Τετάρτη 2 Αυγούστου 2023

Αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα αλλά η διάθεση για αντίσταση μπορεί να ξαναγεννηθεί


Παίζοντας ουσιαστικά χωρίς αντίπαλο, ο Μητσοτάκης πέτυχε μια καθαρή νίκη στις διπλές εκλογές Μαΐου-Ιουνίου. Παρά τις όποιες «παροχές», η κύρια γραμμή της πολιτικής του θα είναι η ίδια: ιδιωτικοποιήσεις, ασυδοσία του μεγάλου κεφαλαίου, χτύπημα των δημοκρατικών δικαιωμάτων, μια ακόμα πιο ταξική παιδεία και υγεία. Οι πρωτοπόρες δυνάμεις οφείλουν να εργαστούν με επιμονή και υπομονή για την ανάταξη του ηθικού του εργαζόμενου λαού. Με ενότητα, οργάνωση και φρέσκες ιδέες, η διάθεση για αντίσταση μπορεί να ξαναγεννηθεί.

 

Οι νεοφιλελεύθεροι αυταπατώνται αν νομίζουν ότι η «ηγεμονία» που πέτυχαν με αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα θα κρατήσει για πάντα. Η αντίρροπη τάση θα εμφανιστεί, μεταξύ άλλων σαν αποτέλεσμα των αντιφάσεων της πολιτικής τους και της διεθνούς κατάστασης.

 

 

1. Οι διπλές εκλογές της 21ης Μαΐου-25ης Ιουνίου έδωσαν ένα αποτέλεσμα απολύτως αρνητικό για την εργατική μας τάξη, για τα καταπιεσμένα και εκμεταλλευόμενα στρώματα του λαού, για τον κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό στη χώρα μας. 

 Το πλέον αντιδημοκρατικό και αντεργατικό πολιτικό επιτελείο της άρχουσας τάξης εδώ και πολλές δεκαετίες, το επιτελείο Μητσοτάκη, κέρδισε με μια ιστορικών διαστάσεων διαφορά, που ξεπέρασε τις 22 μονάδες στις δεύτερες εκλογές. Θα έχει έτσι τη χρονική άνεση να συνεχίσει και να κλιμακώσει το μαύρο «μεταρρυθμιστικό» του πρόγραμμα. Δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες ως προς το ότι θα χτυπηθούν ακόμα πιο απροκάλυπτα: τα δημοκρατικά, εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα του ελληνικού λαού, ό,τι έχει απομείνει από δημόσια αγαθά και δημόσια περιουσία, και φυσικά οι απεργίες, οι διαδηλώσεις, οι κάθε είδους αγωνιστικές διεκδικήσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη πράξη της «νέας» κυβέρνησης ήταν η οριστική εκχώρηση των αστικών συγκοινωνιών Ανατολικής και Δυτικής Αττικής στους ιδιώτες. Επίσης, θα προωθηθεί η πλήρης ευθυγράμμιση της εκπαίδευσης, της υγείας, της δημόσιας διοίκησης με τις «φιλελεύθερες» (διάβαζε νεοσυντηρητικές) «αξίες» και τις επιδιώξεις των καπιταλιστικών ομίλων. 

Αν συνυπολογίσουμε βέβαια την αποχή, που αυξήθηκε πολύ στις εκλογές του Ιουνίου, ο Μητσοτάκης στην πραγματικότητα κέρδισε λιγότερο από το 1/3 των ψηφοφόρων, ενώ έχασε 140.000 ψήφους σε σχέση με τις εκλογές του 2019. Ωστόσο, και μόνο ότι κατάφερε, μετά από όλα αυτά που συνέβησαν μέσα στην τετραετία, να πάρει τον ίδιο αριθμό εδρών και να αποδομήσει τελείως την αξιωματική αντιπολίτευση (ΣΥΡΙΖΑ), τον καθιστά πολιτικά κυρίαρχο. Εξίσου σημαντικό, ο Μητσοτάκης έκλεισε τον δρόμο τυχόν αμφισβήτησής του από τους καραμανλικούς ή άλλες τάσεις μέσα στη Νέα Δημοκρατία, καθιστώντας τις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις ηγεμονικές και στη δεξιά αλλά και στο μεγαλύτερο κομμάτι του κέντρου. Το ερώτημα, βέβαια, είναι για πόσο θα διαρκέσει αυτή η ηγεμονία…

