Κυριακή 3 Ιουλίου 2022

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΕΡΟΥΧΗΣ (1931-2010) Ο τύπος του μαρξιστή επαναστάτη

  

 


 


Στις 4 Ιουνίου συμπληρώθηκαν 12 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου Κομμουνιστή-Τροτσκιστή εργατικού ηγέτη Γιάννη-Βλαδίμηρου Βερούχη. Του αγαπημένου συντρόφου, δασκάλου και ηγέτη μας, του Γιάννη μας. Στα μεγάλα γεγονότα που μεσολάβησαν έκτοτε, από τα Μνημόνια και την αντιμνημονιακή πάλη του ελληνικού λαού μέχρι τις κατακλυσμιαίες παγκόσμιες εξελίξεις των τελευταίων δύο χρόνων, δεν πάψαμε ούτε στιγμή να «αποζητάμε» την κοφτερή σκέψη του, δεν πάψαμε ούτε στιγμή να αναρωτιόμαστε: πώς θα σκεπτόταν πάνω στο α ή β ζήτημα ο Γιάννης, τι πολιτική θέση θα έπαιρνε, τι είδους δράση θα πρότεινε; Επαναστατική θεωρία, πολιτική ανάλυση, πολιτική πρόγνωση, πρωτοπόρος δράση μέσα στο εργατικό κίνημα, οργανωτική αντίληψη, ταξική ηθική… αναρωτιόμαστε ποια απ’ όλες τις σπουδαίες κατακτήσεις της επαναστατικής σταδιοδρομίας του Γιάννη Βερούχη λείπει περισσότερο σήμερα από το κίνημα. Νομίζουμε ότι αυτό που συνδέει όλα τα παραπάνω και που λείπει περισσότερο είναι ο τύπος του πρωτοπόρου μαρξιστή επαναστάτη. Πάνω σ’ αυτό, στο πώς διαμορφώνεται ένας αφοσιωμένος και συνεπής μαρξιστής επαναστάτης, και κυρίως ως ανθρώπινος τύπος, θα πούμε δυο πράγματα σε αυτή την Ιστορική Στήλη μας.

 

Ο Γιάννης Βερούχης έζησε στην ευαίσθητη ηλικία των 5-13 χρονών γεγονότα συγκλονιστικά, που δεν θα μπορούσαν να μην επηρεάσουν καθοριστικά τη μετέπειτα εξέλιξή του. Ο πατέρας του, ο ηγέτης των αναπήρων και θυμάτων πολέμου  Σταύρος Βερούχης, και η μάνα του, η επαναστάτρια Λαυριώτισσα εργάτρια Αντιγόνη Βερούχη (Μαρίκα Αντωνίου), εξορίστηκαν από τη δικτατορία Μεταξά στο χωριό της ιδιαίτερης καταγωγής του Σταύρου, στον Πλατανιστό Ευβοίας. Ξεκινώντας τη σχολική του ζωή, ο Γιάννης αντιμετωπίστηκε αρχικά με τον χειρότερο τρόπο από τα άλλα παιδιά, που οι αγράμματοι γονείς τους τα είχαν φανατίσει κατά των «Προσεβίκων» (των Μπολσεβίκων δηλαδή). Όμως, ο προοδευτικός δάσκαλός του φρόντισε να αλλάξει το κλίμα υπέρ του, ενώ ο πατέρας του έγινε γρήγορα ένα ιδιαίτερα σεβαστό πρόσωπο για τους φτωχούς χωρικούς της περιοχής της Καρύστου. Ήταν ο άτυπος δικαστής που έλυνε με τον πλέον πολιτισμένο τρόπο τις διαφορές τους και αυτός που τους άνοιγε τα μάτια για την εκμετάλλευση που υφίσταντο από τους εμπόρους και άλλους. Το 1944 ο Σταύρος Βερούχης εξελέγη με συντριπτική πλειοψηφία Εθνοσύμβουλος Καρυστίας για την ΠΕΕΑ («Κυβέρνηση του Βουνού»). Στον δρόμο για το βουνό, οι «συνοδοί» του, αντάρτες από άλλη περιοχή της Εύβοιας, κατ’ εντολήν της ηγεσίας του ΚΚΕ, τον δολοφόνησαν. Ο Γιάννης, αντί να τρομοκρατηθεί, να κρατηθεί μακριά από την πολιτική και να κοιτάξει να ζήσει τη ζωή του χωρίς «περιπέτειες», μετέτρεψε μέσα του τον πόνο για την απώλεια του πατέρα του: σε μια βαθιά ανθρωπιστική στάση ζωής, σε βαθιά πίστη στην ανάγκη της κοινωνικής απελευθέρωσης της ανθρωπότητας και σε απόφαση ζωής να υπηρετήσει αυτή την υπόθεση. 

