Οι εργοδότες μας κερδίζουν
περισσότερα, η επεκτασιμότητα των συλλογικών συμβάσεων επανήλθε, στην Ευρώπη οι
φωνές κατά της διαρκούς λιτότητας ενισχύονται: από πολλές πλευρές οι συνθήκες
είναι τώρα ευνοϊκότερες για να διεκδικήσουμε συλλογικές συμβάσεις με αυξήσεις,
ώστε να ζούμε με αξιοπρέπεια από τη δουλειά μας. Δεν έχουμε καμιά δικαιολογία
να μη δώσουμε αυτή τη μάχη!
Κάποιες νίκες, έστω και
μικρές, πάνω στις βασικές εργατικές διεκδικήσεις θα ανορθώσουν το ηθικό του
εργαζόμενου λαού και θα ανοίξουν τον δρόμο για αποφασιστικότερους αγώνες. Ας
τολμήσουμε!
1. Το πρόσφατο
κραχ των τραπεζικών μετοχών στο χρηματιστήριο ήταν μια σαφής υπενθύμιση ότι η
περιβόητη «έξοδος από το μνημόνιο» είναι μια εντελώς ασταθής και αντιφατική
κατάσταση, κατά την οποία: βασικά στοιχεία του μνημονιακού καθεστώτος παραμένουν
ενεργά, ενώ ανά πάσα στιγμή μπορεί αυτή η ασθενής ανάκαμψη να αντιστραφεί, από
εσωτερικές ή εξωτερικές αιτίες. Ο στενός κορσές των υπερ-πλεονασμάτων, η
αδυναμία του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει την οικονομία, το τεράστιο
συσσωρευμένο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, που αντί να μειώνεται αυξάνεται, η
συνεχιζόμενη παρασιτική νοοτροπία της εγχώριας μεγαλοαστικής τάξης, που δεν
λέει να επενδύσει δεκάρα από την τσέπη της… όλα επιβεβαιώνουν ότι η χώρα, από
πολλές απόψεις, συνεχίζει να βαδίζει σε τεντωμένο σχοινί.
Εμείς όμως πιστεύουμε ότι η εργατική μας τάξη, ιδίως τα πιο
σκεπτόμενα και μαχητικά της τμήματα, δεν πρέπει να μείνει μόνο σε αυτή την
εικόνα, αλλά θα πρέπει να αντιληφθεί τις υπαρκτές δυνατότητες να αποσπάσει εδώ
και τώρα συγκεκριμένες κατακτήσεις. Η επαναφορά της επεκτασιμότητας των
συλλογικών συμβάσεων θα πρέπει να σημάνει καμπανάκι για τη συνειδητή εργατική
τάξη, ότι τώρα είναι η ώρα της συσπείρωσης στα σωματεία και της ανάκτησης του
αγωνιστικού της ηθικού. Σποραδικές κινήσεις έχουν ξεκινήσει, η αίσθηση ότι
τώρα μπορούμε και πρέπει να διεκδικήσουμε αυξήσεις διαδίδεται μέσα στους
εργαζόμενους – παρά τα αντικειμενικά εμπόδια, που είναι πολλά. Στους
περισσότερους κλάδους δεν υπάρχουν εργοδοτικές ενώσεις, αλλά ούτε και σωματεία,
ή αυτά είναι σφραγίδες. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία κρατά συνειδητά σε
αδράνεια τα σωματεία εδώ και πολλά χρόνια, και τώρα δεν έχει κατά νου να κάνει
τίποτε περισσότερο από το να διαπραγματευτεί με την κυβέρνηση πίσω από κλειστές
πόρτες. Τέλος, απεργιακοί αγώνες με κάποια διάρκεια δυσχεραίνονται
αντικειμενικά από τα ανύπαρκτα αποθέματα του μέσου εργατικού νοικοκυριού.
Παρ’ όλες αυτές τις δυσκολίες,
εμείς πιστεύουμε ότι προϋποθέσεις για
διεκδικητικούς αγώνες υπάρχουν, ξεκινώντας από τους πιο οργανωμένους
κλάδους. Αφ’ ενός, οι εργοδότες μας
κερδίζουν περισσότερα, όπως αποδεικνύουν τα επίσημα στοιχεία, και παρά τη
γενικότερη στενότητα στην αγορά, οι περισσότεροι προβαίνουν σε επιχειρηματικές
κινήσεις ή σχεδιάζουν να το κάνουν. Άρα
το επιχείρημα «δεν έχουμε να σας δώσουμε» δεν πιάνει πια. Από τη μεριά της
η κυβέρνηση δεσμεύεται για αύξηση του κατώτατου μισθού (και κατάργηση του
υποκατώτατου) τον Ιανουάριο του ’19, μιλάει για διορισμούς και επιμένει ότι
«δεν θα χρειαστεί» να περικοπούν οι συντάξεις. Ασφαλώς αυτό που τη νοιάζει είναι
η σταθεροποίηση της κοινωνικής κατάστασης, η μείωση της δυσαρέσκειας, η
πολιτική της επιβίωση. Αλλά και μόνο ότι
η συζήτηση πάει εκεί, είναι μια σαφής ένδειξη ότι ο ταξικός συσχετισμός έχει
αλλάξει προς το καλύτερο.
