Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2025

Η θρυλική αγωνίστρια του αμερικανικού προλεταριάτου Μάνα Τζόουνς

Μάνα Τζόουνς (1837-1930)
 Δημοσιεύουμε σε αυτή μας την Ιστορική Στήλη ένα ακόμα απόσπασμα (μετά τα δύο του προηγούμενου φύλλου μας) από την «Αυτοβιογραφία» της Μάνας Τζόουνς (1837-1930), της θρυλικής αγωνίστριας που αφιέρωσε όλη της τη ζωή στην οργάνωση της αμερικανικής εργατικής τάξης. Οι ΗΠΑ βρίσκονται αυτή τη στιγμή στην κορυφή της παγκόσμιας επικαιρότητας λόγω των πρόσφατων εκλογών, εμείς όμως πιστεύουμε ότι το πιο σημαντικό που εξελίσσεται εκεί τα τελευταία χρόνια είναι η ελπιδοφόρος άνοδος του αμερικανικού εργατικού κινήματος. Γνωρίζοντας τη ζωή και το έργο της Μάνας Τζόουνς μπορούμε να έχουμε μια αντιπροσωπευτική εικόνα για τις απαράμιλλες σε ηρωισμό παραδόσεις αυτού του κινήματος.  

Στο προηγούμενο φύλλο μας, του Νοεμβρίου 2024, θα βρείτε και ένα εισαγωγικό σημείωμα του συντρόφου μας Μ. Σάκου με χρήσιμα βιογραφικά στοιχεία για αυτή τη σπουδαία προσωπικότητα του παγκόσμιου προλεταριακού κινήματος.  

 

Νίκη στο Άρνοτ

Πριν το 1899, οι ανθρακοφόρες περιοχές της Πενσυλβάνια δεν ήταν οργανωμένες... Οι ώρες της δουλειάς κάτω απ’ το έδαφος ήταν φοβερά ατέλειωτες. Δεν ήταν σπάνιο δεκαπέντε ώρες την ημέρα, δεκατρείς, δώδεκα. Κανένας νόμος δεν προστάτευε τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα του ανθρακωρύχου. Οικογένειες ζούσαν σε καλύβες της εταιρείας, που δεν ήταν κατάλληλες ούτε για τα γουρούνια τους. Παιδιά πέθαιναν κατά εκατοντάδες εξαιτίας της άγνοιας και της φτώχειας των γονιών τους. 

Το 1903 η Μάνα Τζόουνς  οργάνωσε την περίφημη πορεία
των παιδιών-εργατών για να πιέσει για την κατάργηση της
 παιδικής εργασίας

Συχνά είχα βοηθήσει στην προετοιμασία για την ταφή των παιδιών των ανθρακωρύχων, και οι μητέρες σπάνια μπορούσαν να κρύψουν την ανακούφισή τους για τον θάνατο των μικρών. Ένα άλλο ετοιμαζόταν ήδη να πάρει τη θέση του, με προορισμό να πάει, αν θα ήταν αγόρι, στους σπαστήρες, κι αν θα ήταν κορίτσι, στα μεταξουργεία, όπου τ’ άλλα αδέρφια εργάζονταν ήδη.

Οι Ενωμένοι Εργάτες Ορυχείων* αποφάσισαν να οργανώσουν αυτές τις περιοχές και να παλέψουν για ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων. Οι οργανωτές μπήκαν σε δουλειά. Όταν το σθένος των ανθρώπων στα μεταλλεία μεγάλωσε αρκετά, κηρύχτηκε απεργία. Στο Άρνοτ της Πενσυλβάνια είχε κρατήσει κιόλας τέσσερις ή πέντε μήνες. Οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να απογοητεύονται. Η εταιρεία άνθρακος έστειλε γιατρούς, δασκάλους, ιεροκήρυκες με τις γυναίκες τους στα σπίτια των ανθρακωρύχων, για να τους πείσουν να υπογράψουν ένα χαρτί ότι θα γύριζαν στη δουλειά.

