τραγελαφικά συμβαίνουν στον Δυτικό, «πολιτισμένο» κόσμο, τι συνθήκες επικρατούν στα θεοκρατικά, οπισθοδρομικά και υπό συνεχή εξωτερική παρέμβαση κράτη της Μέσης Ανατολής.

Το 7ο μέρος, «Η πολιτική της χώρας του Οκτώβρη και των άλλων παραμορφωμένων εργατικών κρατών απέναντι στον εργασιακό αποκλεισμό των Rom (1917-1990) – Η καταστροφική πορεία κατά την καπιταλιστική παλινόρθωση (1991 έως και σήμερα)», αφού ξεκινά με μια σύντομη ιστορική αναφορά στα κράτη που επιχείρησαν «την έφοδο στον ουρανό» (Σοβιετική Ένωση, Πολωνία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία, Ουγγαρία κ.ά.), παραθέτει και ερευνά τα μέτρα που λήφθηκαν στην καθεμιά από αυτές τις χώρες και αφορούσαν την απαγόρευση-παύση του νομαδισμού, την εκπαιδευτική ένταξη των Rom, την έκδοση τσιγγάνικων βιβλίων-γλωσσαριών, μέχρι και τη διδασκαλία της ίδιας της τσιγγάνικης γλώσσας στα πανεπιστήμια.

Στη γραφειοκρατική Σοβιετική Ένωση, το εγχείρημα εγκαταλείφθηκε σχετικά γρήγορα (στο μεγαλύτερο μέρος του τουλάχιστον) όταν ανέλαβε ο Στάλιν και άρχισε τη βίαιη κολεκτιβοποίηση. Στις υπόλοιπες χώρες, όπου πραγματοποιήθηκε και διατηρήθηκε το εγχείρημα, τα αποτελέσματα ήταν εμφανή:

·      Αισθητή μείωση –αν και όχι παύση– του νομαδισμού.

·      Κατακόρυφη πτώση του αναλφαβητισμού.

·      Αύξηση των παιδιών που πήγαιναν στο σχολείο.

·      Ισότιμη για αρκετούς –δυστυχώς και πάλι όχι για όλους– με τους Μπαλαμέ εργασία.

Κορυφαίο παράδειγμα τέτοιων μέτρων αποτέλεσε η Βουλγαρία, η οποία είχε φτιάξει προπαρασκευαστικές τάξεις για τα παιδιά των Rom, ενώ η κινητοποίηση των εκπαιδευτικών στη συγκεκριμένη χώρα ήταν άνευ προηγουμένου. Πήγαιναν οι ίδιοι οι δάσκαλοι στα σπίτια των παιδιών και τα έφερναν στο σχολείο! Αξίζει να σημειωθεί ότι σε όσες χώρες μπήκε το ζήτημα της αναγνώρισης μειονότητας μάλλον επιδεινώθηκε το πρόβλημα παρά λύθηκε, καθώς η αναγνώριση αυτή δεν βελτίωσε την οικονομική τους θέση, ίσα ίσα τους περιθωριοποίησε ακόμη περισσότερο. Ο στόχος είναι η ένταξή τους στην ολότητα της κοινωνίας και όχι σε μια μειονότητα.

Οι θετικές αυτές εξελίξεις δεν κράτησαν για πάντα. Με την παλινόρθωση του καπιταλισμού, τα δικαιώματα που τους είχαν παραχωρηθεί ισοπεδώθηκαν, ενώ πυροδοτήθηκε ο εθνικισμός (παίζοντας μειονοτικά παιχνίδια στην πλάτη τους), με σκοπό να διαμελίσουν περαιτέρω τα εν λόγω κράτη. Οι Rom κατά την καπιταλιστική παλινόρθωση χαρακτηρίζονται ως «διανοητικά καθυστερημένοι» και γκετοποιούνται πλήρως. Με λίγα λόγια, ότι είχεν κερδίσει επί δεκαετίες, τα έχασαν «εν μία νυκτί».

