Η πρωτοπορία του
ελληνικού λαού, οι εργαζόμενοι του Λεκανοπεδίου, γύρισε την πλάτη στις
εθνικιστικές σειρήνες, αποτρέποντας μια επικίνδυνη στροφή της κατάστασης σε πιο
αντιδραστική κατεύθυνση. Η απειλή για τον λαό μας είναι η μόνιμη εξαθλίωση που
έχουν φέρει τα μνημόνια και η εξάρτηση από το χρέος, που είναι επιλογές και του
ντόπιου κεφαλαίου. Απέναντι σε αυτή την απειλή, ο ελληνικός λαός δεν έχει πει
την τελευταία του λέξη.
«Δανειστές» και εργοδοσία θέλουν «έξοδο από το
δανειακό πρόγραμμα» με την εργατική τάξη σκυφτή και τον λαό φοβισμένο. Όμως,
χωρίς στοιχειώδη στήριξη του βιοτικού επιπέδου, το ξανακύλισμα σε νέα μεγάλη
ύφεση είναι θέμα χρόνου.
1. Τα
συλλαλητήρια για το Μακεδονικό δεν έφεραν τελικά τις ανακατατάξεις στην πολιτική
κατάσταση της χώρας που κάποιοι ήλπιζαν, δηλαδή προς μια εθνικιστική και ακόμα
πιο αντιδραστική κατεύθυνση. Το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης είχε δημιουργήσει
μια κάποια δυναμική – αν και εξαρχής υπονομευμένη από το γεγονός ότι η ελληνική
αστική τάξη είναι ξεκάθαρα υπέρ μιας «συμβιβαστικής» λύσης στο ζήτημα του
«ονόματος» της ΠΓΔΜ. Ωστόσο, το συλλαλητήριο της Αθήνας, με μαζικότητα αρκετά
μικρότερη από αυτή που περίμεναν (και είχαν την ατυχή έμπνευση να
δημοσιοποιήσουν) οι διοργανωτές, έδειξε ότι: ο ελληνικός λαός, όσο μεγάλη κι αν είναι η αγανάκτησή του για τα
μνημόνια και τη συμπεριφορά των «ισχυρών» έναντι της χώρας, δεν παρασύρεται στον
εθνικισμό. Η εργατική τάξη του
Λεκανοπεδίου, που αποτελεί τη μεγάλη πλειονότητα της ελληνικής εργατικής τάξης,
έχει ισχυρά αντισώματα στη δεξιόστροφη πατριδοκάπηλη δημαγωγία. Ο
εργαζόμενος λαός μας γνωρίζει ποια είναι τα πραγματικά του προβλήματα και
αρνείται να στήσει απέναντί του, ως «απειλή», τη μικρή γειτονική χώρα και τον
λαό της.
Μπορεί η υποταγή των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ
στον μνημονιακό δρόμο, η πίεση που υφίστανται τα μικροαστικά στρώματα και η
απουσία ενός ισχυρού εργατικού κινήματος να
αφήνουν χώρο στη δεξιά δημαγωγία, ωστόσο προς ώρας απετράπη ο κίνδυνος μιας
αντιδραστικής στροφής σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Η ΝΔ του Μητσοτάκη
βγαίνει ηττημένη στα σημεία, καθώς δεν κατάφερε να δημιουργήσει κλίμα
αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης, στελέχη της ταυτίστηκαν με τη λύση που
διαπραγματεύεται η κυβέρνηση και ο ίδιος ο Μητσοτάκης έχασε αξιοπιστία απέναντι
στην αστική τάξη. Παράλληλα, δημιουργήθηκε ευνοϊκότερο έδαφος για μια
προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ με τον χώρο του κέντρου (ΠΑΣΟΚ-«Κίνημα Αλλαγής»), ώστε να
υπάρχει και μια εφεδρεία σε περίπτωση κρίσης στις σχέσεις ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Δεν
έχουμε κανέναν λόγο να πανηγυρίζουμε για τίποτα από αυτά. Ωστόσο, σε αυτή τη
φάση τίποτα δεν θα ήταν χειρότερο από το
να δηλητηριαστεί ο λαός μας από έναν εθνικισμό που ουσιαστικά απευθύνεται προς
το «εσωτερικό μέτωπο», απειλώντας φανερά την εργατική τάξη και την
αριστερά, αποπροσανατολίζοντας από τα πραγματικά προβλήματα και τους
πραγματικούς εχθρούς του εργαζόμενου λαού. Έναν εθνικισμό που δεν θα κατάφερνε
απολύτως τίποτα στο θέμα των Σκοπίων, αλλά θα
αποτελούσε το καλύτερο προπέτασμα για ακόμα πιο σκληρές αντεργατικές επιθέσεις
την επόμενη περίοδο.
