Η κυβέρνηση διακηρύσσει ότι
το 2018 θα είναι το έτος της «εξόδου από τα μνημόνια», αλλά με τις δεσμεύσεις
που έχει αναλάβει έναντι των «δανειστών», η «μετα-μνημονιακή φάση» δεν θα
διαφέρει ουσιαστικά από τη μνημονιακή. Μόνο με οργάνωση, συσπείρωση, τόλμη και
νέους αποφασιστικούς αγώνες θα πάρουμε πίσω τα δικαιώματά μας και θα
υπερασπιστούμε την επιβίωσή μας.
Η διάθεση για αντίσταση στην εργοδοτική
ασυδοσία αυξάνεται. Η πάλη για συλλογικές συμβάσεις, ενάντια στις κατασχέσεις
λαϊκής κατοικίας και ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις θα είναι μερικά από τα πιο
κρίσιμα μέτωπα της επόμενης περιόδου.
1. Το νέο
έτος 2018 ξεκινά με τη συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού λαού να αγωνιά για
την καθημερινή επιβίωση και να προβληματίζεται για το από πού και πώς θα
μπορούσε να προκύψει μια καλυτέρευση, ή τουλάχιστον η μη περαιτέρω επιδείνωση,
της ρημαγμένης από την κρίση και τα μνημόνια ζωής του. Αυτή η αφανής αλλά και
τόσο κρίσιμη διεργασία, που λαμβάνει χώρα μέσα σε κάθε λαϊκό νοικοκυριό,
συναντιέται εκ των πραγμάτων με τη δέσμευση της κυβέρνησης για «έξοδο από τα
μνημόνια» με το τέλος του φετινού καλοκαιριού.
Είναι προφανές ότι η
«μεταμνημονιακή φάση», που, ας το δεχτούμε, θα ξεκινήσει από τον Σεπτέμβριο του
2018, δεν θα διαφέρει ουσιαστικά από τη… μνημονιακή φάση. Κι αυτό για μια σειρά
λόγους: από τις συμφωνίες για την
εξυπηρέτηση του χρέους που έχουν υπογράψει οι μνημονιακές κυβερνήσεις (οι
οποίες δεσμεύουν τη χώρα για δεκαετίες), την
επιτήρηση από τις Βρυξέλλες (που καθόλου δεν θα χαλαρώσει), μέχρι το βασικότερο όλων, το ότι όλες οι
πολιτικές δυνάμεις της χώρας είναι δεμένες στα συμφέροντα των ξένων και ντόπιων
κεφαλαιοκρατών και στον «μονόδρομο» που αυτοί ορίζουν. Κεντρικό στοιχείο
αυτού του «μονόδρομου» παραμένει το
φόρτωμα της κρίσης και των αδιεξόδων του συστήματος στις πλάτες των εργατών και
των μικρομεσαίων.
2. Να
ξεκαθαρίσουμε κατ’ αρχάς το εξής. Το «OK» από
τους «δανειστές» για την έναρξη της «μεταμνημονιακής φάσης» δεν θα είναι χωρίς
όρους. Κι αυτό, πρώτον, για να συντηρηθεί η ατμόσφαιρα φόβου στον λαό ώστε να
μην ενθαρρυνθεί να διεκδικήσει αυτά που δικαιούται, και δεύτερον, για να έχει και η κυβέρνηση μια δικαιολογία
να αποκρούει κάθε είδους αιτήματα από διάφορα κοινωνικά στρώματα. Ωστόσο, δεν
προκύπτει από πουθενά και δεν πιστεύουμε ότι θα υπάρξει, σε αυτή τη φάση, νέο
μείζον δανειακό πρόγραμμα. Πρώτ’ απ’ όλα, το πολιτικό κλίμα στην Ευρώπη είναι
τελείως εχθρικό σε οποιαδήποτε νέα δανειακή «βοήθεια» προς οποιαδήποτε χώρα. Επιπλέον,
τα μέτρα για μετά την «έξοδο»… έχουν ψηφιστεί ήδη, και είναι η (νέα) μείωση
των συντάξεων και του αφορολόγητου από το 2019. Τέλος, το χτύπημα μισθών
και κατακτήσεων της εργατικής τάξης και η συσσώρευση νέου πλούτου από τη
λεηλασία των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων επαρκούν για να αρχίσει να δουλεύει και πάλι η καπιταλιστική μηχανή στη
χώρα μας. Ασφαλώς σε ένα χαμηλό επίπεδο, με την αύξηση του ΑΕΠ να εκτιμάται
περίπου στο 1,5% για τη χρονιά που πέρασε και λίγο πάνω από το 2% για το 2018.
Ακόμα ακόμα, είναι πολύ πιθανό, όπως σχεδιαζόταν και επί Σαμαρά, να υπάρξει και
η λεγόμενη «προληπτική γραμμή ρευστότητας».
