Οι ελληνικές
κυβερνήσεις απέκρυψαν συστηματικά ουσιαστικές πτυχές
του Μακεδονικού ζητήματος,
προκειμένου να καλλιεργήσουν τον εθνικισμό,
για εσωτερικούς λόγους
|
Για
άλλη μια φορά έρχεται στο προσκήνιο το ζήτημα της ονομασίας της Πρώην
Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ), ενός κράτους που προέκυψε
από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και το οποίο κατοικείται από δύο κύριες
εθνότητες, τη σλαβομακεδονική και την αλβανική, αλλά και άλλες μικρότερες, ελληνική,
τουρκική, Ρομά, σερβική.
Ιστορικά ο όρος «Μακεδονία»
συνδέεται με την Αρχαία Ελλάδα και οι αρχαίοι Μακεδόνες υπήρξαν αμιγώς ελληνικό
φύλο,
που μιλούσαν και έγραφαν ελληνικά. Αυτό είναι αναμφισβήτητο, και έχουμε πολλές
ιστορικές πηγές (Θουκυδίδης, Ισοκράτης και άλλοι). Τα σλαβικά φύλα
εγκαθίστανται στην περιοχή της Μακεδονίας τον 6ο μ.Χ. αιώνα (580 μ.Χ.).
Μετά
τη Ρωμαϊκή περίοδο, κατά τη Βυζαντινή και κυρίως κατά την Οθωμανική περίοδο, με
τις μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών, η
Μακεδονία αποκτά έννοια γεωγραφική και όχι πληθυσμιακή, που εκτείνεται από
τη Ροδόπη ανατολικά έως τη λίμνη της Οχρίδας και από τον Αίμο βόρεια έως τον
Όλυμπο νότια.
Προς
το τέλος της Τουρκοκρατίας, ένα μέρος
του σλαβικού πληθυσμού της περιοχής προσπαθεί να συγκροτήσει μια εθνική
ταυτότητα με αναφορά στον γεωγραφικό όρο Μακεδονία («Μακεδόνες»), και
πραγματοποιεί την εξέγερση του Ίλιντεν το 1903, χωρίς όμως επιτυχία.
Μετά
τους Βαλκανικούς πολέμους, με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913, η περιοχή
της Μακεδονίας μοιράζεται στα βαλκανικά κράτη, Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία και
Αλβανία. Το όνομα της περιοχής της σημερινής ΠΓΔΜ, από το 1918 και μετά, ήταν Vardarska, δηλαδή διοικητική περιφέρεια του
Βαρδάρη. Το 1944, ο στρατάρχης Τίτο ονομάζει αυτή την περιοχή Λαϊκή (αργότερα
Σοσιαλιστική) Δημοκρατία της Μακεδονίας. Η τιτοϊκή γραφειοκρατία, προκειμένου
να σταθεροποιήσει τον έλεγχο της περιοχής, και σε ανταγωνισμό με Ελλάδα,
Βουλγαρία και Αλβανία, εξέθρεψε έναν
«μακεδονικό» εθνικισμό που περιέπλεξε το πρόβλημα.
Πολίτες
ομιλούντες τη σλαβομακεδονική διάλεκτο ζουν και στον ελλαδικό χώρο, και είναι
γηγενής πληθυσμός (Δυτική Μακεδονία). Πολλοί
από αυτούς συμμετείχαν στο ΕΑΜ και στον Δημοκρατικό Στρατό (περίπου 14.000
άντρες και γυναίκες) και μετά την ήττα απωθήθηκαν προς τα ανατολικά κράτη,
κυρίως προς τη Γιουγκοσλαβία. Ένα
γεγονός που η ελληνική αστική τάξη έχει τους λόγους της να αποσιωπά. Από
τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μα πολύ περισσότερο μετά τον Δεύτερο, οι εναπομείναντες από αυτούς εντός Ελλάδας υπέστησαν
άγριες διώξεις, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, μόνο και μόνο για τη
διάλεκτό τους. Απαγόρευση της γλώσσας, απομόνωση από τις δημόσιες υπηρεσίες και
τις τράπεζες, προσπάθεια αλλοίωσης του πληθυσμού με μετακινήσεις και με την
εγκατάσταση άλλων πληθυσμών (Ποντίων). Έτσι, η ελληνική αστική τάξη εξέθρεψε το
μίσος μεταξύ του σλαβομακεδονικού στοιχείου και των υπόλοιπων κατοίκων. Αυτό
ακριβώς συνέβαινε και από την άλλη μεριά των συνόρων. Οι προσπάθειες του Τίτο
να ενισχύσει το σλαβικό στοιχείο, σε βάρος κυρίως του αλβανικού, ανέπτυξαν στο έπακρο τον εθνικισμό στην
περιοχή της σημερινής ΠΓΔΜ. Τόσο που, μετά την ανεξαρτησία της, και λόγω
και του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού, τα πράγματα έφτασαν πολύ κοντά σε έναν
εμφύλιο.