Η κυβέρνηση Τσίπρα ασφαλώς θα
εκμεταλλευτεί τις εξελίξεις για να κερδίσει περισσότερη εμπιστοσύνη από την
αστική τάξη και θα επιταχύνει την εφαρμογή της πολιτικής της, όχι τόσο στο ίδιο
το Μακεδονικό αλλά στα υπόλοιπα θέματα. Από την άλλη, τώρα η συζήτηση μπορεί να
επανέλθει σε αυτό που απασχολεί πραγματικά τον εργαζόμενο ελληνικό λαό: στην επιβίωσή μας, στο πώς θα βγούμε από το
σκοτεινό τούνελ της μνημονιακής ισοπέδωσης, σε ένα ξέφωτο ελπίδας για μια
καλύτερη ζωή.
2. Μέσα
στους επόμενους μήνες θα κριθεί το αν από τη –βασανιστικά αργή και επισφαλή–
ανάκαμψη της οικονομίας θα κερδίσουν κάτι οι εργαζόμενοι, τα φτωχά λαϊκά
στρώματα, ή τα κέρδη θα πάνε μόνο στο
ξένο και ντόπιο μεγάλο κεφάλαιο, και σε εμάς θα μείνουν οι μειώσεις στις
συντάξεις και στο αφορολόγητο. Θα κριθεί το αν η τυπική «έξοδος από το
πρόγραμμα» θα συνοδευθεί από την επαναφορά κάποιας μορφής συλλογικών συμβάσεων,
όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση, ή όλα αυτά θα πάνε στις καλένδες και θα έχουμε
και επιπλέον μέτρα, στο πλαίσιο μιας
«προληπτικής πιστωτικής γραμμής», όπως επιθυμεί ένα κομμάτι των «δανειστών».
Θα κριθούν ζητήματα όπως οι πλειστηριασμοί
λαϊκών κατοικιών και το ξεπούλημα της εναπομείνασας δημόσιας περιουσίας
(ΔΕΗ, νερό, συγκοινωνίες). Το πιο σημαντικό απ’ όλα, θα κριθεί αν για όλα τα
παραπάνω θα περιμένουμε απλώς κυβέρνηση και αφεντικά να δείξουν κάποιο έλεος, ή
θα αρχίσουμε να ζητάμε πίσω αυτά που χάσαμε οχτώ χρόνια τώρα. Το ζητούμενο
είναι η εργατική τάξη και τα σύμμαχα στρώματά της να καταφέρουν να
συγκεντρώσουν δυνάμεις σε ορισμένους τουλάχιστον τομείς, να ανακτήσουν το ηθικό
τους και να μιλήσουμε και πάλι για αντίσταση,
δικαιώματα και κατακτήσεις.
Η ξένη και ντόπια
κεφαλαιοκρατία θέλουν μια έξοδο της Ελλάδας από το δανειακό πρόγραμμα τον
Αύγουστο, αλλά με στενή επιτήρηση και χωρίς να γίνει καμιά παραχώρηση που θα
δυνάμωνε την εργατική τάξη και θα ενθάρρυνε λαϊκές διεκδικήσεις. Ο κυβερνητικός
Χουλιαράκης τόνισε ότι «δεν πρέπει να γυρίσουμε στις παλιές μας συνήθειες».
Φυσικά, δεν ξέχασε να πλέξει το εγκώμιο του Μνημονίου, χωρίς το οποίο «θα
ήμασταν ακόμα χειρότερα»! Αυτό, για να
μην υπάρχουν αυταπάτες τι κλίμα επικρατεί μέσα στην κυβέρνηση.
Από την άλλη, όμως, με
δεδομένο ότι δεν αναμένεται κανένα κύμα ξένων παραγωγικών επενδύσεων, αν δεν
δοθεί έστω ένα μικρό σπρώξιμο στην εσωτερική κατανάλωση, η επιχείρηση «ανάκαμψη» πάει περίπατο. Ασφαλώς στους κύκλους των
«δανειστών» και του μεγάλου κεφαλαίου υπάρχουν ουκ ολίγοι εγκληματίες που
καλοβλέπουν μια ακόμα μεγαλύτερη τριτοκοσμοποίηση του βιοτικού επιπέδου του
ελληνικού λαού. Όμως, μια βύθιση τώρα σε μια νέα μεγάλη ύφεση θα απελευθέρωνε
τέτοιες εκρηκτικές κοινωνικές διεργασίες –πρώτ’
απ’ όλα από την οριστική καταστροφή των κατώτερων αστικών στρωμάτων– που κανείς ούτε στην Αθήνα ούτε στις
Βρυξέλλες δεν θα μπορούσε να τις ελέγξει.
