– Ο Μαρξ πέθανε σε ηλικία 65 ετών, στις 14 Μαρτίου του 1883. Ενταφιάστηκε στις 17 Μαρτίου στο νεκροταφείο Χάιγκεητ του Λονδίνου, στο τμήμα των “αναθεματισμένων” (unconsecrated ground = σε μη αγιασμένη γη).
– Επρόκειτο για έναν χώρο –άθλιο σκουπιδότοπο– που επαραχωρείτο έξω από το νεκροταφείο για τον ενταφιασμό των άθεων, όπου πριν ενάμιση χρόνο είχε ενταφιαστεί η συντρόφισσα των ιδεών και της ζωής του Τζέννη Μαρξ.
– Πάνω στο φέρετρο ο Γκ. Λέμκε κατέθεσε δύο στεφάνια με κόκκινες κορδέλες από τον Κομμουνιστικό Μορφωτικό Εργατικό Σύνδεσμο του Λονδίνου, και μια σοσιαλιστική εφημερίδα.
– Κατόπιν ο Ένγκελς εκφώνησε στα αγγλικά τον επικήδειο, λέγοντας τα παρακάτω:
– «Στις 14 του Μάρτη στις τρεις παρά τέταρτο μετά το μεσημέρι έπαψε πια να σκέφτεται ο μεγαλύτερος στοχαστής της εποχής μας. Δύο σχεδόν λεπτά είχαν περάσει, που τον αφήσαμε μόνο και ξαναμπαίνοντας τον βρήκαμε πάνω στην πολυθρόνα του, να κοιμάται ήσυχα μια για πάντα.
– Είναι τελείως αδύνατο να μετρήσει κανείς το τι έχασε το αγωνιζόμενο προλεταριάτο της Ευρώπης και της Αμερικής, τι έχασε η ιστορική επιστήμη, με το χαμό αυτού του ανθρώπου. Πολύ γρήγορα θα γίνει αισθητό το κενό που άφησε αυτός ο γίγαντας με τον θάνατό του.
– Όπως ο Δαρβίνος ανακάλυψε τον νόμο της ανάπτυξης της οργανικής φύσης, έτσι κι ο Μαρξ ανακάλυψε τον νόμο της ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Ένα απλό γεγονός που ως τώρα το έκρυβαν αδιαπέραστες ομίχλες και άγριες και πυκνές λόχμες στον χώρο της ιδεολογίας, το ότι δηλαδή οι άνθρωποι πρώτ’ απ’ όλα πρέπει να φάνε, να πιούν, να στεγαστούν και να ντυθούν, για να μπορούν κατόπιν ν’ ασχοληθούν με την πολιτική, την επιστήμη, την τέχνη και τη θρησκεία κ.λπ. Ότι η παραγωγή των άμεσων υλικών αγαθών και επομένως η βαθμίδα της κάθε φορά οικονομικής ανάπτυξης ενός λαού ή μιας συγκεκριμένης εποχής, αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία αναπτύχθηκαν οι κρατικοί θεσμοί, οι αντιλήψεις για το δίκαιο, η τέχνη και οι θρησκευτικές ακόμα πεποιθήσεις των ανθρώπων: Και ότι όλ’ αυτά πρέπει να εξηγούνται ξεκινώντας από αυτή τη βάση και όχι όπως γινόταν ως τώρα, δηλαδή από την αντίστροφη.
– Και όχι μόνο αυτό, αλλά ο Μαρξ ανακάλυψε και ανέλυσε τον ειδικό νόμο κίνησης του σημερινού καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, όπως και της αστικής κοινωνίας που προκύπτει απ’ αυτόν. Με την ανακάλυψη της υπεραξίας έριξε ξαφνικά και σ’ αυτόν τον τομέα άπλετο φως, ενώ όλες οι προηγούμενες έρευνες, τόσο των αστών οικονομολόγων όσο και των σοσιαλιστικών κριτικών, πελαγοδρομούσαν στο πλήρες αδιέξοδο.