Αρκετά χρόνια μετά, έμαθε ποιοι ήταν οι δολοφόνοι του πατέρα του. Δεν υποτάχθηκε στον πειρασμό της προσωπικής εκδίκησης. Κατά έναν τρόπο τους συγχώρεσε. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ευθύνονταν οι ίδιοι για αυτή τη δολοφονία, ότι λειτούργησαν ως απλά εκτελεστικά όργανα μιας απόφασης της ηγεσίας του ΚΚΕ· ότι οι ίδιοι δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν πως όλα όσα έλεγε η σταλινική ηγεσία του ΚΚΕ για τους τροτσκιστές ήταν ψέματα, ψέματα που αποσκοπούσαν στο να καλύψουν τις δικές της αντεπαναστατικές προδοσίες. 

 

Στην αρχή της δεκαετίας του ’50 ο Γιάννης δούλευε ήδη λιθογράφος στην Αθήνα. Είχε συνδεθεί με την τότε ενιαία τροτσκιστική οργάνωση, το ΚΔΚΕ. Μαζί με τον Γιώργη Χατζή και μια μικρότατη αρχικά ομάδα συναδέλφων τους ανέλαβαν την πρόκληση να μετατρέψουν ένα νεκρό εκείνη την περίοδο σωματείο, το σωματείο των λιθογράφων, σε πρότυπο σωματείο, σε πραγματικό φρούριο της εργατικής τάξης. Έχουμε αναφερθεί και άλλοτε στο πώς ο Γιάννης ανέπτυξε σε αυτή την προσπάθεια μια σειρά από ικανότητες (συνδικαλιστικές, ρητορικές, οργανωτικές αλλά και ανθρώπινες) που τον ανέβασαν στο επίπεδο του πιο επιτυχημένου συνδικαλιστή της μεταπολεμικής ιστορίας του ελληνικού εργατικού κινήματος. Ορισμένες στιγμές έχουν μια ξεχωριστή σημασία… Αποφάσισαν κάποια στιγμή να σπάσουν την αστυνομική τρομοκρατία, που τότε ήταν φοβερή μέσα στα σωματεία. Ο Γιάννης έγραψε μια έντονη ανακοίνωση κατά των εργοδοτών και την κυκλοφόρησε, χωρίς να την υποβάλει προηγουμένως στην αστυνομία, κάτι που τότε ήταν υποχρεωτικό. Ο διαβόητος διοικητής της ασφάλειας, ο Ρακιντζής, τον κάλεσε στο γραφείο του και τον απείλησε ότι, αν το ξανακάνει, θα το μετανιώσει πικρά. Ο Γιάννης είπε από μέσα του «ή τώρα ή ποτέ». Γύρισε στο σωματείο, έγραψε αμέσως μια νέα, ακόμα πιο σκληρή ανακοίνωση, όπου έλεγε «οι εργοδότες είναι γίγαντες με πήλινα πόδια, μην τους φοβάστε κ.λπ.» και την κυκλοφόρησε επιτόπου. Με αυτά και με άλλα τολμήματα, τελικά ήταν οι ασφαλίτες αυτοί που υποχώρησαν και όχι η ηγεσία του σωματείου…

