Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

Από τη σκοπιά του μαρξισμού Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟΥ

 

Η πρώτη έκδοση του Κομμουνιστικού
Μανιφέστου (1948)
Το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» των Μαρξ-Ένγκελς ή αλλιώς «Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», όπως είναι το επίσημο όνομα του κειμένου, αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά και πολυδιαβασμένα έργα του κλασικού Μαρξισμού αλλά και της ιστορίας γενικότερα! Και δικαίως. Τόσο για την επιρροή που άσκησε και ασκεί στο εργατικό κίνημα (εδώ και 170 και πλέον χρόνια) όσο και εξαιτίας της εκπληκτικής του διαχρονικότητας. Οι διάφορες αντιλήψεις και κριτικές που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί, ότι δήθεν είναι έργο πολύ πρώιμο λόγω της νεαρής ηλικίας των Μαρξ και Ένγκελς όταν το συνέγραψαν (30 και 28 αντίστοιχα), ή ότι είναι υπεραισιόδοξο-υπερεπαναστατικό λόγω της φύσης του ως μανιφέστο, δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότερο λανθασμένες.

 Και αυτό διότι εμπεριέχει όλες τις βασικές έννοιες (έστω και σε πρωτόλεια μορφή) που θα ανέπτυσσαν αργότερα οι γενάρχες του Μαρξισμού και επίσης γιατί διατηρεί στις βασικές του γραμμές όλη του την αξία – αν όχι και περισσότερη, εξαιτίας της επιβεβαίωσης μιας σειρά θέσεών του. Τώρα παρουσιάζουμε μόνο τρία από έναν τεράστιο πλούτο ζητημάτων που θέτει, τα οποία πιστεύουμε ότι έχουν μια ιδιαίτερη σημασία σήμερα. 

 

Φρειδερίκος Ένγκελς - Κάρολος Μαρξισμού
Α. Η ποικιλία των σοσιαλιστικών θεωρήσεων – η ενότητα του κινήματος και της πρωτοπορίας του 

Οι Μαρξ και Ένγκελς στο 3ο κεφάλαιο, «Σοσιαλιστική και κομμουνιστική φιλολογία», κάνουν λόγο για 5 σοσιαλισμούς πλην του δικού τους. Συγκεκριμένα αναφέρονται στους: 1) Φεουδαρχικό, 2) Μικροαστικό, 3) Γερμανικό ή «Αληθινό», 4) Συντηρητικό-αστικό, και 5) Κριτικό-ουτοπικό σοσιαλισμό. Καθένας από αυτούς (πλην του τελευταίου) εξέφραζε ουσιαστικά τα συμφέροντα άλλων τάξεων και όχι της εργατικής. Η ηττημένη οικονομικά και πολιτικά φεουδαρχική τάξη χρησιμοποίησε τον 1ο στον εναπομείναντα φιλολογικό της πόλεμο απέναντι στην αστική τάξη, αφήνοντας τάχατες στην άκρη τα δικά της συμφέροντα και μιλώντας υπέρ της εργατικής τάξης. Στην πράξη βέβαια υποστήριζε την καταστολή της τελευταίας και απολάμβανε σιωπηλά ένα κομμάτι των κερδών της βιομηχανίας. Από την άλλη η μικροαστική τάξη χρησιμοποίησε τον 2ο και τον 3ο (παρά τις διαφορετικές τους ιστορικές αφετηρίες) για να προασπίσει τα συμφέροντά της στον αγώνα επιβίωσης που έδινε απέναντι στο ανταγωνισμό του μεγάλου κεφαλαίου. Με τη σειρά της, η αστική τάξη, επιθυμώντας κοινωνική ειρήνη και υποταγή της εργατικής τάξης, χρησιμοποίησε τον αστικό σοσιαλισμό για να τη χειραγωγήσει ιδεολογικά και να την πείσει πως όλοι οι πολιτικοί αγώνες είναι μάταιοι και μόνο μικρές διοικητικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδο. Τέτοιες είναι, για παράδειγμα, η «μείωση των δαπανών και η απλοποίηση του διοικητικού έργου της αστικής εξουσίας». Αυτή η ρητορική μπορεί να αποτυπωθεί στις εκφράσεις: «Ελεύθερο εμπόριο! – προς όφελος της εργατικής τάξης. Προστατευτικοί δασμοί! – προς όφελος της εργατικής τάξης». … «Ο σοσιαλισμός της αστικής τάξης συνοψίζεται στον ισχυρισμό ότι οι αστοί είναι αστοί – προς όφελος της εργατικής τάξης». Ιδού η πολιτική του «επιτελικού κράτους» και του νεοφιλελευθερισμού κοντά 180 χρόνια πριν!