Ο πρόεδρος του συνδικάτου της περιοχής, ο κ. Ουίλσον, και ένας οργανωτής, ο Τομ Χάγκερτι, είχαν απελπιστεί. Οι υπογραφές ήταν συντριπτικά υπέρ της άποψης να γυρίσουν τη Δευτέρα στη δουλειά. Ο Χάγκερτι πρότεινε να με καλέσουν. Το Σάββατο το πρωί τηλεφώνησαν στο Μπάρνσμπορο, όπου δούλευα στην οργάνωση, και ζήτησαν να πάω εκεί αμέσως, αλλιώς θα έχαναν την απεργία.

«Μάνα» είπε ο Χάγκερτι, «έλα αμέσως και βοήθα μας! Τα παιδιά είναι τόσο απογοητευμένα! Πρόκειται να μπουν μέσα τη Δευτέρα». Του είπα ότι είχα μια σύσκεψη εκείνο το βράδυ, αλλά ότι θα μπορούσα να φύγω νωρίς το πρωί της Κυριακής. 

Ξεκίνησα την αυγή. Στο Ρόρινγκ Μπραντς, τον πλησιέστερο στο Άρνοτ σταθμό του τρένου, ο γραμματέας του συνδικάτου του Άρνοτ, ένα νέο παιδί, ο Ουίλιαμ Μπόουνσερ, με περίμενε με ένα μόνιππο. Περάσαμε δεκαέξι μίλια ανώμαλου δρόμου πάνω στα βουνά. Έκανε κρύο τσουχτερό.

Φτάσαμε στο Άρνοτ την Κυριακή το μεσημέρι κι έπιασα δωμάτιο στο ξενοδοχείο της εταιρείας της πόλης. Είχα μερικές αντιρρήσεις, αλλά ο Μπόουνσερ είπε: «Μάνα, έχουμε κλείσει αυτό το δωμάτιο για σένα, κι αν δεν το πιάσεις, δεν θα μας δώσουν ποτέ κανένα άλλο». Το απόγευμα της Κυριακής έκανα μια συγκέντρωση. Δεν ήταν τόσο μεγάλη, σαν εκείνες που κάναμε αργότερα, αλλά ταρακούνησα τους φτωχούς, δυστυχισμένους ανθρώπους που ήρθαν.

«Πρέπει να δώσετε μια υπόσχεση. Σηκωθείτε και υποσχεθείτε να μείνετε πιστοί στ’ αδέρφια σας και στο συνδικάτο μέχρι να νικήσει η απεργία». Οι άντρες δίσταζαν, αλλά οι γυναίκες σηκώθηκαν με τα μωρά στα χέρια και υποσχέθηκαν οι ίδιες ότι θα φρόντιζαν να μην πάει κανείς στη δουλειά το πρωί. «Η συγκέντρωση αναβάλλεται για αύριο το πρωί στις 10. Ελάτε όλοι και φροντίστε να έρθουν μαζί σας και οι σκλάβοι που σκέφτονται να γυρίσουν στους κυρίους τους».


Γύρισα στο δωμάτιό μου στο ξενοδοχείο. Δεν με φώναξαν για το δείπνο, αλλά όταν ο γενικός διευθυντής των ορυχείων και όλοι οι άλλοι πελάτες είχαν φύγει για την εκκλησία, η οικονόμος του ξενοδοχείου ανέβηκε κλεφτά στο δωμάτιό μου και με κάλεσε να κατέβω για ένα τσάι. Στις 11, την ίδια νύχτα, η οικονόμος ξαναχτύπησε την πόρτα μου και μου είπε ότι έπρεπε να εγκαταλείψω το δωμάτιό μου, γιατί της είχαν πει πως ανήκε σε έναν δάσκαλο. «Είναι ντροπή, Μάνα», ψιθύρισε, καθώς με βοηθούσε να βάλω το παλτό μου.

