Η διαδικασία εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης καλά κρατεί. Η ψήφιση του νομοσχεδίου για ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων (τον περασμένο Μάρτιο) αποτελεί ένα μόνο κομμάτι της. Ένα άλλο είναι η εμπορευματοποίηση που συντελείται μέσα στα ίδια τα δημόσια πανεπιστήμια, μεταξύ άλλων με τον πολλαπλασιασμό των μεταπτυχιακών προγραμμάτων με δίδακτρα. Τα στατιστικά στοιχεία του Υπουργείου Παιδείας είναι αποκαλυπτικά. Το 2010 στα μεταπτυχιακά προγράμματα των ελληνικών πανεπιστημίων σπούδαζαν 31.071 φοιτητές. Το 2016, ο αριθμός αυξήθηκε σε 52.948 και το 2022 ο αριθμός έφθασε τους 94.931. Με βάση τα τελευταία στοιχεία της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης, οι μεταπτυχιακοί το 2022 αποτελούσαν το 11,25% του συνόλου των φοιτητών των ελληνικών πανεπιστημίων συμμετέχοντας συνολικά σε 923 μεταπτυχιακά προγράμματα, με δίδακτρα που κυμαίνονται στα 1.500-10.000 ευρώ, ενώ ελάχιστα είναι εντελώς δωρεάν.
Ωστόσο, παρά την αξιοσημείωτη αυτή αύξηση, το ποσοστό μεταπτυχιακών ως προς το σύνολο των φοιτητών στην Ελλάδα παραμένει το χαμηλότερο μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. (11,25% έναντι 29,18% του ευρωπαϊκού μέσου όρου), γεγονός το οποίο δείχνει ότι το φαινόμενο θα αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερη δυναμική. Και αυτό παρά το υψηλό κόστος, καθώς στα μάτια των νέων η απόκτηση επιπλέον πιστοποιητικών φαντάζει ως το μόνο μέσο για την εύρεση εργασίας με υψηλότερη αμοιβή.
Για αυτόν ακριβώς τον λόγο αξίζει να δούμε ορισμένες συνέπειες της «φούσκας» των μεταπτυχιακών, όπως τις αναδεικνύουν πλέον και σοβαρά αστικά έντυπα (βλ. Economist κ.ά.), σε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ, που δείχνουν λιγότερο ή περισσότερο τον δρόμο που θα ακολουθήσει και η χώρα μας:
● Παροχή πτυχίων χαμηλής ποιότητας, μεταξύ άλλων και λόγω αποκοπής μαθημάτων από τις κύριες σπουδές και ένταξής τους σε μεταπτυχιακά προγράμματα (αυτό παρατηρείται ήδη και στην Ελλάδα).
● Υπερχρέωση των φοιτητών, και πολλές φορές και των ίδιων των κρατών που είναι εγγυητές των δανείων.
● Χαμηλή οικονομική απόδοση σε επίπεδο μισθών σε σύγκριση με το κόστος και τον χρόνο φοίτησης.
Με λίγα λόγια, η κοινωνική κινητικότητα μέσω της ανώτατης εκπαίδευσης, η οποία τις παλαιότερες δεκαετίες εξασφαλιζόταν, με άλλες βέβαια πολιτικές (διορισμοί στο δημόσιο, πλήρη επαγγελματικά δικαιώματα στο πτυχίο κ.ά.), σε μεγάλο βαθμό πλέον αποτυγχάνει και θα συνεχίσει να αποτυγχάνει. Αν προσθέσει κανείς στην εικόνα τα εγγενή προβλήματα της ελληνικής οικονομίας όπως είναι οι δυσμενείς και ελαστικές συνθήκες εργασίας, οι χαμηλές επενδύσεις και πάνω από όλα η αποδιαρθρωμένη παραγωγική μας βάση, καταλαβαίνει εύκολα ότι τα πράγματα αναμένονται μάλλον χειρότερα από ό,τι συμβαίνει ήδη στο εξωτερικό. Οι δεξιότητες που θα αποκτήσουν οι νέοι θα είναι δυσανάλογα πολλές και υψηλές σε σχέση με την πραγματικότητα της ελληνικής αγοράς εργασίας, οδηγώντας σε χαμηλούς μισθούς ή/και σε μετανάστευση με την προσδοκία να αξιοποιήσουν τις γνώσεις που απέκτησαν.
Και εδώ μπαίνει το ερώτημα: Δεν τα γνωρίζει αυτά η κυβέρνηση; Ασφαλώς και τα γνωρίζει! Αλλά δεν την ενδιαφέρει, και αυτό διότι βολεύεται για μια σειρά λόγους:
1ον) Η γενικότερη τάση εξυπηρετεί το αφήγημα της «δια βίου εκπαίδευσης», που, όπως έχουμε αναδείξει, μετακυλίει τα έξοδα εξειδίκευσης στους εργαζόμενους, αλλά και την ευθύνη, στη λογική «δεν έχετε καλές δουλειές γιατί δεν έχετε τις απαιτούμενες γνώσεις», δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από ό,τι συμβαίνει!
2ον) Δημιουργεί μια «αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών» που αποφέρει έσοδα στο κράτος και κυρίως εξυπηρετεί το κεφάλαιο που επενδύει στην εκπαίδευση, και είναι αρκετά μεγάλο στη χώρα μας, και
3ον) Θέλει να καλλιεργήσει πάση θυσία τις νεοφιλελεύθερες «αξίες» του ανταγωνισμού, της ατομικής επιτυχίας κ.λπ., πατώντας και στην υποχώρηση του φοιτητικού κινήματος (παρά τους αξιόλογους αγώνες που έδωσε τον περασμένο Ιανουάριο-Φεβρουάριο).
Η εργατική τάξη και η νεολαία ασφαλώς και πρέπει να είναι υπέρ της γνώσης, αλλά όχι της γνώσης για τη γνώση, ούτε της «γνώσης» στο πλαίσιο προσοντοθηρίας, όπως συμβαίνει τώρα. Για αυτό θα πρέπει να παλέψουμε από τη μία για να προωθηθεί η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, με επιχειρήσεις κάτω από δημόσιο έλεγχο, κεντρικό σχεδιασμό και σύνδεση με την εκπαίδευση, ώστε να μπορούν πραγματικά να αξιοποιηθούν οι γνώσεις-δεξιότητες των εργαζομένων, και από την άλλη για να γίνει ξανά η εκπαίδευση (πανεπιστημιακή και μη) δημόσια και δωρεάν για όλους!
Ιωάννης Νικολάου-Μπράζιος