 Η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια διαδικασία που ουσιαστικά ξεκίνησε με την πλήρη παράδοσή του στους «δανειστές» το καλοκαίρι του ’15. Απλώς δεν φάνηκε σε όλη της την έκταση όσο ήταν ακόμα στην κυβέρνηση. Την τελευταία τετραετία δεν έκανε καμιά αντιπολίτευση στον Μητσοτάκη, ενώ απομακρύνθηκε ακόμα περισσότερο από τα λαϊκά στρώματα, σε μια προσπάθεια να αποσπάσει την υποστήριξη της αστικής τάξης. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τις αλλοπρόσαλλες θέσεις του σε βασικά ζητήματα (π.χ. μεταναστευτικό), την τραγική έλλειψη στελεχών και μια καταστροφική και ηττοπαθή εκλογική καμπάνια οδήγησαν το κόμμα αυτό σε σαρωτική ήττα. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μπει σε βαθιά και δομική κρίση, που επισφραγίστηκε και από την παραίτηση Τσίπρα, κρίση που δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα καταφέρει να ξεπεράσει. 

 Το ΠΑΣΟΚ είχε μια όχι ασήμαντη αύξηση των ψήφων και των ποσοστών του. Ωστόσο, η αύξηση ήρθε κυρίως από παλιές «πράσινες» περιοχές της περιφέρειας (Κρήτη, νησιά, Δυτική Ελλάδα). Στην Αττική το ΠΑΣΟΚ είναι 4ο κόμμα, πίσω από το ΚΚΕ. Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι το ΠΑΣΟΚ θα καταφέρει να καλύψει και πάλι τον χώρο του κέντρου. Σε αυτόν τον χώρο υπάρχουν μεσοαστικά στοιχεία, που έλκονται από τον Μητσοτάκη, αλλά και λαϊκός κόσμος, που δεν είναι εύκολο να εμπιστευθεί ξανά το ΠΑΣΟΚ. Γενικά, δεν βλέπουμε ότι μπορεί στο προσεχές μέλλον να ανασυσταθεί ο παραδοσιακός διπολισμός του ελληνικού πολιτικού συστήματος, που κατέρρευσε παταγωδώς σε αυτές τις εκλογές. 

 Η ενίσχυση του ΚΚΕ, που πήρε τελικά (αποτελέσματα εκλογών Ιουνίου) 2 μονάδες και 100.000 ψήφους παραπάνω από τις εκλογές του 2019, είναι ένα θετικό γεγονός. Δείχνει ότι τουλάχιστον το οργανωμένο κομμάτι της εργατικής τάξης δεν έχει πετάξει «λευκή πετσέτα» στον ταξικό αντίπαλο. Ωστόσο, η πολιτεία του ΚΚΕ όλα τα τελευταία χρόνια, και ιδίως την περίοδο του μνημονίου, δεν μας πείθει καθόλου ότι αυτή η αύξηση των δυνάμεών του θα μετασχηματιστεί σε «100% μαχητική αντιπολίτευση», όπως ισχυρίζεται το ίδιο.

