Τρίτη 25 Ιουνίου 2024

Αποκαλυπτήρια για την «ανάπτυξη» αλά Μητσοτάκη

Τα στοιχεία «φούσκας» γίνονται όλο και πιο εμφανή στο 
κυβερνητικό αφήγημα περί οικονομικής ανάπτυξης
 Πυκνώνουν τα σύννεφα πάνω από την ελληνική οικονομία, όπως δείχνουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το πρώτο τρίμηνο του 2024. Μάλιστα, δεν αποκλείεται στις αρχές Ιουνίου οι ανακοινώσεις της για την ανάπτυξη του πρώτου τριμήνου να έχουν αρνητικό αντί για θετικό πρόσημο.

Η κυβέρνηση της ΝΔ είχε πολλές φορές υποστηρίξει τα δύο προηγούμενα χρόνια ότι με τη δική της «πετυχημένη οικονομική διακυβέρνηση» η ελληνική οικονομία θα αναπτυσσόταν μέσω της αύξησης των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών και των επενδύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης. Είχε μάλιστα θέσει στόχο για το 2023 την άνοδο των εξαγωγών στα 70 δισ. ευρώ ή κατά 15% ψηλότερα σε σχέση με το 2022. Όμως, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι ελληνικές εξαγωγές έκλεισαν το 2023 στα 50,92 δισ. ευρώ, έναντι 55,76 δισ. ευρώ το 2022, δηλαδή όχι μόνο δεν ενισχύθηκαν κατά 15% αλλά κατέγραψαν και πτώση 8,7%! Και το χειρότερο είναι ότι η πτώση συνεχίστηκε με ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα και το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους.

Το δεύτερο «καμπανάκι» της ΕΛΣΤΑΤ είναι ότι το εμπορικό έλλειμμα κατά το πρώτο τρίμηνο του 2024 ανήλθε σε 7,97 δισ. ευρώ έναντι 7,33 δισ. ευρώ το ίδιο διάστημα του έτους 2023, παρουσιάζοντας αύξηση 8,7%, που μάλιστα, αφαιρουμένων των πετρελαιοειδών, φτάνει το 14,5%! Αυτό δείχνει ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις, για την άνοδο των οποίων συχνά θριαμβολογεί η κυβέρνηση, παραμένουν τελικά σε πολύ χαμηλά επίπεδα για να μπορέσουν να δώσουν ώθηση στην παραγωγή και τις εξαγωγές αγαθών, ιδίως επειδή σημαντικό μέρος τους κατευθύνεται σε μη παραγωγικούς κλάδους όπως η αγορά ακινήτων ή οι τουριστικές επιχειρήσεις – και όχι στον πρωτογενή τομέα ή στη βιομηχανία, η οποία παραμένει ο μεγάλος ασθενής στην Ελλάδα. 

Σημαντικό στοιχείο του πρώτου τριμήνου είναι και η μεγάλη πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης, με την Ελλάδα να είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που εμφάνισε μείωση, παρά τις θριαμβολογίες της κυβέρνησης για την αύξηση του κατώτατου μισθού και τη σχετική μείωση (ή μη αύξηση) της ανεργίας. Η κατανάλωση μειώνεται φυσικά λόγω του υψηλού πληθωρισμού τροφίμων και των καθηλωμένων μισθών. Ως προς το τελευταίο, πολύ σημαντικό είναι και το εξής: από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας που υπογράφηκαν τα δύο τελευταία χρόνια μόνο το ένα τρίτο περιλαμβάνει αυξήσεις μισθών.

 

Γιάννης Τριανταφύλλου