Πάντα κοντά στο πλευρό των καταπιεσμένων και όσων 
είχαν ανάγκη

Βρήκα τον μικρό Μπόουνσερ να με περιμένει κάτω στον διάδρομο. Με πήγε στο βουνό, στο σπίτι ενός ανθρακωρύχου. Φυσούσε ένας κρύος άνεμος, που κόντευε να ρίξει τη σκούφια απ’ το κεφάλι μου. Χτύπησα την πόρτα της καλύβας του ανθρακωρύχου. 

Μια αντρική φωνή φώναξε: «Ποιος είναι;»

«Η Μάνα Τζόουνς», είπα.

Ένα φως φάνηκε στο μικροσκοπικό παράθυρο.

«Σε διώξανε, Μάνα;»

«Ναι, με διώξανε».

«Το είπα στη Μαίρη ότι μπορεί και να το έκαναν», είπε ο ανθρακωρύχος. Κρατούσε τη λάμπα με τον αντίχειρα και το μικρό δάχτυλο και μπόρεσα να δω ότι τ’ άλλα δάχτυλα έλειπαν. Το πρόσωπό του ήταν νεανικό, αλλά το σώμα του είχε καμπουριάσει. 

Επέμενε να κοιμηθώ στο μοναδικό κρεβάτι που υπήρχε, μαζί με τη γυναίκα του. Αυτός κοιμήθηκε στο τραπέζι της κουζίνας, βάζοντας το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια του. Νωρίς το πρωί, η γυναίκα του σηκώθηκε για να κάτσουν τα παιδιά φρόνιμα, ώστε να μπορέσω να κοιμηθώ λίγο ακόμη, επειδή ήμουν πολύ κουρασμένη. 

Στις οχτώ η ώρα ήρθε στο δωμάτιό μου φωνάζοντας: «Μάνα, έχεις ξυπνήσει;»

«Ναι, έχω ξυπνήσει».

«Θα πρέπει να σηκωθείς. Έχει έρθει ο σερίφης για να μας διώξει επειδή σε φιλοξενήσαμε. Αυτό το σπίτι ανήκει στην εταιρεία».

Η οικογένεια μάζεψε όλα τα υπάρχοντά της, που δεν ήταν και πολλά, ξεκρέμασε όλες τις εικόνες, τα έβαλε όλα μαζί σε μια άμαξα, και μαζί με όλους τους γείτονές τους πήγαν στη συγκέντρωση. Το θέαμα εκείνης της άμαξας με τα φτωχά έπιπλα και τις εικόνες και τα παιδιά, με τον πατέρα και τη μητέρα και μένα να περπατάμε κατά μήκος του δρόμου, έκανε τη ζυγαριά να γείρει από την άλλη μεριά. Οι άντρες θύμωσαν τόσο ώστε αποφάσισαν να μη γυρίσουν εκείνο το πρωί στα ορυχεία. Απεναντίας, ήρθαν στη συγκέντρωση, όπου πήραν την απόφαση να μη σπάσουν την απεργία μέχρι να νικήσουν.

Τότε η εταιρεία προσπάθησε να φέρει απεργοσπάστες. Είπα στους άντρες να μείνουν σπίτι με τα παιδιά, για αλλαγή, και να αφήσουν τις γυναίκες να περιμένουν τους απεργοσπάστες. Οργάνωσα έναν στρατό από γυναίκες. Τη δεδομένη μέρα, θα έπρεπε να φέρουν τις σφουγγαρίστρες τους και τις σκούπες τους, και ο «στρατός» θα ορμούσε ενάντια στους απεργοσπάστες στα ορυχεία. Ο γενικός διευθυντής, ο σερίφης και οι πληρωμένοι λακέδες της εταιρείας είχαν ακούσει το σχέδιό μας και ήταν σε ετοιμότητα. Η μέρα έφτασε και οι γυναίκες ήρθαν με σφουγγαρίστρες, σκούπες και κουβάδες νερό.