Ο Γιάννης συνειδητοποίησε ότι το εργατικό κίνημα είχε ανάγκη από πιο προηγμένες, πιο πρωτότυπες αλλά και πιο επιστημονικές μεθόδους για να πετυχαίνει νίκες. Σε ένα φιλικό σπίτι ανακάλυψε μια σειρά τευχών της Στρατιωτικής Επιθεώρησης. Τα μελέτησε όλα. Εκεί έμαθε για τις φάσεις της μάχης, τον νόμο των εφεδρειών, τον αντιπερισπασμό και την παραπλάνηση του αντιπάλου, τον ψυχολογικό πόλεμο, τη σημασία των πληροφοριών, τη συγκέντρωση των βαρέων όπλων, τις λογικές και τις «παράλογες» τακτικές κ.λπ. Όλον αυτόν τον πλούτο γνώσεων τον δοκίμασε κατευθείαν στην απεργιακή δράση του σωματείου των λιθογράφων. Η επιτυχία ήταν καταπληκτική! Στην πραγματικότητα επανέλαβε αυτό που είχε κάνει ο Λένιν, ο οποίος συνέλαβε τις βασικές αρχές του μπολσεβικισμού μελετώντας τον Κλαούζεβιτς και τη στρατιωτική ιστορία των ναπολεόντειων πολέμων.

 

Η εμπιστοσύνη, η τόλμη, η ηθική υπεροχή ήταν πάντα στοιχεία στα οποία ο Γιάννης υπολόγιζε ιδιαίτερα στη δράση του. Τον χαρακτήριζαν άλλωστε ως άνθρωπο. Ήξερε να παρατηρεί, να είναι προσεκτικός, να εξετάζει, αλλά ήξερε και να εμπιστεύεται ανθρώπους και να κερδίζει την εμπιστοσύνη τους. Έλεγε ότι αν καταφέρεις να κερδίσεις την εμπιστοσύνη των εργατών, μέσα από τη συνέπεια λόγων και έργων, και βέβαια μέσα από σωστά προετοιμασμένους αγώνες, τότε αυτή η εμπιστοσύνη θα σε ακολουθεί για πάντα και με αυτή θα μπορέσεις να πετύχεις τις μεγαλύτερες νίκες. Και πράγματι αυτό συνέβη στο σωματείο των λιθογράφων εκείνης της εποχής. Οι εργάτες, ανεξάρτητα από τις επιμέρους πολιτικές προτιμήσεις τους, εμπιστεύονταν βαθιά και αβίαστα αυτή την ηγεσία. Σε μια συνέλευση που υπήρχε αμφιταλάντευση ο Γιάννης σηκώθηκε και είπε: «Θα νικήσουμε σίγουρα. Σας παίρνω όλους στον λαιμό μου». Αυτή είναι η στάση που περιμένουν οι εργάτες από μια πραγματική ηγεσία. Όταν οι εργοδότες έφεραν νεαρές γυναίκες από χριστιανικές αδελφότητες να δουλέψουν στα εργοστάσια για να σπάσουν τη δύναμη του σωματείου, ο Γιάννης τους μίλησε για το εξισωτικό μήνυμα του Ιησού Χριστού: «ο έχων δύο χιτώνας να δίδει τον ένα» κ.ο.κ. Τι τεράστια διαφορά από τους σημερινούς «αριστερούς» ηγετίσκους που λοιδορούν ή σνομπάρουν τα λιγότερο συνειδητά στρώματα της εργατικής τάξης, νομίζοντας ότι θα κάνουν πάλη μόνο με τους «πρωτοπόρους»! Τελικά, οι εργάτριες αυτές έγιναν φανατικές υποστηρίκτριες της ηγεσίας του σωματείου, σε σημείο που οι εργοδότες να διαμαρτύρονται πώς αυτές οι χριστιανές υπερασπίζονταν έναν «άθεο κομμουνιστή»!