Η εκτίμησή μας είναι ότι και
οι «δανειστές» θέλουν πλέον ο ελληνικός καπιταλισμός να αρχίσει να κάνει κάποια
βήματα μόνος του – στον βαθμό που οι ίδιοι έχουν σιγουρέψει την «προμήθειά»
τους έως και το 2060. Εδώ ακριβώς, όμως,
έρχεται το μεγάλο αδιέξοδο. «Δανειστές», κυβέρνηση, ΣΕΒ και άλλοι διακηρύσσουν
ότι η χώρα πρέπει να βαδίσει τώρα προς ένα
«νέο μοντέλο», με έμφαση στην προσέλκυση επενδύσεων, την «ανταγωνιστικότητα»
και τις εξαγωγές. Όμως, το μοντέλο πάνω στο οποίο ξέρει να δουλεύει ο
ελληνικός καπιταλισμός, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες, είναι κάτι αρκετά διαφορετικό: παρασιτισμός, γρήγορο κέρδος, έμφαση
στην εσωτερική κατανάλωση, διαπλεκόμενες με το κράτος μεγαλοαστικές ομάδες που
δεν εκτίθενται σε κανέναν ανταγωνισμό, προνομιακές σχέσεις με κεφάλαια εξ
ανατολών. Συν μια τεράστια μικροαστική τάξη αλλά και μια εργατική αριστοκρατία
που στήριζαν το σύστημα με αντάλλαγμα ορισμένα προνόμια και διασφαλίσεις.
Ένας τέτοιος καπιταλισμός, λοιπόν, πόσο εύκολα μπορεί
να περάσει σε ένα άλλο μοντέλο; Όταν
μάλιστα σε όλη την πορεία αυτής της «μετάβασης», η εσωτερική κοινωνική και
πολιτική κατάσταση θα πρέπει να παραμείνει ελεγχόμενη και η εξωτερική ευνοϊκή; Αλλά για ποιο «νέο μοντέλο» μιλάμε τελικά;
Η Ελλάδα έχει ξεφύγει ιστορικά από την
κατάσταση των χωρών που προσελκύουν ξένες επενδύσεις με θέλγητρο τη φθηνή και
υποταγμένη εργατική τους δύναμη – αν ήταν και ποτέ κάτι τέτοιο. Αν κάποιοι
νοσηροί αστικοί εγκέφαλοι έχουν ως πρότυπο χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ή της
Ασίας, να θυμίσουμε ότι αυτές υπήρξαν και συνεχίζουν να είναι πιο διεφθαρμένες
από την Ελλάδα και με πολύ πιο αυταρχικά πολιτικά συστήματα. Όσον αφορά το πώς
το βλέπει η κυβέρνηση, ορισμένες
κινήσεις όψιμου αστικού εκσυγχρονισμού (π.χ. καταπολέμηση της φοροδιαφυγής) και κοινωνικής ευαισθησίας προς τους πιο
εξαθλιωμένους δεν πείθουν κανέναν ότι μπορούν να δώσουν ένα άλλο,
«προοδευτικό», πρόσημο στη μνημονιακή στρατηγική.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, η προσπάθεια «αλλαγής
μοντέλου» της χώρας θα αποδειχθεί αδιέξοδη και θα συνεχίσει να τροφοδοτεί κοινωνικές
και πολιτικές αναταράξεις.
3. Ο μόνος
που μπορεί να «αλλάξει μοντέλο» σε αυτήν εδώ τη χώρα είναι η εργατική της τάξη.
Είναι, εξάλλου, η μόνη κοινωνική τάξη
που στη μεγάλη πλειοψηφία της δεν έχει να υπερασπιστεί τίποτα από το μοντέλο
που είχε αναπτύξει ο ελληνικός καπιταλισμός τις προηγούμενες δεκαετίες. Το
δικό της μοντέλο, όμως, θα κινείται στον αντίποδα εκείνου των «δανειστών» και
των μνημονιακών. Θα έχει ως επίκεντρο την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, η οποία μπορεί να διεξαχθεί μόνο στη βάση
ενός κεντρικού σχεδίου μεγάλων δημόσιων επενδύσεων, με εργατικό και λαϊκό
έλεγχο, με κρατικοποίηση των στρατηγικών τομέων της παραγωγής και δημιουργία
νέων. Μια παραγωγική ανασυγκρότηση που δεν θα υπηρετεί την «ανταγωνιστικότητα»
και την κερδοφορία του κεφαλαίου, αλλά τις πραγματικές ανάγκες του ελληνικού
λαού και τις μεγάλες δυνατότητες της χώρας. Τίποτα από αυτά δεν μπορεί να γίνει
με ένα τραπεζικό σύστημα ελεγχόμενο από ξένα funds και μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο της Ε.Ε. και της
διεθνούς τοκογλυφίας. Γι’ αυτό και η μη
πληρωμή του εξωτερικού χρέους, η κρατικοποίηση όλου του τραπεζικού συστήματος,
η έξοδος από τη ληστρική και αντιδραστική Ε.Ε. και η επιστροφή σε εθνικό
νόμισμα, είναι απαραίτητοι όροι για να πάρει η χώρα μας μια άλλη πορεία.
