ους αστυνομικούς και τους
στρατιώτες, με τις φωτογραφίες των πεθαμένων συζύγων, τους αγκάλιαζαν και τους
έλεγαν «έναν άντρα σαν κι εσένα είχα κι εγώ»... ή, αν ήταν μάνα νεκρού
στρατιώτη, «έναν γιο σαν κι εσένα είχα κι εγώ»... κλαίγοντας. Άντε να σηκώσει
τον υποκόπανο ο άλλος να χτυπήσει... Και αν συνέβαινε κι αυτό, επενέβαιναν προς
υπεράσπισή τους οι στρατιώτες του 1ου Συντάγματος, που ήταν πολύ κοντά, εκεί
που είναι σήμερα η αμερικάνικη πρεσβεία και το Μέγαρο, και που φυσικά
αισθάνονταν ιδιαίτερους δεσμούς με τους πρώην στρατιώτες αναπήρους... Οι
αξιωματικοί της αστυνομίας φώναζαν «μακριά από αυτές, διώξτε τες, είναι
σκύλες», αλλά το ηθικό των αστυνομικών ήταν ήδη στα τάρταρα...
Το
να μπουν οι χήρες και τα ορφανά στο αναπηρικό κίνημα ήταν κομβικό για να
αποκτήσει το κίνημα αυτό τον πλατύ λαϊκό επαναστατικό χαρακτήρα του. Και αυτό
οφείλεται ιδιαίτερα στον Σταύρο Βερούχη («ο Σταύρος μας» ή «ο αρχηγός» για τους
αναπήρους), που σε ένα κρίσιμο συνέδριο φώναξε «ανοίξτε τις πόρτες να μπούνε οι
χήρες», και με την ένταξή τους στη ΓΣΑΘΠ, τη συνομοσπονδία των αναπήρων, οι
αρχειομαρξιστές πήρανε τον έλεγχο...
Φυσικά,
πίσω από τις χήρες και τα ορφανά ήταν το κύριο σώμα των αναπήρων, με
σχηματισμούς, σάλπιγγες, παραγγέλματα κ.λπ. (ως πρώην στρατιώτες...), και
οπισθοφυλακή, απ’ ό,τι μας έχουν διηγηθεί, καμιά 300αριά νεολαίους, για τις πιο
«δύσκολες» συγκρούσεις, από διάφορες συνοικίες, κυρίως από την Καισαριανή... Βέβαια, και οι ίδιοι οι ανάπηροι
ήταν εξαιρετικά αξιόμαχοι στις συγκρούσεις, παρά τις αναπηρίες τους, διότι αφ’
ενός ήταν πρώην στρατιώτες και αφ’ ετέρου ήταν εξοπλισμένοι, μεταξύ άλλων, με
μπαστούνια γεμισμένα με μολύβι.
Να
μαθαίνουμε από τις ένδοξες παραδόσεις του επαναστατικού εργατικού κινήματος.
Από τη Σύνταξη