Τις πρώτες μέρες της δικτατορίας –και ενώ η δράση των Δημοκρατικών Επιτροπών Αντίστασης (ΔΕΑ) υπό την ηγεσία του Γιάννη και των τροτσκιστών συντρόφων του είχε ξεκινήσει–, ήρθαν αστυνομικοί να τον συλλάβουν στο εργοστάσιο που δούλευε, στου Παπαχρυσάνθου. Τον βοήθησε να διαφύγει ο ίδιος ο εργοδότης του, τον οποίο είχε ταράξει στις απεργίες. Ο Γιάννης του είχε επιβληθεί ηθικά. Και όχι μόνο σε αυτόν. Πολλοί εργοδότες, όσο αντιδραστικοί κι αν είναι, κατά βάθος θαυμάζουν την ηθική ανωτερότητα των κομμουνιστών, ειδικά αν αυτοί είναι και καλοί εργάτες. Δεν βρίσκουν τέτοια ηθικά πρότυπα στη δική τους κοινωνική τάξη. Έπειτα, ο Γιάννης και η τότε ηγεσία των λιθογράφων είχαν και την εξής αρχή: πάνω στον αγώνα θα δοκίμαζαν οπωσδήποτε τεχνάσματα και παραπλανήσεις εις βάρος των εργοδοτών· όμως τις συμφωνίες που έκαναν με τους εργοδότες στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων τις τηρούσαν στο ακέραιο. Οπότε και αυτό συνέβαλε στο να επιβάλλονται ηθικά στους εργοδότες. 

Ο Γιάννης είχε το γνώρισμα να βλέπει μακριά, να μην αφήνει διάφορες μικροπολιτικές εμπάθειες και πικρίες να τον παρασύρουν. Ήταν σκληρός στην απόκρουση διασπάσεων και υπονομεύσεων της οργάνωσης. Ήταν εξαιρετικά επίμονος όταν υπερασπιζόταν ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις που ο ίδιος τις θεωρούσε κρίσιμες για το κίνημα. Αλλά δεν γινόταν εμπαθής. Μετά από μια ταραχώδη συζήτηση, θα επέμενε πάντα να αποχαιρετιστούμε όλοι φιλικά, διά χειραψίας, κάτι που το είχε επιβάλει ο Σβερντλόφ στις συσκέψεις των Μπολσεβίκων.

 

Η τόλμη στη σκέψη και στην πράξη ήταν για τον Γιάννη το πιο πολύτιμο χαρακτηριστικό ενός επαναστάτη μαρξιστή. Απεχθανόταν τους ανθρώπους που κρατάνε «πισινή», που δεν ρισκάρουν προβλέψεις, που αποφεύγουν να «εκτεθούν». Το αγαπημένο του ρητό ήταν αυτό του Δαντόν από τη Γαλλική Επανάσταση: «τόλμη, και πάλι τόλμη, και ακόμη περισσότερη τόλμη». Από την άλλη, βέβαια, έλεγε ότι η τόλμη είναι κάτι που μαθαίνεται. Ο φόβος είναι κάτι το φυσικό στον άνθρωπο, και πρέπει κανείς να εκπαιδευτεί όχι να μη φοβάται, αλλά να ελέγχει τον φόβο του. Η παρανομία της περιόδου της Χούντας, η δράση των ΔΕΑ, η περίφημη διαφυγή στην Ιταλία με τη βάρκα, οι δύσκολες συνθήκες της αντιδικτατορικής πάλης στο εξωτερικό του έδωσαν πάμπολλες φορές την ευκαιρία να δοκιμάσει και να αναπτύξει την τόλμη του. 