3. Ακόμα κι
αν η χώρα μας είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση, λόγω του καθεστώτος χρεοκρατίας
που της έχει επιβληθεί, παρόμοια
αδιέξοδα χαρακτηρίζουν την κατάσταση όλης της Ευρώπης. Η «ατμομηχανή» της
Ε.Ε., η Γερμανία, με τα χίλια ζόρια
θα βγάλει κυβέρνηση, πέντε μήνες μετά τις εκλογές, μια «κυβέρνηση των
ηττημένων», όπως την αποκαλεί ήδη ο διεθνής Τύπος. Και η διάθεση της γερμανικής
εργατικής τάξης εκεί για αγώνες ανεβαίνει. Ιδιαίτερης σημασίας είναι οι
επερχόμενες εκλογές στην Ιταλία,
καθώς η χώρα έχει τεράστιο πρόβλημα με το χρέος της και έχει δεχθεί το
μεγαλύτερο πλήγμα στον παραγωγικό της τομέα λόγω ευρώ. Στην Ισπανία τίποτα δεν λύθηκε όσον αφορά το
Καταλανικό ζήτημα. Οι χώρες της πρώην Ανατολικής
Ευρώπης ελέγχονται πολιτικά από λαϊκιστές-εθνικιστές, που αγνοούν
επιδεικτικά την Ε.Ε. σε μια σειρά ζητήματα. Η Βρετανία του Brexit δεν
παρακαλάει καθόλου να παραμείνει στην Ε.Ε., όπως ήλπιζαν στις Βρυξέλλες. Τέλος,
οι φοβερές και τρομερές «μεταρρυθμίσεις» του Μακρόν, αν εξαιρέσουμε το αντεργατικό τους κομμάτι, έχουν μείνει
πίσω, και απέχουν πολύ από το να φέρουν έναν αέρα αισιοδοξίας στην
καπιταλιστική Ευρώπη. Παντού οι κεφαλαιοκράτες κοιτάζουν πώς θα δυσκολέψουν τα
πράγματα για την εργατική τάξη και τα κατώτερα στρώματα. Τα καταφέρνουν σε
πολλές περιπτώσεις, αυτό όμως δεν τους
προσφέρει κανένα όφελος στους ανταγωνισμούς τους με ΗΠΑ και Κίνα, απλώς
φέρνει ακόμα περισσότερες πολιτικές κρίσεις και ευρωσκεπτικισμό.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι οι
Έλληνες εργαζόμενοι δεν είμαστε μόνοι μας με τους «δανειστές» και τους ντόπιους
συνεργάτες τους. Όπως σκεφτόμαστε εμείς, έτσι σκέφτονται και οι περισσότεροι
Ευρωπαίοι εργαζόμενοι. Οι αγώνες μας, η
πολιτική μας στάση, αλλά και τα ίδια τα αδιέξοδα του συστήματος, μπορούν να
συμπέσουν, και να δημιουργήσουν ρήγματα στο στρατόπεδο του αντιπάλου. Για
να εκμεταλλευθούμε τα ρήγματα αυτά, έχει σημασία να βλέπουμε πού πάνε τα
πράγματα διεθνώς. Αυτό το στοιχείο μπορεί
να δώσει αισιοδοξία και προοπτική στα πιο πρωτοπόρα πολιτικά τμήματα της τάξης
μας.
4. Όμως, για
έναν άλλο πολιτικό προσανατολισμό μέσα στην πρωτοπορία του εργατικού κινήματος είναι απαραίτητο να ξεμπερδεύουμε με την
πολιτική σαβούρα που μας έρχεται από το παρελθόν, μέσω των διαφόρων
«αριστερών» ρευμάτων που μόνο ήττες έχουν φέρει για τα ιστορικά συμφέροντα της
τάξης μας. Μια ενδεικτική εικόνα αυτού του πράγματος ήταν και η στάση που κράτησαν οι διάφορες
«αριστερές» καταστάσεις στο Μακεδονικό. Κάποιοι έφτασαν στο σημείο να
υποστηρίζουν τα συλλαλητήρια, με τη γελοία αυταπάτη ότι από αυτόν τον
εθνικιστικό βάλτο θα μπορούσε να βγει ένα κίνημα τύπου «Αγανακτισμένων». Άλλοι
το έριξαν στον γενικό «αντι-ιμπεριαλισμό», καταλήγοντας να καταγγέλλουν
περισσότερο τον εθνικισμό της «άλλης πλευράς» και να χύνουν έτσι νερό στον μύλο
του ελληνικού εθνικισμού. Άλλοι, εμφορούμενοι από έναν εντελώς μικροαστικό
αντι-εθνικισμό, βλέπουν παντού «φασίστες» και «φασιστικές απειλές». Παρόμοια κινούνται όλοι αυτοί σε όλα τα
σημαντικά ζητήματα. Τι μπορούν να προσφέρουν αυτές οι δυνάμεις στον
πολιτικό επανεξοπλισμό του εργατικού κινήματος; Στην αφύπνιση της εργατικής μας
τάξης; Απολύτως τίποτα! Αυτό σημαίνει
ότι για εκείνους τους αγωνιστές που επιμένουν στις αυθεντικές επαναστατικές
ιδέες, στον νικηφόρο δρόμο του Λένιν και των Μπολσεβίκων, στην πρωτοπορία της
εργατικής μας τάξης, τα καθήκοντα είναι βαριά. Ας ταχύνουμε το βήμα μας την
επόμενη περίοδο. Οι συνθήκες δεν είναι απαγορευτικές, αλλά και δεν θα γίνουν
πιο ευνοϊκές από μόνες τους!
6.2.2018
Η Συντακτική Επιτροπή