– Δύο τέτοιες ανακαλύψεις θα έπρεπε να φτάνουν για μια ολόκληρη ζωή. Και πρέπει να είναι ευτυχισμένος εκείνος που μπορεί στη ζωή του να πραγματοποιήσει έστω και μια απ’ αυτές. Αλλά ο Μαρξ, στον κάθε τομέα που διερεύνησε –και οι τομείς αυτοί ήταν πάρα πολλοί και κανένας δεν τον απασχόλησε φευγαλέα και επιφανειακά–, έκανε δικές του ανακαλύψεις σε κάθε τομέα και ακόμα και στα μαθηματικά.
– Ο Μαρξ ήταν, λοιπόν, ο άνθρωπος της επιστήμης. Δεν εξαντλείται όμως σ’ αυτό ούτε η μισή αξία της προσωπικότητάς του.
– Η επιστήμη ήταν γι’ αυτόν μια ιστορικά κινούμενη, μια επαναστατική δύναμη. Όσο κι αν ένιωθε γνήσια χαρά για μια νέα ανακάλυψη σε μια οποιαδήποτε θεωρητική επιστήμη, που την πρακτική εφαρμογή της δεν μπορούσε ίσως κανένας ακόμα να την προβλέψει, αισθανόταν εντελώς διαφορετική χαρά όταν επρόκειτο για ανακάλυψη που επιδρούσε αμέσως επαναστατικά στη βιομηχανία και γενικά στην ιστορική εξέλιξη. Έτσι, παρακολουθούσε με μεγάλη προσοχή τις ανακαλύψεις στον τομέα του ηλεκτρισμού και τελευταία ιδίως στις ανακαλύψεις του Μαρκ Ντεπρέ.
– Γιατί ο Μαρξ ήταν πρώτ’ απ’ όλα επαναστάτης.
– Προορισμός της ζωής του ήταν να συμβάλει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην ανατροπή της καπιταλιστικής κοινωνίας και των κρατικών θεσμών, που αυτή δημιούργησε.
– Να συμβάλει στην απελευθέρωση του σύγχρονου προλεταριάτου, που αυτός για πρώτη φορά του έδωσε συνείδηση της θέσης του και της χειραφέτησής του.
– Αυτός ήταν ο πραγματικός προορισμός της ζωής του.
– Ο αγώνας ήταν το στοιχείο του.
– Και αγωνίστηκε με πάθος, με σθένος κι είχε επιτυχία όσο λίγοι. Πρώτα η “Εφημερίδα της Ρηνανίας” το 1842, μετά το “Φόρβερτς” στο Παρίσι το 1844, η “Μπρύσελερ Ντόυτσε Τσάιτουνγκ” το 1847, η “Νέα Εφημερίδα της Ρηνανίας” το 1848-1849, τα άρθρα του στη “Νιου Γιορκ Τρίμπιουν” το 1852-1861 και μια σειρά μπροσούρες του αγώνα, η δουλειά στις Ενώσεις του Παρισιού, των Βρυξελλών και του Λονδίνου, ώσπου, σαν κορύφωμα όλων αυτών δημιουργήθηκε η Διεθνής Εργατική Ένωση, όλ’ αυτά αποτελούν πραγματικά έναν απολογισμό που γι’ αυτόν ο δημιουργός τους θα μπορούσε να ’ναι περήφανος κι αν ακόμα τίποτε άλλο δεν είχε κάνει.
– Γι’ αυτό ο Μαρξ ήταν ο άνθρωπος που μισήθηκε και συκοφαντήθηκε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον της εποχής του. Απολυταρχικές και δημοκρατικές κυβερνήσεις τον απέλαυναν. Αστοί, συντηρητικοί και εξτρεμιστές δημοκράτες συναγωνιζόντουσαν στο ποιος θα τον δυσφημήσει περισσότερο.