Κάποια στιγμή, πριν τη διαφυγή στην Ιταλία, κρυβόταν ή έκρυβε εκρηκτικά σε ένα σπίτι πολύ κοντά στα κεντρικά της τότε αστυνομικής διεύθυνσης Αθηνών. Με βάση τη λογική του «παραλογισμού», το θεωρούσε πιο ασφαλές να κρύβεται ακριβώς δίπλα στην αστυνομία, και μάλιστα να χαιρετά και τον φρουρό της εισόδου της αστυνομίας κάθε πρωί! Όταν χρειάστηκε να αγοραστούν κάποιες επιπλέον γραφομηχανές και πολύγραφοι για τον παράνομο μηχανισμό των ΔΕΑ, εμφανίστηκε στο αντίστοιχο κατάστημα ως αξιωματικός του στρατού που ήθελε να κάνει μια παραγγελία για τις ανάγκες του στρατού. Ο έμπορος άρχισε να ρωτάει πολλά. Τότε ο Γιάννης ψύχραιμα τον διαβεβαίωσε ότι θα πάρει και επιπλέον χρήματα από τη «μίζα». Έτσι ο έμπορος πείστηκε ότι επρόκειτο όντως για παραγγελία του στρατού. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε δεκάδες τέτοια περιστατικά…

Η κορύφωση βέβαια αυτής της αντίληψης του Γιάννη για την τόλμη που πρέπει να διακρίνει έναν επαναστάτη ήταν η διαφυγή στην Ιταλία μαζί με τον Γιώργο Κώτσου, τον Σεπτέμβριο του 1967, με ένα μικρό βαρκάκι – 17 ημέρες πάλης με τα κύματα της ανοιχτής θάλασσας. Αυτό που ίσως δεν είναι γνωστό είναι ότι ο Γιάννης ήταν διατεθειμένος να ξανακάνει αυτό το ακραία παράτολμο ταξίδι, με αντίστροφη κατεύθυνση, προκειμένου να εισέλθει παράνομα στην Ελλάδα και να συνεχίσει την αντίσταση. Ωστόσο, η επικήρυξή του από τη δικτατορία ματαίωσε αυτό το σχέδιο. 

Η τόλμη στη σκέψη έχει ίσως και μεγαλύτερη αξία από την τόλμη στη δράση. Ο Γιάννης έσπασε πολλές φορές τις ρουτινιάρικες συνήθειες των ηγετίσκων της ελληνικής άκρας αριστεράς, παίρνοντας –αυτός, ένας «αμόρφωτος» εργάτης, που είχε όμως τεράστια αυτομόρφωση– θέσεις που χάραξαν νέους δρόμους. Όπως: για την αστική ταξική φύση του ΠΑΣΟΚ, για το αδύνατο της ενοποίησης της Ευρώπης υπό καπιταλιστικές συνθήκες, για την ενορχηστρωμένη από τους καπιταλιστές αντικατάσταση της μαχητικής ελληνικής εργατικής τάξης από εισαγόμενους πληθυσμούς, για τα κινέζικα προϊόντα και την «κινεζοποίηση» των εργατικών τάξεων των ανεπτυγμένων χωρών κ.λπ. κ.λπ. Σε όλα αυτά, πλην της τόλμης του, όπως είπαμε, συνέβαλε και η διαπαιδαγώγησή του στη διαλεκτική σκέψη, που πολλοί πρωτοπόροι εργάτες την έχουν σε μεγαλύτερο βαθμό από πολλούς διανοούμενους. Καθώς βέβαια και το οξυμένο αισθητήριό του. Πάντως, 12 χρόνια μετά τον θάνατό του, χαιρόμαστε να βλέπουμε τις θέσεις αυτές –για ορισμένες από τις οποίες ο Γιάννης δέχθηκε άνανδρες και ανήθικες επιθέσεις– να γίνονται αποδεκτές από ένα ευρύτερο κοινό. 