 Η ενίσχυση της ακροδεξιάς, που κατάφερε να βάλει τρία κόμματα στη Βουλή, με συνολικό ποσοστό πάνω από 12%, σηματοδοτεί έναν ακόμη κίνδυνο για τα πραγματικά συμφέροντα του εργαζόμενου λαού. Η εξέλιξη αυτή απηχεί τη γενικότερη συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας και την απουσία μιας αξιόμαχης αριστερής και εργατικής-ταξικής αντιπολίτευσης. Το τελευταίο απελευθερώνει δυνάμεις για μια αντιπολίτευση από ακραία συντηρητικές-εθνικιστικές θέσεις. Ωστόσο, έχει αξία να σημειώσουμε ότι: α) τα τρία αυτά κόμματα της ακροδεξιάς («Σπαρτιάτες», ΝΙΚΗ, Ελληνική Λύση) δεν είναι το ίδιο πράγμα και δεν είναι σίγουρο ότι θα κινηθούν πολιτικά ως ενιαίο μέτωπο· β) το μεγάλο ποσοστό της ακροδεξιάς ακυρώνει σε έναν βαθμό και τη βασική προπαγάνδα του Μητσοτάκη, ότι ο κόσμος θέλει «κανονικότητα», κοινωνική ηρεμία, «ρεαλιστικές λύσεις στα προβλήματα» κ.λπ. 

 

2. Πιο γενικά τώρα, αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα οφείλεται: 

α) Στη συντηρητικοποίηση πλατιών στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας. Πρόκειται για μακρά διαδικασία με πολλές αιτίες (υποχώρηση του εργατικού κινήματος, δημογραφική συρρίκνωση, παρασιτικός χαρακτήρας της ελληνικής οικονομίας κ.ά.)· όμως κρίσιμη καμπή αυτής της διαδικασίας ήταν η ήττα του αντιμνημονιακού κινήματος και η αποδοχή του μνημονιακού πλαισίου ως θεμιτού, ή τουλάχιστον ως ενός υποχρεωτικού πλαισίου μέσα στο οποίο ούτως ή άλλως θα κινείται η χώρα. 

β) Στη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης μετά το τέλος της επιδημίας, λόγω της χαλάρωσης της δημοσιονομικής πολιτικής της Ε.Ε., που επέτρεψε να «πέσουν» στην αγορά δεκάδες δις ευρώ – σε συνδυασμό με μια όχι ασήμαντη αύξηση των επενδύσεων (κυρίως παρασιτικών βέβαια), την αύξηση των μισθών σε ορισμένους κλάδους λόγω έλλειψης εργατικού δυναμικού και τις κυβερνητικές ελεημοσύνες. Το επιτελείο Μητσοτάκη προτίμησε να εκτοξεύσει το δημόσιο χρέος παρά να ρισκάρει την πολιτική του επιβίωση. 

γ) Σε συνδυασμό με τα παραπάνω, ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου, έχοντας νωπή και την εμπειρία της απότομης φτωχοποίησης της προηγούμενης δεκαετίας, επέλεξε τη «σταθερότητα» και την ελπίδα (ή αυταπάτη) άμεσης βελτίωσης της οικονομικής του κατάστασης, από το να «ρισκάρει» με άλλα επιτελεία (βλ. ΣΥΡΙΖΑ) που δεν είχαν να παρουσιάσουν και κανένα συνεπές εναλλακτικό σχέδιο, οικονομικό ή σε επίπεδο διακυβέρνησης.

δ) Επί τέσσερα χρόνια δεν υπήρξε καμιά αντιπολίτευση μέσα στη Βουλή, και δυστυχώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν αμφισβητήθηκε σοβαρά ούτε στο πεζοδρόμιο. Οι αξιόλογοι εργατικοί και λαϊκοί αγώνες που είχαν και κάποια αποτελέσματα (ντελιβεράδες, COSCO, υγειονομικοί κατά της υποχρεωτικότητας, εκπαιδευτικοί-αξιολόγηση) ήταν η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. 