 

Στο 8ο μέρος, «Η σημερινή φτώχεια των Τσιγγάνων του κόσμου – Τα οικονομικά, κοινωνικά, νομικά και πολιτικά αδιέξοδά τους μπροστά σε ένα διλημματικό και αβέβαιο μέλλον», παρουσιάζονται τόσο τα προβλήματα των διαφόρων τσιγγάνικων οργανώσεων, οι οποίες, εξαρτημένες από το κεφάλαιο και ταυτόχρονα λειτουργικά προβληματικές, χειραγωγούνται εύκολα, κινούνται σε λαθεμένους, εθνικιστικούς δρόμους και δεν κερδίζουν δικαιώματα , όσο και ο σημερινός «πλούτος»-φτώχεια των Τσιγγάνων του κόσμου. Αποτυπωμένα από τη στατιστική σκοπιά, τα στοιχεία είναι πλήρως αποθαρρυντικά. Το επίπεδο των κατοικιών, της διατροφής, της εκπαίδευσης είναι τραγικό. Το ίδιο και όσον αφορά την ενδογαμία, τις πατριαρχικές δομές και τη διπλή καταπίεση της Τσιγγάνας (αναλυτική περιγραφή στις σελ. 300-320). Πάνω σε αυτήν την αθλιότητα, «έρχονται να προστεθούν το κάπνισμα και ο αλκοολισμός», από μικρή ηλικία, «ως τρόποι φυγής από τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν», καθώς επίσης και η τεράστιας έκτασης παιδική εργασία. Στο ζήτημα αυτό, σε όσους απερίσκεπτα ή ξεδιάντροπα κατηγορούν τους γονείς των Rom παιδιών ή και γενικότερα τους γονείς των παιδιών που τα στέλνουν να δουλεύουν, ο συγγραφέας απαντά ότι ο καπιταλιστής είναι «ο πραγματικός εκμεταλλευτής της εργασίας των τσιγγανόπουλων, αλλά και όλων των παιδιών που εργάζονται», μιας και «σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, το 1/4 της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας οφείλεται στην παιδική εργασία».

 

Στο προτελευταίο μέρος, «Οι προοπτικές των υπανάπτυκτων παραγωγικών δυνάμεων των Τσιγγάνων του κόσμου στον 21ο αι.: Κεφαλαιοκρατική ή σοσιαλιστική παγκοσμιοποίηση;», ο Δ. Ντούσας θέτει το ερώτημα: «Για την κεφαλαιοκρατία ή για τον κομμουνισμό;». Για να απαντήσει, παρουσιάζει τις τάσεις που φαίνεται ότι θα υπερισχύσουν στον καπιταλισμό του μέλλοντος. Οι τάσεις δείχνουν:

·      Διεύρυνση της εκμετάλλευσης.

·      Αύξηση συγκέντρωσης κεφαλαίων σε λίγα χέρια και έλεγχος ολόκληρων κρατών από αυτά.

·      Άκρατη μετανάστευση (βλ. το έργο του Μαρξισμός και σύγχρονη μετανάστευση).

·      Διάλυση εθνοτήτων, και άλλα δυσοίωνα πράγματα.

Από την άλλη πλευρά, για να υπερισχύσει ο δρόμος της επανάστασης ΚΑΙ στην πράξη, πρέπει:

·      Να ενισχυθούν οι εργατικές ενώσεις.

·      Να φτιαχτεί ενιαίο μέτωπο Rom και Μπαλαμέ.

·      Να υπάρξει ιδεολογικός, πολιτικός, κοινωνικός και φιλοσοφικός αγώνας. Αγώνας σε όλα τα επίπεδα!

Πέρα όμως από τους δύο πόλους, ο ίδιος παρουσιάζει και ένα μεταβατικό, κολοσσιαίο πρόγραμμα 100ετίας, μέσα στα καπιταλιστικά πλαίσια, ώστε να εξαλειφθεί το χάσμα που έχει δημιουργηθεί. Θα μπορούσαμε να συμπυκνώσουμε τις προτάσεις του στις εξής θέσεις:

·      Πολιτογράφηση των Rom.