Η
παγκόσμια οικονομική κρίση έχει επιταχύνει όλες τις συγκρουσιακές διαδικασίες
παγκοσμίως, και τα Βαλκάνια δεν θα έμεναν απ’ έξω. Υπάρχει μεγάλη ανάγκη για τον αμερικανικό και τον ευρωπαϊκό
ιμπεριαλισμό να ξεκαθαρίσουν (μοιράσουν) τα πράγματα στα Βαλκάνια, εντάσσοντας στο
ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. όσα κράτη είναι ακόμη μετέωρα και κυρίως αυτά που
αμφιταλαντεύονται προς επιρροές άλλων δυνάμεων (π.χ. Αλβανία σε σχέση με
Τουρκία και Κίνα). Επίσης, το καθένα από αυτά τα κράτη, για τους δικούς του
λόγους, θέλει να ξεκαθαρίσουν ζητήματα που φέρνουν εμπόδια στις σχέσεις,
οικονομικές και όχι μόνο, με άλλα γειτονικά κράτη.
Ο ελληνικός
ιμπεριαλισμός, με τη σειρά του, θέλει να συμμετάσχει στη μεγάλη μοιρασιά των
Βαλκανίων,
ιδίως από τη στιγμή που αισθάνεται δυνατός ανάμεσα σε αδυνάτους και που εμφανίζεται προοπτική μεγάλων
κερδών για την ελληνική αστική τάξη (διάνοιξη του Αξιού και άξονας Αξιού-Δούναβη,
πετρέλαια στο Αιγαίο και στο Ιόνιο, κινεζικός «Δρόμος του Μεταξιού»-COSCO, αγωγοί από ανατολάς, Τουρκία απασχολημένη με τους
Κούρδους κ.λπ.).
Οι
έως τώρα ελληνικές κυβερνήσεις δεν έχουν αρνηθεί τον όρο Μακεδονία μέσα στο
όνομα αυτής της χώρας. Αυτό δείχνει πόσο
υποκριτικά είναι όλα αυτά τα οποία λέγονται στο όνομα της υπεράσπισης των «εθνικών
συμφερόντων» από μερίδα του πολιτικού κόσμου. Όταν το 1991 αυτό το κρατίδιο
ανακήρυξε την ανεξαρτησία του και ονομάστηκε Δημοκρατία της Μακεδονίας, η
αντίδραση των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν εμπάργκο όλη τη δεκαετία του ’90,
συλλαλητήρια, απειλές και βέτο για ΝΑΤΟ και Ε.Ε. Για σχεδόν τριάντα χρόνια,
γίνονται διαβουλεύσεις χωρίς αποτέλεσμα, όχι
γιατί πραγματικά δεν ήθελαν να λυθεί το ζήτημα, αλλά γιατί για εσωτερικούς
λόγους βόλευε η άνοδος του εθνικισμού. Υπόγεια αναγνώριζαν το όνομα σε
διάφορα έγγραφα και δηλώσεις.
Από
την πλευρά της αριστεράς, υπάρχει ένα κομφούζιο γύρω από το ζήτημα. Υπάρχουν
αυτοί που αρνούνται να πάρουν θέση, γιατί όλο αυτό «γίνεται για το ΝΑΤΟ και την
Ε.Ε.», μη σκεπτόμενοι ποια είναι τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Κάποιοι
άλλοι τάσσονται υπέρ των συλλαλητηρίων με την αυταπάτη ότι μέσα από αυτά θα μπορούσε
να γεννηθεί κάποιο λαϊκό προοδευτικό κίνημα, αδιαφορώντας για την άνοδο του
εθνικισμού.
Οι άνθρωποι που
ζουν στη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας για εκατοντάδες χρόνια έχουν το
δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζονται και με τη χρήση του όρου Μακεδονία, χωρίς αυτό βέβαια
να τους δίνει το δικαίωμα αλυτρωτικών διεκδικήσεων. Είναι σημαντικό
για αυτόν τον λαό να αποκτήσει σαφή γνώση της πραγματικής ιστορίας του τόπου
του.
Η λύση του
Μακεδονικού ζητήματος είναι επιτακτική ανάγκη για εμάς, την εργατική τάξη. Όχι
βέβαια για τα συμφέροντα των αστικών τάξεων. Είναι αναγκαία για την ανάπτυξη
της φιλίας μεταξύ των λαών των Βαλκανίων, για την αποδυνάμωση του εθνικισμού,
που ολοένα και περισσότερο τελευταία μας δείχνει τα δόντια του, για να
υποχωρήσουν μεταξύ άλλων οι τάσεις για Μεγάλη Αλβανία και για Μεγάλη Βουλγαρία.
Για την αποτροπή πολεμικών συρράξεων και την ενοποίηση των αγώνων της εργατικής
τάξης. Για τη διεκδίκηση μιας Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας των βαλκανικών λαών,
που είναι και η μόνη λύση για αυτή την πολύπαθη περιοχή.
Χρήστος Χατζής