ε) Τεράστια συμβολή σε αυτό το αποτέλεσμα είχε όμως και η καθεστωτική διαχείριση της επιδημίας καθώς και η πλήρης υποταγή των «αριστερών» κομμάτων και των συνδικάτων σε αυτή. Για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλη κλίμακα, ο ελληνικός λαός εκπαιδεύθηκε στο να πειθαρχεί τυφλά ακόμα και σε εντελώς παράλογες κρατικές νόρμες και απαγορεύσεις. Να βάζει την «ασφάλεια» πάνω από τα δικαιώματα και τις ελευθερίες. Να μην ενοχλείται για τα αντιλαϊκά νομοσχέδια που πέρναγε σωρηδόν η κυβέρνηση, αφού τον είχαν τρομοκρατήσει για τη «ζωή» του. Να αποδέχεται τη στοχοποίηση χιλιάδων συνανθρώπων μας, οι οποίοι στερήθηκαν βασικά συνταγματικά τους δικαιώματα επειδή έκαναν μια άλλη επιλογή για την υγεία τους. Ο Μητσοτάκης, σε μεγάλο βαθμό, θέρισε στις κάλπες αυτό που είχε σπείρει με τη διαχείριση της επιδημίας. 

 

3. Τι πρέπει να κάνουμε τώρα; Κατ’ αρχάς δεν ωφελεί να πέσουμε σε καμιά απελπισία. Ο εργαζόμενος ελληνικός λαός έχει βρεθεί και άλλοτε σε καταστάσεις που έμοιαζαν αδιέξοδες ή απελπιστικές και πάντα κατάφερνε να βρει μέσα του τις δυνάμεις να προτάξει αντίσταση, να υπερασπιστεί την αξιοπρέπειά του. Αυτό μπορεί να γίνει και τώρα, αλλά χρειάζεται πολλή δουλειά, επιμονή και τόλμη. Χρειάζεται και καλύτερη κατανόηση των αλλαγών που έχουν συμβεί στην ελληνική κοινωνία και επικαιροποίηση των «εργαλείων» μας και των μεθόδων αντίστασης. Υπάρχουν εξωτερικοί παράγοντες που θα βοηθήσουν, αρκεί να είμαστε σε θέση να τους αξιοποιήσουμε. Η Ελλάδα δεν είναι μια απομονωμένη νησίδα. Στο διεθνές πλαίσιο δεν κυριαρχεί η προοπτική της «σταθερότητας», της απρόσκοπτης οικονομικής άνθησης και της κοινωνικής ηρεμίας. Το αντίθετο. 

Το βασικό αυτή τη στιγμή είναι να προετοιμαστούμε για να «υποδεχθούμε» τη νέα κυβέρνηση. Ενθαρρύνοντας τα πλέον συνειδητά και σκεπτόμενα κομμάτια του λαού και της εργατικής τάξης, συμβάλλοντας στην ανόρθωση του ηθικού τους. Προτάσσοντας, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν, νέα μέτωπα αντίστασης στις αντιδραστικές-αντιδημοκρατικές πολιτικές της άρχουσας τάξης και των νεοφιλελεύθερων οργάνων της. Με νέα συνθήματα, νέες τακτικές, με φρέσκες ηγεσίες, με κυρίαρχο το στοιχείο της ενότητας των εκμεταλλευόμενων. Ρίχνοντας όλο το βάρος στην οργάνωση, ώστε οι νέοι μας αγώνες να έχουν καλύτερα αποτελέσματα. 

Σε αυτή την πολύ δύσκολη συγκυρία που έχουμε μπροστά μας θα φανεί και ποιες είναι εκείνες οι δυνάμεις και εκείνες οι ιδέες που μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά στην αναγέννηση του εργατικού και λαϊκού μας κινήματος. Εμείς οι Κομμουνιστές-Τροτσκιστές, με τις μικρές μας δυνάμεις, δεσμευόμαστε ότι θα είμαστε στην πρώτη γραμμή αυτής της προσπάθειας.

 

6 Ιουλίου 2023

Η Συντακτική Επιτροπή