Επείγει, λοιπόν, οι
συνειδητοί εργαζόμενοι να εκμεταλλευτούν αυτό το κλίμα, να συσπειρωθούν στα
μόνα όργανα συλλογικής διεκδίκησης που έχουν, τα σωματεία τους, και εκεί να
διαμορφώσουν και τα κατάλληλα αιτήματα και τις κατάλληλες μορφές πάλης. Ώστε
πολύ σύντομα να έχει γίνει πεποίθηση στα ευρύτερα στρώματα του εργαζόμενου λαού
ότι από δω και πέρα συζητάμε μόνο τι θα
πάρουμε και όχι τι θα δώσουμε!
2. Για να
οργανώσουμε και να προετοιμάσουμε καλύτερα τους επόμενους αγώνες μας, πρέπει να
έχουμε και μια γενική εκτίμηση πού πηγαίνουν πολιτικά τα πράγματα. Κι εδώ δε
χωράει πολλή φιλοσοφία. Η κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στέκεται γιατί έχει τη στήριξη των δανειστών και ενός τμήματος της
αστικής τάξης, αλλά και γιατί ένα κρίσιμο κομμάτι της εργατικής τάξης θεωρεί
μεγαλύτερο κίνδυνο τον Μητσοτάκη και τις ακραίες νεοφιλελεύθερες ιδέες του. Επιπλέον,
η κυβέρνηση αυτή ευνοείται από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, καθώς, με το μέτωπο
της Ιταλίας ανοιχτό, οι «δανειστές» δεν θέλουν να τραβήξουν το σχοινί και με
την Ελλάδα. Παράλληλα, αναπτύσσει τις σχέσεις της και με τον αμερικανικό
παράγοντα. Η αποτυχία του δημοψηφίσματος
στα Σκόπια για τη Συμφωνία των Πρεσπών, αν και πολιτικά είναι πλήγμα για
την κυβέρνηση, της προσφέρει πολύτιμο χρόνο, καθώς ο Καμμένος δεν έχει λόγο
τώρα να σηκωθεί να φύγει. Τέλος, η
παντελής έλλειψη δυναμικής από τη μεριά του ΚΙΝΑΛ επιτρέπει στον Τσίπρα να ελπίζει
στη στήριξη των αντιδεξιών πρώην ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ.
Από την άλλη πλευρά, η ΝΔ
εκφράζει τα πιο αρπακτικά τμήματα της εγχώριας αστικής τάξης, αυτά που ξεκάθαρα θέλουν να επιβιώσουν από τη
συντριβή της εργατικής τάξης, ενώ ξεγελάει και ένα μεγάλο κομμάτι των
μικροαστών, που είναι άκρως δυσαρεστημένοι λόγω υπερφορολόγησης. Αν και
δημοσκοπικά η ΝΔ συνεχίζει να προηγείται, η «ψαλίδα» φαίνεται να κλείνει, γιατί
η ηγεσία Μητσοτάκη δεν έχει άλλο
«αφήγημα» εκτός από τη συνέχιση του μνημονίου, και μάλιστα πιο επιθετικά σε
θέματα ασφάλισης, ιδιωτικοποιήσεων, εργασιακά, παιδείας κ.λπ.
Για όλους αυτούς τους λόγους,
και με δεδομένο ότι ΚΚΕ, Χρυσή Αυγή και τα ακόμα μικρότερα κόμματα δεν
επηρεάζουν αποφασιστικά τους πολιτικούς συσχετισμούς, δεν προκύπτει σοβαρή
πιθανότητα εκλογών πριν από το τέλος της άνοιξης του 2019. Ένας λόγος παραπάνω όλες
οι πρωτοπόρες αγωνιστικές δυνάμεις να συγκεντρωθούν στο τι κάνουμε με το
εργατικό κίνημα, με τα συνδικάτα, με την οργάνωση της τάξης μας, με την ανύψωση
της διεκδικητικής της δύναμης. Εκεί θα
διαμορφωθεί ο νέος συσχετισμός δυνάμεων, και μόνο στον βαθμό που θα πετύχουμε
κάποιες, έστω και μικρές, νίκες σε αυτά τα μέτωπα, μπορεί η συνολική αναμέτρηση
με το μνημονιακό καθεστώς να ξαναπάρει σάρκα και οστά. Αυτό πρέπει να είναι
σαφές στην πρωτοπορία του εργατικού κινήματος.