– Μα ο Μαρξ τα παραμέριζε όλα αυτά όπως παραμερίζει κανείς το υφάδι της αράχνης. Δεν τους έδινε σημασία κι απαντούσε μόνο όταν αυτό ήταν απόλυτα αναγκαίο.
– Και πέθανε με την αγάπη, την τιμή και την εμπιστοσύνη με την οποία τον περιέβαλλαν εκατομμύρια επαναστάτες, από τα ορυχεία της Σιβηρίας ως πέρα σ’ ολόκληρη την Ευρώπη και την Αμερική, ως την Καλιφόρνια. Και μπορώ με τόλμη να πω: Είχε αρκετούς αντιπάλους, αλλά ούτ’ έναν προσωπικό εχθρό.
– Τ’ όνομά του θα ζει στους αιώνες, έτσι όπως θα ζει και το έργο του!».
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
από μαρτυρίες για τη ζωή του Μαρξ
Της Τζέννης Μαρξ
Συντρόφου ζωής του Μαρξ,
και στενής συντρόφου
των ιδεών του ως το τέλος
«Ξαφνικά στις αρχές του 1845, η κυβέρνηση της Πρωσίας έκανε διάβημα στη Γαλλική, ζητώντας την άμεση απέλασή μας. Ο αστυνόμος μάς έδειξε τη διαταγή που έλεγε: ”Ο Καρλ Μαρξ να εγκαταλείψει το Παρίσι μέσα σε 24 ώρες”. Αμέσως πούλησα τα πράγματά μας σε μια γελοία τιμή, και ακολούθησα τον Καρλ στις Βρυξέλλες».
«Ο πολιτικός ορίζοντας σκοτείνιαζε. Τα σύννεφα της επαναστατικής θύελλας πύκνωναν. Ο στρατός, η εθνοφρουρά και η αστυνομία είχαν μπει σε επιφυλακή, και οι Γερμανοί εργάτες είχαν εφοδιαστεί με όπλα. Όλοι οπλιζόντουσαν για τη μάχη.
Με ευχαρίστηση ο Μαρξ, έδωσε κι αυτός χρήματα για την αγορά όπλων. Η κυβέρνηση έβλεπε παντού συνωμοσίες, και η αστυνομία συνέλαβε νύχτα τον Μαρξ για ανάκριση, όπως και μένα».
«Κάτω από την πίεση του ευρωπαϊκού Τύπου, ο Καρλ αποφυλακίστηκε, αλλά με τον όρο να εγκαταλείψει αμέσως τις Βρυξέλλες. Η νέα Γαλλική προσωρινή κυβέρνηση μας έδωσε άδεια εισόδου, και ξαναβρεθήκαμε στο Παρίσι.
Εκεί ο Καρλ δημιούργησε στενές σχέσεις με τις εργατικές ενώσεις της Ευρώπης. Και ένα πρωί εμφανίστηκε και πάλι ο αστυνόμος με τη διαταγή: “Εγκαταλείψτε το Παρίσι σε 24 ώρες”.
Οπότε ξεκινήσαμε για το Λονδίνο, που φθάσαμε με τα τρία παιδιά μας βαριά άρρωστα».
«Χιλιάδες πρόσφυγες έφθαναν καθημερινά. Όλοι λίγο πολύ σε άθλια κατάσταση, με λίγα εφόδια και ζητώντας βοήθεια. Ήταν η δυσκολότερη φάση της ζωής μας, στην προσφυγιά».
«Μια βαριά πνευμονία μάς πήρε τον μικρό μας Έντγκαρντ, και μας ανάγκασε να εγκαταλείψουμε το σπίτι-τρώγλη που μέναμε».
