Τετάρτη 2 Αυγούστου 2023

Για την αφύπνιση της εργατικής μας τάξης

Ο σερβιτόρος στη Ρόδο που σέρβιρε, σχεδόν κολυμπώντας μέσα στη θάλασσα, πελάτες επάνω σε –παράνομες– πλωτές εξέδρες ήταν όχι μόνο μια εξοργιστική εικόνα αλλά και μια εικόνα ξεκάθαρης παρακμής. Όσο για τον αν ήταν ο ίδιος σύμφωνος και ικανοποιημένος, δικαιολογία που χρησιμοποίησε ο αρχαιολάτρης υπουργός Εργασίας Α. Γεωργιάδης για να μην κάνει απολύτως τίποτα, να του υπενθυμίσουμε ότι η εποχή της δουλείας έχει τελειώσει εδώ και αιώνες και ότι οι συνθήκες εργασίας καθορίζονται από το εργατικό δίκαιο και όχι από τη διάθεση του κάθε εργαζόμενου ξεχωριστά. Όσο για τους «πελάτες», ας πάνε αλλού να ικανοποιήσουν την αρρωστημένη εγωπάθειά τους και τη μιζέρια της ύπαρξής τους. 

Πριν από πολλά χρόνια, όταν οι πρώτοι επαναστάτες διαφωτιστές άρχισαν να έχουν δράση (σε μια εποχή που αυτή η δράση υπέρ των τότε εξαθλιωμένων εργατών μπορεί να σήμαινε και τον θάνατο), το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να δημιουργήσουν σχολεία για να μάθουν τους εργάτες και τις εργάτριες πρώτα να διαβάζουν και να γράφουν. Κατόπιν τους έκαναν μαθήματα Μαρξισμού, τους εξηγούσαν δηλαδή τη θέση τους στην παραγωγή, στην κοινωνία, τα δικαιώματά τους, πώς να τα διεκδικήσουν κτλ. Πάνω απ’ όλα, όμως, τους έδιναν το όραμα για μια άλλη κοινωνία και τους δίδασκαν τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης σε αυτή την ιστορική μετάβαση.

Στις μέρες μας δεν υφίσταται θέμα αναλφαβητισμού της εργατικής τάξης. Υπάρχει όμως θέμα ταξικού αναλφαβητισμού. Το να ξέρει ο νέος εργαζόμενος όχι μόνο σε ποια τάξη ανήκει, αλλά ακόμα και ότι η κοινωνία χωρίζεται σε τάξεις, είναι κάτι που δεν θα το μάθει από την αστική εκπαίδευση. Όπως δεν θα μάθει τι είναι εργασιακό δικαίωμα και πόσος κόπος και αγώνας χρειάστηκε για κερδηθεί, ή τι θα κάνει για να το διατηρήσει. Ή το πώς θα εξασφαλίσει με την εργασία του όχι μόνο τον βιοπορισμό του αλλά και την αξιοπρέπειά του και την ηθική του ικανοποίηση για τη χρησιμότητα αυτής της εργασίας – και όχι την απαξίωση και τον χλευασμό του κόπου του.

Αυτού του είδους την εκπαίδευση χρειάζεται να την κάνουν πρώτα απ’ όλα τα σωματεία,  αλλά και κάθε συνειδητός εργαζόμενος, όπου και να βρίσκεται και με όποιον τρόπο μπορεί. Όλοι όσοι πιστεύουν στη δύναμη της εργατικής τάξης έχουν χρέος να συνδέσουν τις νέες γενιές με τις αγωνιστικές παραδόσεις των προηγούμενων γενεών, ώστε να πιστέψουν στη δύναμη τους, ατομική και συλλογική. Να τους μάθουν να αγωνίζονται όχι μέσα από έναν στενό και αδιέξοδο ατομικισμό αλλά με ένα κοινωνικό όραμα που αντιστοιχεί στον δυναμισμό της ηλικίας τους. Έτσι μόνο αναπτύσσεται αυτοσεβασμός και αίσθηση πραγματικής αξιοπρέπειας του εργαζόμενου.

 

Μαρία Καράβολα