Το υπερ-τουριστικό μοντέλο εξαντλεί τους πόρους της χώρας, υπονομεύει την προοπτική της και προσφέρει κέρδη μόνο σε λίγους
Το αν φέρνει ανάπτυξη η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, και κυρίως σε ποιον, αντικατοπτρίζεται τα τελευταία χρόνια στις κινητοποιήσεις και τις πολλές διαμαρτυρίες των ντόπιων κατοίκων τουριστικών προορισμών, όπως Βαρκελώνη, Βενετία, Τενερίφη, Μάλαγα, αλλά και σε ελληνικά νησιά (π.χ. «κίνημα της πετσέτας»), όπου η επέλαση του υπερτουρισμού έχει καταβροχθίσει τα πάντα. Και παρόλο που η πανδημία κατέδειξε ότι η εξάρτηση από τον τουρισμό είναι καταστροφική για την οικονομία μιας χώρας και μόνο «βαριά βιομηχανία» δεν μπορεί να λογιστεί, ωστόσο στην Ελλάδα και σε πολλές περιοχές της υφηλίου η έμφαση στον τουρισμό συνεχίζεται αμείωτη.
Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, στον απόηχο της κατάρρευσης των τιμών των ακινήτων, το παγκόσμιο κεφάλαιο, για να τονώσει το real estate και γενικά την οικονομία, μετέτρεψε τον βιομηχανοποιημένο τουρισμό σε κεντρική αιχμή της «αρχιτεκτονικής» του. Πρώτον: ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού (UNWTO) με τον βαρύγδουπο τίτλο «Ο δρόμος για την ανάκαμψη» καλούσε όλες τις κυβερνήσεις να άρουν όλα τα μέτρα, γραφειοκρατικά και φορολογικά, που πιθανόν δυσκολεύουν την τουριστική ανάπτυξη. Δεύτερον: μέσα από το φαινόμενο του «καπιταλισμού της πλατφόρμας» και τις βραχυχρόνιες μισθώσεις σε ήδη υπάρχουσες υποδομές (ιδιωτικές κατοικίες), σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα οι τουριστικοί προορισμοί επεκτάθηκαν σε τόπους που μέχρι τότε ήταν εκτός τουριστικής ροής. Με αυτούς και άλλους τρόπους, ο υπερτουρισμός έγινε μάστιγα και στο πέρασμά του δεν αφήνει τίποτα όρθιο.
Οι συνέπειες είναι πολυποίκιλες:
– Μόλυνση και περιβαλλοντική υποβάθμιση λόγω της ραγδαίας αύξησης των αεροπορικών ταξιδιών, των κρουαζιερόπλοιων και της αυξανόμενης δόμησης τουριστικών εγκαταστάσεων. Απώλεια βιοποικιλότητας και αφανισμός σπάνιων ειδών. Τοπία μοναδικής ομορφιάς θάβονται στο μπετόν, παραλίες καταπατούνται ή παραδίδονται σε ιδιώτες τυχοδιώκτες.
– Εξάντληση φυσικών πόρων (νερού, ενέργειας, διαχείριση απορριμμάτων, αποχέτευση) λόγω της ασύμμετρης κατανάλωσης.
– Διάλυση του κοινωνικού ιστού, αύξηση στις τιμές των ενοικίων και τις τιμές της γης, με αποτέλεσμα να εκτοπίζονται οι ντόπιοι από τον τόπο τους και να μη βρίσκουν σπίτια για να μείνουν οι εκπαιδευτικοί.
– Υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου για τους ντόπιους και τους εργαζόμενους, μιας και τα εισοδήματα των εργαζομένων στον τουρισμό δεν μπορούν να ακολουθήσουν την ακρίβεια που εκτοξεύεται εξαιτίας του.
– Οι δομές υγείας, έτσι κι αλλιώς απαξιωμένες και υποστελεχωμένες, καλούνται να αντιμετωπίσουν τα πολλαπλάσια περιστατικά του καλοκαιριού.
– Χάνεται η γνώση των παραδοσιακών τοπικών τεχνικών, κάτι που σημαίνει πολιτισμική ισοπέδωση, και αλλοιώνεται η αρχιτεκτονική κουλτούρα των τουριστικών προορισμών.
Σε χώρες όπως η Ελλάδα, οι συνέπειες που επιφέρει η τουριστική μονοκαλλιέργεια και ο υπερτουρισμός είναι ακόμα πιο έντονες. Δημιουργούνται συνθήκες νεο-αποικισμού και μια «ανάπτυξη» με εργαζόμενους-γκαρσόνια και εργασιακές συνθήκες μεσαίωνα, φτωχή σε επίπεδα ειδίκευσης, δεξιοτήτων και καινοτομιών. Εν ολίγοις, όπως ειπώθηκε, «ο υπερτουρισμός καταστρέφει το ίδιο το αντικείμενο του πόθου του». Εξ ου και οι μειωμένες κρατήσεις φέτος σε νησιά (Μύκονο, Σαντορίνη, Ρόδο) που έχουν την πρωτοκαθεδρία στον τουρισμό.
Μια οργανωμένη έξοδος από τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού είναι επιτακτική ανάγκη του σήμερα. Να μπουν όρια στην τουριστική προσέλευση, ανάλογα με τις δυνατότητες κάθε περιοχής. Αυστηρά όρια σε δραστηριότητες τύπου Airbnb και στην έκδοση αδειών για ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, αγροτικής και βιομηχανικής, άνοιγμα εργοστασίων, ώστε να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας με αξιοπρεπείς εργασιακές συνθήκες και μισθούς.
Όσον αφορά τον τουρισμό, χρειαζόμαστε ένα τουριστικό μοντέλο που να σέβεται τον ντόπιο, τον εργαζόμενο, το περιβάλλον, τον πολιτισμό, την ιστορία κάθε περιοχής αλλά και τον ίδιο τον επισκέπτη.Που θα αναδεικνύει και θα σέβεται τις ιδιαιτερότητες κάθε τόπου. Και βέβαια, οι διακοπές και οι παραλίες δεν είναι μόνο για τους λίγους. Είναι αναφαίρετο δικαίωμα ζωτικής σημασίας για κάθε εργαζόμενο.
Όλγα Στεφανίδου