·      Εκπαιδευτική-επαγγελματική ειδίκευση (ίδρυση σχολείων, έκδοση βιβλίων).

·      Αντιμετώπιση της ανεργίας.

·      Ελάχιστο εισόδημα.

·      Αξιοπρεπείς κατοικίες μέσω απαλλοτρίωσης εκκλησιαστικών γαιών.

·      Αύξηση γενικότερου πλούτου.

 

Το 10ο και τελευταίο μέρος του βιβλίου χωρίζεται σε δύο παραρτήματα. Το πρώτο αποτελείται από ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον και χρηστικό «Γλωσσάρι οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών όρων σχετικά με τους Τσιγγάνους του κόσμου», που θα βοηθήσει κάθε αναγνώστη να αντιληφθεί καλύτερα μια σειρά από όρους που χρησιμοποιούνται στο βιβλίο καθώς και το κείμενο στο σύνολό του. Η αξία όμως του εν λόγω παραρτήματος δεν είναι μόνο αυτή, καθώς ο Δ. Ντούσας προβαίνει σε μια φιλοσοφική, θα έλεγα, προσέγγιση αυτών των όρων. Για παράδειγμα, όσον αφορά τους όρους «πανανθρώπινα δικαιώματα», «αντιρατσισμός» και «απαλλοτρίωση».

Στο δεύτερο παράρτημα, «Οι γλώσσες των Τσιγγάνων της Ελλάδας και του κόσμου», παρατίθεται η εισήγηση –με το εν λόγω θέμα– του Δ. Ντούσα στο γλωσσολογικό σεμινάριο της Λαϊκής Συνέλευσης Φιλαδέλφειας-Χαλκηδόνας. Το μέρος αυτό του βιβλίου είναι ίσως το πιο προσιτό στο ευρύ κοινό, καθώς ο συγγραφέας αναφέρεται στη θέση των Rom στην Ελλάδα και στις σχετικές προσωπικές του εμπειρίες, ενώ απαντά επίσης σε διάφορα ερωτήματα των ακροατών της εισήγησης, που πιθανότατα θα είναι και ερωτήματα των αναγνωστών του βιβλίου. Ανάμεσα στα άλλα σπουδαία ο συγγραφέας αναφέρει: «Η έρευνα που έκανα, φίλοι μου, και όχι τόσο η μελέτη με βοήθησε να τα ξεπεράσω όλα αυτά». Και λέγοντας «αυτά» εννοεί «το φορτίο της άγνοιας, της ημιμάθειας, της προκατάληψης, της διαστρέβλωσης και, βέβαια, όλο τον αντιτσιγγανισμό της κοινωνίας» (σελ. 389).

Με αυτά τα λόγια μάς θυμίζει ότι η πραγματική γνώση αποδεικνύεται στην πράξη και εκεί πρέπει να ψάχνουμε να τη βρούμε και όχι σε κούφιες και αντιδραστικές ιδέες.

 

Αντί επιλόγου, θα ήθελα μέσα από αυτό το κείμενο να ευχαριστήσω τον κ. Ντούσα για την τιμή που μου έκανε όταν μου πρότεινε να είμαι από τους πρώτους αναγνώστες και κριτικούς του βιβλίου αυτού. Θα ήθελα ακόμη να τον ευχαριστήσω για τις πολύχρονες προσπάθειες που καταβάλλει για τη φιλοσοφική και κοινωνική χειραφέτηση του ανθρώπου μέσω των συγγραμμάτων και της διδασκαλίας του. Τέλος, εύχομαι στους αναγνώστες του βιβλίου να μετατρέψουν τη σπίθα που θα ανάψει το βιβλίο μέσα τους σε φωτιά!

 

Καλή ανάγνωση!