Βλέπουμε λοιπόν πως η πολυδιάσπαση της αριστεράς και του σοσιαλισμού, με την ευρύτερη έννοια, δεν είναι κάτι το καινούργιο. Είναι μάλλον κάτι το δεδομένο, λόγω της κυριαρχίας της αστικής ιδεολογίας που πάντα διεισδύει και μέσα στο εργατικό κίνημα και την αριστερά. Εδώ μπορεί να εξαχθεί ένα πολύ χρήσιμο συμπέρασμα. Και αυτό είναι ότι δεν πάσχουμε κυρίως από τη διάσπαση της αριστεράς, ούτε είναι ωφέλιμη η ένωση κομμάτων που, ενώ αναφέρονται γενικά στην αριστερά ή τον σοσιαλισμό, εκπροσωπούν συμφέροντα της αστικής τάξης ή κομματιών της. Αυτό που ήταν και παραμένει αναγκαίο είναι η πραγματική και πρακτική ένωση στο εργατικό κίνημα των ανθρώπων που ζουν λιγότερο ή περισσότερο κάτω από κοινούς όρους και έχουν κοινά συμφέροντα. Και η συγκρότηση από μέρους της συνειδητής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης ενός μαρξιστικού κόμματος, και μάλιστα σε διεθνική βάση.

 

Β. Η μοναδικότητα του προλεταριάτου και της επανάστασής του

«Όσο αναπτύσσεται η αστική τάξη… τόσο αναπτύσσεται και το προλεταριάτο», γράφουν οι Μαρξ-Ένγκελς. Πράγματι, η ανάπτυξη του κεφαλαίου γέννησε τη σύγχρονη εργατική τάξη. Απέκλεισε τεχνίτες ή αγρότες από τη μικρή τους ιδιοκτησία, τους συγκέντρωσε στις πόλεις και από εκεί στα εργοστάσια, εξομοιώνοντας τις συνθήκες ζωής τους. Με το πέρασμα του χρόνου, τον ανταγωνισμό, τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, βύθισε ακόμα μεγαλύτερες μάζες ανθρώπων, ακόμα και πρώην μικροβιοτέχνες κ.λπ. στο προλεταριάτο. Έτσι δημιούργησε τη μεγαλύτερη οικονομική-κοινωνική τάξη που έχει δει ποτέ η ανθρωπότητα τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και ποσοστιαία. Η συντριπτική πλειοψηφία της ανθρωπότητας δεν κατέχει πλέον μέσα παραγωγής, ζει πάνω κάτω σε παρόμοιες οικονομικές συνθήκες, μέσα στην αβεβαιότητα και την αλλοτρίωση. Έτσι όμως η αστική τάξη, άθελά της, «γέννησε και τους νεκροθάφτες της», γιατί τη θέση των απομονωμένων εργατών έχουν πάρει πια οι συνενωμένοι και οργανωμένοι εργάτες, οι οποίοι δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα από αυτόν τον τρόπο παραγωγής και είναι αναγκασμένοι να τον ανατρέψουν αν θέλουν να ζήσουν ανθρώπινα. «Η κοινωνία δεν μπορεί πια να ζει υπό την αστική τάξη, η ύπαρξή της δεν συμβιβάζεται πια με την ύπαρξη της κοινωνίας». Και αυτό γιατί λόγω ακριβώς του αδυσώπητου ανταγωνισμού μεταξύ των κεφαλαιοκρατών, που γίνονται όλο και πιο λίγοι αναλογικά, η αστική τάξη «είναι υποχρεωμένη να τον αφήσει (σ.σ. τον προλετάριο) να βουλιάζει όλο και πιο πολύ». Για αυτόν τον λόγο η προλεταριακή επανάσταση, η πρώτη πραγματικά πλειοψηφική επανάσταση στην ιστορία, είναι αναπόδραστη. Το αποτέλεσμά της θα είναι η ανατροπή ολόκληρου του συστήματος παραγωγής , δείγματα των τριγμών του οποίου αποτελούν οι όλο και πιο βαθιές οικονομικές κρίσεις και οι πόλεμοι των τελευταίων ετών.