«Την άνοιξη, η πρωσική κυβέρνηση κατηγόρησε όλους τους φίλους του Καρλ στην επαρχία του Ρήνου, για πάρα πολύ επικίνδυνες επαναστατικές δραστηριότητες, τους έριξε όλους ανεξαίρετα στη φυλακή, όπου υποβάλλονταν σε σκληρότατη μεταχείριση. Μόλις στα τέλη του 1852 άρχισε η ακροαματική διαδικασία που αποτέλεσε τη διαβόητη δίκη των κομμουνιστών. Μ’ εξαίρεση τον Ντάνιελς και τον Γιακόμπι, όλοι οι άλλοι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης από 3 ως 5 χρόνια.
Ο Καρλ έγραψε μια μπροσούρα για να καταγγείλει τις ατιμίες της πρωσικής κυβέρνησης».
«Το Πάσχα της ίδιας χρονιάς, 1852, αρρώστησε από βαριά βρογχίτιδα η μικρή φτωχή μας Φραντσίσκα. Τρεις μέρες πάλευε το καημένο το παιδί με τον θάνατο.
Ο χαμός του αγαπημένου μας παιδιού ήρθε την περίοδο της σκληρότερης φτώχειας μας. Εκείνη ακριβώς την περίοδο οι Γερμανοί φίλοι μας δεν ήταν σε θέση να μας βοηθήσουν.
Μέσα στην απελπισία μου έτρεξα σ’ ένα Γάλλο πρόσφυγα που ’μενε εκεί κοντά μας, και μας είχε κάποτε επισκεφθεί. Τον παρακάλεσα να μας βοηθήσει στη σκληρή εκείνη δοκιμασία. Μ’ όλη του την καρδιά, μου ’δωσε 2 λίρες και μ’ αυτές πληρώσαμε το φέρετρο όπου τώρα αναπαύεται σε ειρήνη το φτωχό μου παιδί.
Πώς πονούσαμε όταν πηγαίναμε να το θάψουμε…».
«Σε λίγο καιρό χάσαμε και το τρίτο παιδί μας, τον Έντγκαρντ τον δεύτερο».
«Το 1853 ο Καρλ έγραφε τακτικά για την “Τρίμπιουν” δύο άρθρα τη βδομάδα, που έκαναν μεγάλη εντύπωση στην Αμερική. Απ’ αυτό το τακτικό έσοδο μπορέσαμε να ξοφλήσουμε ένα μέρος απ’ τα παλιά χρέη μας και να ζήσουμε μια ζωή με πολύ λιγότερα βάσανα».
«Αμέσως μετά αποκτήσαμε και το έβδομο παιδί μας, μα έφυγε κι αυτό για εκεί που είχαν φύγει και τ’ άλλα τρία αγαπημένα του αδελφάκια».
Του Γουλιέλμου Λήμπκνεχτ
Στενού συντρόφου του Μαρξ
στην εξορία
«Η αγαπητή ρήση του Μαρξ ήταν ο περήφανος στίχος το Δάντη: “Τράβα το δρόμο σου κι άσ’ τον κόσμο να λέει!”»
«Ο Μαρξ, όταν “τραβούσε το δρόμο του”, δεχόταν απ’ όλες τις πλευρές επιθέσεις όταν η φροντίδα για τον επιούσιο τον υπέσκαπτε και τον τυραννούσε, ενώ η μάζα του εργαζόμενου λαού που για τον απελευθερωτικό της αγώνα αυτός με ολονυχτίες μελετούσε και σφυρηλατούσε τα όπλα της, αυτή η μάζα όχι μόνο δεν τον καταλάβαινε αλλά και συχνότατα τον απέρριπτε ακόμα και χλευαστικά, τρέχοντας πίσω από ρήτορες που αεροκοπανούσαν, από αστραφτερούς προδότες, ακόμα κι από ανοιχτούς εχθρούς. Πόσες λοιπόν φορές μέσα στη μοναξιά του φτωχικού, γνήσια προλεταριακού του γραφείου, δεν θα είπε για να ενθαρρύνει τον ίδιο τον εαυτό του τα λόγια του μεγάλου Φλωρεντίνου και δεν θ’ άντλησε απ’ αυτά νέες δυνάμεις!»
Από τη σύνταξη