Αποφάσισα να μην πάω η ίδια στο Ντριπ Μάουθ, επειδή ήξερα ότι θα με συλλαμβάνανε και ίσως αυτό διέλυε τον «στρατό». Διάλεξα σαν αρχηγό μια Ιρλανδέζα που είχε μια πολύ γραφική εμφάνιση. Είχε ξυπνήσει αργά, κι ο άντρας της της είχε πει να βιαστεί να έρθει στον «στρατό». Είχε αρπάξει ένα κόκκινο μεσοφόρι και το φόρεσε πάνω από ένα χοντρό βαμβακερό νυχτικό. Φορούσε μια μαύρη κάλτσα και μια άσπρη. Είχε δέσει ένα μικρό κόκκινο σάλι με κρόσσια πάνω στα αχτένιστα κοκκινωπά μαλλιά της. Το πρόσωπό της ήταν κόκκινο και τα μάτια της φαίνονταν τρελά. Την κοίταξα και ένιωσα ότι μπορούσε να σηκώσει θύελλα. 


Η Μάνα Τζόουνς μιλάει σε απεργιακή συγκέντρωση στο
Σιάτλ το 1914
«Θα οδηγήσεις τον στρατό στο Ντριπ Μάουθ», της είπα. «Πάρε αυτό το τενεκεδένιο τηγάνι που έχεις μαζί σου και το σφυρί σου, και όταν οι απεργοσπάστες και τα μουλάρια βγουν απ’ τα ορυχεία, άρχισε να χτυπάς με το σφυρί σου και να ουρλιάζεις. Μετά, αρχίστε να χτυπάτε όλες μαζί με τα σφυριά και να ουρλιάζετε, και να είστε έτοιμες να κυνηγήσετε τους απεργοσπάστες με τις σφουγγαρίστρες σας και τις σκούπες σας. Μη φοβάστε κανέναν».

Οδήγησε τις γυναίκες στην πλαγιά του βουνού ουρλιάζοντας και σκούζοντας, και όταν τα μουλάρια βγήκαν από τα ορυχεία με τους απεργοσπάστες και το κάρβουνο, άρχισε να χτυπάει το τηγάνι και να ουρλιάζει, και μαζί της όλος ο «στρατός». Ο σερίφης τη χτύπησε ελαφρά στον ώμο.

«Αγαπητή μου κυρία», είπε, «θυμήσου τα μουλάρια. Μην τα τρομάξεις».

Σήκωσε το παλιό τηγάνι της και τον χτύπησε μ’ αυτό, ουρλιάζοντας: «Στο διάολο και συ και τα μουλάρια!».

Ο σερίφης έχασε την ισορροπία του κι έπεσε μέσα στον χείμαρρο. Μετά, τα μουλάρια άρχισαν να επαναστατούν ενάντια στο σπάσιμο της απεργίας. Τινάζονταν και κλότσαγαν τους απεργοσπάστες οδηγούς τους και τελικά ξεκίνησαν τρέχοντας για την αποθήκη. Οι απεργοσπάστες άρχισαν να κατεβαίνουν τον λόφο τρέχοντας, ακολουθούμενοι από τον στρατό των γυναικών με τις σφουγγαρίστρες τους και τους κουβάδες και τις σκούπες.

Ένας φλύαρος παπαγάλος σε μια κοντινή καλύβα φώναζε στον επιστάτη. «Πήγες διάολο; Πήγες; Πήγες διάολο;».

Υπήρχε ένας πολύ μεγάλος γιατρός στο πλήθος, ένα χαϊδεμένο σκυλάκι της εταιρείας. Είχε έναν χαρτοφύλακα στο χέρι του και μου είπε με θράσος: «Κυρία Τζόουνς, έχω ένα ένταλμα για σένα». «Εντάξει» του είπα, «κράτα το στην τσάντα σου με τα χάπια μέχρι να έρθω να το ζητήσω. Τώρα έχω συγκέντρωση».