 

Γ. Η τακτική και η στρατηγική των κομμουνιστών

Για τους γενάρχες του Μαρξισμού οι κομμουνιστές «δεν έχουν συμφέροντα διαχωρισμένα από αυτά του προλεταριάτου». Η διαφορά τους είναι ότι έχουν «πληρέστερη κατανόηση των συνθηκών, της διαδρομής και των γενικών απώτερων αποτελεσμάτων του προλεταριακού κινήματος». Για αυτό γενικά «παλεύουν για την επίτευξη των άμεσων σκοπών, για την ισχυροποίηση των προσωρινών συμφερόντων της εργατικής τάξης· αλλά στο σημερινό κίνημα εκπροσωπούν επίσης και λαμβάνουν υπόψη το μέλλον του κινήματος αυτού». Πάνω σε αυτήν τη λογική οι κομμουνιστές συμμαχούσαν σε κάθε χώρα ξεχωριστά με τα κόμματα εκείνα που προωθούσαν αντικειμενικά τα συμφέροντα της πλειοψηφίας του λαού (είτε πρόκειται για οικονομικά, είτε για δημοκρατικά ή εθνικοαπελευθερωτικά συμφέροντα). «Κοντολογίς, οι κομμουνιστές υποστηρίζουν παντού κάθε επαναστατικό κίνημα ενάντια στην υπάρχουσα κοινωνική και πολιτική κατάσταση των πραγμάτων» και «προβάλλουν ως κύριο ζήτημα αυτό της ιδιοκτησίας, ανεξάρτητα από τη λιγότερο ή περισσότερο εξελιγμένη μορφή της». Και για αυτό διατηρούν το δικαίωμα να ασκούν κριτική και στη φρασεολογία και στις πολιτικές αυταπάτες αυτών των κομμάτων και δεν παραλείπουν «ούτε στιγμή να εμπνέουν στους εργάτες την κατά το δυνατόν διαυγέστερη αντίληψη της εχθρικής διάστασης ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο». Αυτή η πολιτική στάση αποτελεί για εμάς φωτεινό οδηγό ενός κομμουνιστικού κόμματος! Είναι στην πραγματικότητα η πολιτική των μετώπων του Λένιν και του Μεταβατικού Προγράμματος του Τρότσκυ σε πρώιμη μορφή. Τακτικά οφείλουμε να στηρίζουμε οτιδήποτε προοδευτικό για την πλειοψηφία του λαού και προωθητικό για την ταξική πάλη· και στρατηγικά να μην εγκαταλείπουμε τη βασική μας επιδίωξη, την επαναστατική ανατροπή του ιστορικά χρεοκοπημένου καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής. Αυτοί οι σκοποί βραχυπρόθεσμοι και μακροπρόθεσμοι πρέπει να συνδέονται διαλεκτικά!

 

Ιωάννης Νικολάου-Μπράζιος