 

Για τον Γιάννη Βερούχη η μεγαλύτερη δοκιμασία για έναν επαναστάτη είναι η αντοχή στον χρόνο, στην κόπωση, στις απογοητεύσεις, στις ήττες, στις παντοειδείς πιέσεις της αστικής κοινωνίας. Και ο Γιάννης πέρασε πολλά τεστ αντοχής. Όταν βρέθηκε εξόριστος κατά τη διάρκεια της Χούντας στην Ευρώπη, ανακάλυψε κάτι που τον τάραξε: ότι η διεθνής οργάνωση στην οποία ανήκε ο ίδιος και οι Έλληνες σύντροφοί του του ΚΔΚΕ δεν ήταν αυτή που πίστευε· η ηγεσία της είχε πληγεί ιδεολογικά, υπό την πίεση της υποχώρησης του εργατικού κινήματος στην Ευρώπη μετά από περίπου δύο δεκαετίες σταθεροποίησης και ανάπτυξης του καπιταλισμού από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Επιλέγοντας να μην κρύψει τις ιδεολογικές του διαφορές, διαγράφηκε και έμεινε πολιτικά μόνος. Προτίμησε να πάει να δουλέψει στα κολαστήρια της βιομηχανίας κυανίου της Ντεγκούσα στη Γερμανία, παρότι είχε προτάσεις που θα του εξασφάλιζαν μια πολύ πιο άνετη ζωή στην εξορία· όπως η πρόταση να γίνει έμμισθος οργανωτικός γραμματέας του ΠΑΚ με μεσολάβηση του Πάμπλο. Ήταν συνεπής υπερασπιστής της ενότητας και ανοιχτός προς κάθε είδους συνεργασία που εξυπηρετούσε τον ιδεολογικό σκοπό ή την πάλη της εργατικής τάξης· ήξερε όμως να μένει και μόνος όταν αυτό απαιτούσε η υπεράσπιση απαράβατων ιδεολογικών αρχών. Να βαδίζει μόνος την πολιτική έρημο και να ξαναξεκινάει από την αρχή.

Από το 1993, συνδέθηκε με μια ομάδα νεαρών τροτσκιστών, την οποία διαμόρφωσε καταλυτικά, και με τις πολιτικές του θέσεις και με την αγωνιστική εμπειρία του, κυρίως όμως με το προσωπικό του παράδειγμα. Έτσι φτάσαμε στη σημερινή μας οργάνωση, στην οποία –όπως και στην εφημερίδα αυτή που κρατάτε στα χέρια σας, τη Σοσιαλιστική Προοπτική– έδωσε κυριολεκτικά και την τελευταία ικμάδα της δύναμής του, παρά το σημαντικό πρόβλημα υγείας που τον ταλαιπωρούσε επί πολλά χρόνια. Σε κάθε δύσκολη στιγμή ο Γιάννης έδινε πάντα το σύνθημα της ανασύνταξης δυνάμεων, της νέας εκκίνησης. Πάντα πιστός στον αδαμάντινο νόμο των εφεδρειών, στη δύσκολη στιγμή θα έβγαζε μια νέα ανάλυση, νέα επιχειρήματα, νέες προτάσεις για δράση, νέες πολιτικές επαφές – και θα ανόρθωνε το ηθικό όλων μας. 

Η πολιτική κληρονομιά του Γιάννη Βερούχη έχει ακόμα πάρα πολλά να μας δώσει. Είναι ένας θησαυρός που το εργατικό και επαναστατικό κίνημα έχει σήμερα περισσότερο ανάγκη από ποτέ.

 

Πάρις Δάγλας

 

 

Ο γνωστός αγωνιστής του αντιδικτατορικού κινήματος Μήτρος Κωτσάκης (της «Δημοκρατικής Άμυνας») έγραψε για τον Γιάννη Βερούχη:

«Για μένα υπήρξε ο δάσκαλός μου. Είμαι περήφανος που γνώρισα στη ζωή μου τον Γιάννη Βερούχη. Αυτός με έμαθε να εκτιμώ τον άνθρωπο και να ξεχωρίζω τις αξίες. Θα περάσουν πολλά χρόνια για να βρεθεί Βερούχης στο εργατικό κίνημα».