Από κείνη τη μέρα οι γυναίκες φύλαγαν συνέχεια σκοπιά στα ορυχεία, για να μη φέρει η εταιρεία απεργοσπάστες. Κάθε μέρα, γυναίκες με σφουγγαρίστρες ή σκούπες στο ένα χέρι και μωρά στο άλλο, τυλιγμένα με μικρές κουβέρτες, πήγαιναν στα ορυχεία και φρουρούσαν ώστε κανείς να μην πάει εκεί. Και όλη τη νύχτα φύλαγαν σκοπιά. Ήταν ηρωικές γυναίκες. Στα ατέλειωτα χρόνια που θα έρθουν, το έθνος θα τους αποδώσει φόρο τιμής, γιατί πάλεψαν για την πρόοδο μιας μεγάλης χώρας. 

Έκανα συγκεντρώσεις σ’ όλη τη γύρω περιοχή. Η εταιρεία σκόρπισε λεφτά ανάμεσα στους αγρότες, παροτρύνοντάς τους να μην κάνουν τίποτα για τους ανθρακωρύχους. Πήρα ένα παλιό αμάξι μ’ ένα μουλάρι που ανήκε στο συνδικάτο κι είχε κατέβει κι αυτό στην απεργία, και με το μικρό αγόρι ενός ανθρακωρύχου για οδηγό βγήκα στη γύρα. Έκανα συγκεντρώσεις στους γεωργούς και τους κέρδισα με τη μεριά των απεργών.

Μερικές φορές, ήταν δώδεκα τα μεσάνυχτα ή μία όταν γύριζα σπίτι, οδηγώντας το μουλάρι, με το μικρό αγόρι να κοιμάται στα χέρια μου. Μερικές φορές, η θερμοκρασία ήταν πολλούς βαθμούς κάτω από το μηδέν. Ο άνεμος κατέβαινε σφυρίζοντας από τα βουνά κι έριχνε το χιόνι και το χιονόνερο στα πρόσωπά μας. Τα χέρια μου και τα πόδια μου ήταν συνήθως σαν παράλυτα. Ζούσαμε με ξερό ψωμί και μαύρο καφέ. Κοιμόμουν σ’ ένα δωμάτιο που ποτέ δεν είχε φωτιά, και συχνά ξυπνούσα το πρωί για να δω το χιόνι να έχει καλύψει τα σκεπάσματα του κρεβατιού. 

…Στο τέλος του Φλεβάρη, η εταιρεία έβγαλε μια ανακοίνωση που έλεγε ότι όλα τα αιτήματα είχαν γίνει δεκτά.

«Κερδίσατε το δικαίωμα να χρησιμοποιούμε την αίθουσα για τις συγκεντρώσεις μας;» ρώτησαν οι γυναίκες.

«Όχι, αυτό δεν το ζητήσαμε».

«Τότε η απεργία συνεχίζεται», είπαν αυτές. 

Πήραν την αίθουσα, και όταν ο πρόεδρος του συνδικάτου Ουίλσον γύρισε από ένα συνέδριο στο Σινσινάτι, έκλαψε από χαρά και ευγνωμοσύνη…

 

Σημείωση

* Ενωμένοι Εργάτες Ορυχείων: Εργατικό συνδικάτο που ιδρύθηκε στο Κολόμπους του Οχάιο το 1890, από τη συγχώνευση δύο παλαιών εργατικών ενώσεων, των Ιπποτών της Εργασίας και της Εθνικής Προοδευτικής Ένωσης Ανθρακωρύχων. Στόχος του η οργάνωση των ανθρακωρύχων σε όλο τον κλάδο της εξόρυξης άνθρακα και όχι κατά ειδικότητα, όπως έκανε η Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας, που οργάνωνε μόνο τους ειδικευμένους εργάτες.