Έχουμε επίγνωση ότι ο δρόμος
μέχρι να μπορέσουμε να θέσουμε αυτή τη στρατηγική επί τάπητος είναι μακρύς και
δύσκολος. Αυτή τη στιγμή προέχει οι
εργαζόμενοι να εκμεταλλευθούν και την παραμικρή ευκαιρία συσπείρωσης των
δυνάμεών τους, ενίσχυσης της θέσης τους, αποσόβησης νέων αντιλαϊκών μέτρων και
διεκδίκησης κατακτήσεων, που έστω και στις σημερινές συνθήκες μπορούν να υπάρξουν.
Η κυβέρνηση, για πολλούς και
διάφορους λόγους, θα πιεστεί να κάνει ορισμένες συμβολικές παραχωρήσεις. Μεταξύ
άλλων, δεν πρέπει να αποκλείουμε επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, αλλά με
όρους και ασφαλιστικές δικλείδες για τους εργοδότες. Τέτοιες συμβολικές ή
υπονομευμένες «παραχωρήσεις», θεσμικού κυρίως χαρακτήρα, πρέπει να τις εκμεταλλευόμαστε στο έπακρο για να κινητοποιούμε την τάξη
μας και να απαιτούμε να γίνουν πραγματικές, ολοκληρωμένες και με υλικό
αντίκρισμα.
Πριν όμως φτάσουμε εκεί, επείγει
να απαντήσουμε στις επιθέσεις που βρίσκονται τώρα σε εξέλιξη. Από αυτές, οι πιο
κρίσιμες είναι: το 50%+1 για την κήρυξη
απεργίας (που είναι η αρχή και όχι το τέλος των περιορισμών στο απεργιακό
δικαίωμα), οι πλειστηριασμοί λαϊκών
σπιτιών και οι ιδιωτικοποιήσεις, ιδίως δε η περαιτέρω ιδιωτικοποίηση-διάλυση της
ΔΕΗ (με δραματικές συνέπειες για την τσέπη όλων μας και για το ενεργειακό
μέλλον της χώρας).
Τα μέτωπα του συνεχιζόμενου
«ξεχειλώματος» των εργασιακών σχέσεων (π.χ. μεγάλες εμπορικές αλυσίδες), των
απολύσεων (π.χ. τράπεζες) και γενικώς της
ασυδοσίας της εργοδοσίας απαιτούν στοχευμένες κινητοποιήσεις, με τόλμη και
φαντασία στις μορφές, έμφαση στη δημοσιοποίηση και στη δημόσια καταγγελία των
αντίστοιχων εργοδοτών. Αυτό έγινε, και μάλιστα με κάποιες επιτυχίες, στα
Λιπάσματα Καβάλας, στα MARKET
IN (πρώην «Καρυπίδης»), στα Public. Νεότερα και μέχρι τώρα «υποτιμημένα» στρώματα του
προλεταριάτου μπορούν να κινητοποιηθούν πάνω σε τέτοια ζητήματα και να δώσουν μια
άλλη δυναμική. Η αναζωογόνηση των
συνδικάτων αλλά και η δοκιμή νέων μορφών πάλης και νέων οργάνων κινητοποίησης
(επιτροπές επιχειρησιακές ή πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα) είναι ένα καίριο
καθήκον.
Παράλληλα, τα αδιέξοδα της Ε.Ε. (με την ηγεμονική
της δύναμη, τη Γερμανία, σε σοβαρή πολιτική κρίση), η παγκόσμια άνοδος του προστατευτισμού και των ιμπεριαλιστικών
ανταγωνισμών, η κρίση του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου δημιουργούν μεγάλες
ευκαιρίες να ανάψει η συζήτηση για το πώς μπορεί να ξαναγεννηθεί η σοσιαλιστική
προοπτική, για την επικαιρότητα του μαρξισμού και τον κεντρικό ρόλο της
εργατικής τάξης. Οργάνωση της τάξης
και της πρωτοπορίας της, στοχευμένη αγωνιστική και πολιτική προετοιμασία: Αυτά
είναι τα καθήκοντα τούτης της κρίσιμης μεταβατικής κατάστασης και από τη
συνέπεια με την οποία θα δουλέψουν οι πρωτοπόροι μαχητές πάνω σε αυτά θα
κριθούν πολλά την επόμενη περίοδο.
10.1.2018
Η Συντακτική Επιτροπή