3. Το πώς θα
εξελιχθεί η πάλη επιβίωσης του εργαζόμενου ελληνικού λαού από δω και πέρα θα
καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό και από τον διεθνή παράγοντα. Και σε αυτό το επίπεδο
η μεγάλη αλλαγή είναι η σύγκρουση
Ιταλίας-Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η νέα ιταλική κυβέρνηση, που κλίνει προς τον
προστατευτισμό, έχει φέρει σε δύσκολη θέση τις Βρυξέλλες, διεκδικώντας κάποια
αυτονόητα πράγματα: να κάνει η ίδια –και όχι η γραφειοκρατία της Ε.Ε.– κουμάντο
στη χώρα της, να μειώσει τη λιτότητα ώστε να μπορεί να δώσει το ελάχιστο
εγγυημένο εισόδημα, να κάνει κάποιες δημόσιες επενδύσεις στην παιδεία, τις
υποδομές κ.λπ. Στις απειλές της Ε.Ε. για άμεση συμμόρφωση «προς τας
υποδείξεις», οι Ιταλοί απαντούν ότι η Ιταλία δεν είναι Ελλάδα (πράγματι, είναι
η 7η οικονομική δύναμη του κόσμου) και ότι, αν δεν βάλει νερό στο κρασί της η
Ε.Ε., τότε θα βιώσει έναν… Αρμαγεδδώνα.
Δεν έχουμε καμιά εμπιστοσύνη
στην αποφασιστικότητα καμιάς αστικής κυβέρνησης, πόσω μάλλον ιταλικής, είναι
ωστόσο φανερό ότι εδώ κάτι έχει αλλάξει σε σχέση με την προηγούμενη ομοφωνία
των αστικών ηγεσιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό που έχει μεσολαβήσει είναι το Brexit και
ο Τραμπ. Έχει μεσολαβήσει δηλαδή η επέλαση
της πολιτικής του προστατευτισμού εις βάρος της πολιτικής των «ανοιχτών συνόρων»
και των «ανοιχτών αγορών».
Την ίδια στιγμή, η Βρετανία,
παρά τις πιέσεις που δέχεται η Μέι από το διεθνοποιημένο κεφάλαιο της χώρας
της, δεν υποχωρεί στη μονομερή συμφωνία που θέλει να της επιβάλει η Ε.Ε. ενόψει
του οριστικού Brexit. Η επιμονή της Αμερικής
στην προστατευτική της ατζέντα, που σημειώνει ήδη κάποιες επιτυχίες
(ενισχυμένος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, επιστροφή κεφαλαίων, μείωση ανεργίας
κ.λπ.), σε συνδυασμό με τα αυξανόμενα προβλήματα των δύο ηγέτιδων δυνάμεων της
Ε.Ε., Γερμανίας και Γαλλίας, θα κάνει
και άλλες αστικές τάξεις να ξεθαρρέψουν
και να συγκρουστούν με τη λογική της ασφυκτικής ευρω-λιτότητας.
Η πρωτοπορία της εργατικής
τάξης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο πρέπει να εκμεταλλευτεί με κάθε διαθέσιμο τρόπο
τη φαγωμάρα και τη σύγχυση στο στρατόπεδο του αντιπάλου. Αν υπάρχουν αστικές
δυνάμεις που, για τους δικούς τους λόγους, θέλουν να σπάσουν την ευρω-λιτότητα
και να προωθήσουν πολιτικές ενίσχυσης της εθνικής παραγωγικής βάσης, η εργατική
τάξη, στρέφοντας το κύριο μέτωπο ενάντια στους νεοφιλελεύθερους, θα πρέπει να βγει
μπροστά και να απαιτήσει: αυξήσεις στους
μισθούς, επαναφορά εργατικών δικαιωμάτων, θέσεις εργασίας, δημόσιες επενδύσεις,
αύξηση των κοινωνικών δαπανών. Η πάλη της ελληνικής εργατικής τάξης και των
άλλων καταπιεσμένων στρωμάτων της χώρας μας εντάσσεται έτσι οργανικά σε μια νέα
ευρωπαϊκή και παγκόσμια κατάσταση. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που μας κάνει
να πιστεύουμε πως, παρά τις δυσκολίες, μια ευνοϊκότερη συγκυρία για κάθε είδους
εργατικές και λαϊκές διεκδικήσεις βρίσκεται μπροστά μας. Ας την
εκμεταλλευθούμε!
10.10.2018
Η Συντακτική Επιτροπή